Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

"Κάθεται αποσταμένος αλλά χαμογελαστός ο γέροντας άρχοντας κι’ εγώ παίρνω το δίχτυ από τα χέρια του, σαν τον θησαυρό που ποτέ δεν θα γίνουν οι νάιλον σακούλες του ευτελούς παρόντος μας..." - Έλενα (η γνωστή...)

Και τα ρόδια κύλησαν από το δίχτυ....




Πάντα υπήρχε μέσα μου αυτή η εικόνα και την αγαπούσα, με τον παρηγορητικό τρόπο που αγαπάς αυτό που ξέμεινε -π.χ. την Γεωργία Βασιλειάδου που ξέμεινε γεροντοκόρη και την Σαπφώ που φωνάζει τρυφερά με την αγριοφωνάρα της-.



Κάπως έτσι βλέπω τον παππού μου να φεύγει από το σπίτι, χώνοντας στην τσέπη  το…δίχτυ.
Έστι ουν δίχτυ «σύστημα διασταυρούμενων σχοινιών που σχηματίζουν πλέγμα», θα λέγαμε ενθυμούμενοι τα αρχαία που διδαχτήκαμε. Το δίχτυ ήταν ο πρόδρομος της τωρινής νάιλον σακούλας, όπου βάζουμε τα ψώνια.


Όταν λοιπόν ο παππούς έπαιρνε το δίχτυ, ξέραμε πως στην επιστροφή του κάτι θα έφερνε και για μας. Στον γυρισμό, το δίχτυ κρεμόταν από το χέρι του (στο άλλο κρατούσε το μπαστούνι) και ενώ τον έβλεπα να έρχεται, άρχιζα να διακρίνω στο δίχτυ αρχικά τα ζωηρόχρωμα λαχανικά και μετά την εφημερίδα όπου ήταν τυλιγμένο το τυρί (από μέσα υπήρχε λαδόκολλα), την φρατζόλα του ψωμιού και -όταν τα ψώνια αραδιάζονταν στον πάγκο της κουζίνας- βρίσκαμε και το ταπεινό χάρτινο χωνάκι με τις καραμέλες ξερολούκουμο. Αν ήταν πρόσφατη η πληρωμή της σύνταξης, υπήρχαν και μπανάνες, κάποτε δε και ένας λαχταριστός κορνές από του «Βλάχου», στα Παλιά.
Χωρούσαν εκεί μέσα, σ’ αυτό το μικρό χειροτέχνημα από λευκό σκοινί, ένα σωρό πράγματα, δηλαδή όλα όσα χρειαζόμασταν για να ζήσουμε, άλλοτε και για να νιώσουμε «πλούσιοι» και κάποτε για να ονειρευτούμε (όταν δίπλα στα λεμόνια ήταν διπλωμένο ένα Μίκυ Μάους ή ο Μικρός Ήρωας).
Δίχτυ είχε και ο μπαμπάς μου αλλά ένα πιο.. αεράτο δίχτυ, μέσα στο οποίο υπήρχε πιο ελαφρύ φορτίο (συνήθως δυο μισόκιλα ψωμί, άντε και καμιά σαρδελίτσα). Αυτό το δίχτυ ήταν κάπως διπλωμένο και ισορροπούσε στην σχάρα του πατρικού ποδηλάτου, ενίοτε δε, όταν είχε λίγα ψώνια παραπάνω κρεμόταν στο τιμόνι.
Μια φορά θυμάμαι (στην δικτατορία ήταν) ο πατέρας μου είχε βάλει μέσα την «αμαρτωλή» εφημερίδα, που είχε πάρει από τον μπακάλη της γειτονιάς (ήταν Κουκουές αυτός) και ερχόταν ποδηλατώντας καμαρωτά, μέχρι που η μάνα μου είδε τι είχε το δίχτυ και έγινε επεισόδιο μέγα! (Έκτοτε η εφημερίδα έβγαινε καραδιπλωμένη από την πίσω τσέπη του παντελονιού του…).
Η μητέρα σπανίως κουβαλούσε δίχτυ και όταν συνέβαινε είχε μέσα «είδη πολυτελείας» : Κάλτσες που θα συγκρατούσε με ζαρτιέρες και ήταν αυτές που διαφήμιζε ο Χατζηχρήστος, λέγοντας στο ραδιόφωνο « τ’ άκουσες πολί μου;» (νομίζω φλαμίγκο φλεξ τις έλεγαν τις κάλτσες).


Επίσης η μητέρα μετέφερε κουτί με μουλινέδες από του Σοφιάδη, μαλλί πλεξίματος από τα γεροντάκια (όπως έλεγε το μαγαζί που ψώνιζε στην αρχή σχεδόν της Ερμού) ή κανένα βιβλίο από του Λιαναρίδη ή του Παρασκεύοπουλου, που το διαβάζαμε μετά τη σχολική μελέτη.
Το δίχτυ, κοντολογίς, (το κάθε δίχτυ) ήταν μια ολόκληρη ιστορία που μπορούσε να την βλέπει ο καθείς καθώς όλοι έβλεπαν τι είχε μέσα. Μάλιστα εγώ πολλές φορές παρακολουθούσα τα δίχτυα των γειτόνων και έκανα το πρώτο μου ρεπορτάζ, λέγοντας στη μάνα μου τι κουβαλούσε η Αντιγόνη ή ο κυρ Κώστας. Και η δική μας όμως ιστορία ήταν σε κοινή θέα και βέβαια δεν μας ενοχλούσε, καθώς δεν είχαμε τίποτε να κρύψουμε. Όλοι ήξεραν και πόσο φτωχοί ήμασταν και τι είχε το τραπέζι μας.
Το δίχτυ όπως το έβαζε ο παππούς στην τσέπη, ήταν μια ελπίδα.
Το δίχτυ όπως το κουνούσε ο παππούς γεμάτο, ήταν η πιο επαρκής μορφή ευτυχίας.
Το νοστάλγησα, όπως και τις απλές στιγμές της κοινής μας διαφάνειας σε καιρούς που το πιο περίπλοκο «παιχνίδι» παιζόταν ανάμεσα στο δικό μας ψωμί με ντοματοπολτέ και την πάριζα του γυιού του γαιοκτήμονα. Όμως και το κουτί με το ντοματοπελτέ και η πάριζα ήταν σε δίχτυ –αυτό που λέγαμε «δεν έχω κάτι να κρύψω».
Κρατώ την εικόνα: Έρχεται πολλές φορές στα όνειρά μου ο παππούς και το αχνιστό ψωμί, αγοραστό από τον φούρνο (μέγα… επίτευγμα) μέσα στο δίχτυ κι’ εγώ τον βλέπω με την λαχτάρα που βλέπεις τον ερχόμενο.
Από το δίχτυ του ξεχειλίζουν του κόσμου τα καλούδια. Τι μέλια, τι στραγάλια, τι κοκαλάκια μαρουδίτσες για τα μαλλιά μου, τι φιόγκοι, τι χρυσόχαρτα για να τυλίξουμε τους έρωτες των επόμενων χρόνων!
Κάθεται αποσταμένος αλλά χαμογελαστός ο γέροντας άρχοντας κι’ εγώ παίρνω το δίχτυ από τα χέρια του, σαν τον θησαυρό που ποτέ δεν θα γίνουν οι νάιλον σακούλες
του ευτελούς παρόντος μας.


Όταν ξύπνησα, γύρω μου ένιωθα να μοσχομυρίζουν ανοιγμένα ρόδια που έσπασαν ροβολώντας από το δίχτυ……

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου