Στη σχέση με τους ενορίτες κυριαρχούσε ο σεβασμός της ιδιαιτερότητας του προσώπου.
Εκτός
από την ξεχωριστή σε κάθε λειτουργία μνημόνευση όλων των ονομάτων
βλέπουμε να μη συμπεριφέρεται ομοιόμορφα και κατά την εξομολόγηση,
Ανάλογα με τις δυνάμεις και την πνευματική προκοπή του εξομολογούμενου καθόριζε τη νηστεία.
Για
τον κάθε ενορίτη του και πνευματικό παιδί του δείχνει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον στις στιγμές της θλίψεως «κατέβασε τον ουρανό στη γη, από την
αδιάκοπη κι εγκάρδια προσευχή».
Νιώθει
τα ξεχωριστά ατομικά προβλήματα «άκουσε με προσοχή και συμπόνια, …είπε
ότι θα προσευχηθεί». Και όταν κάνει παρατηρήσεις τις κάνει με πολύ
ευγένεια, διακριτικότητα αλλά και αμεσότητα.
Στους
υποτακτικούς του προσπαθεί να δώσει τη σωστή ιεράρχηση των αξιών. Δεν
τους πιέζει να συμμετάσχουν πουθενά, αλλά όπου συμμετέχουν πρέπει να
συμμετέχουν ολόψυχα. «Ήρθαμε να αγρυπνήσουμε, όχι να κοιμηθούμε…» είπε
σε κάποιον που αποκοιμήθηκε κατά την ώρα της αγρυπνίας.
Όταν
πρόκειται να κάνει κάτι το καινούργιο, που θα έχει επίπτωση στους γύρω
του, ρωτάει «τι λες να συνεχίσουμε και εμείς αυτό; (την προσευχή των
Ακοίμητων)» και σέβεται την απάντηση της υποτακτικής του χωρίς να
προσπαθήσει να επιβάλλει τη γνώμη του.
Δε
διστάζει να ζητήσει συγγνώμη «σας παιδεύω, παιδιά μου, να με
συγχωρέσετε», «να με συγχωρέσεις… είμαι λιγάκι παράξενος!» από τους
συνεργάτες του όταν καταλαβαίνει ότι η προσωπική του επιθυμία και
διάθεση για συνέχιση του αγώνα και της προσευχής, τους κουράζει:
Όλες του οι ενέργειες είχαν ως αποτέλεσμα το γαλήνεμα του εσωτερικού κόσμου όσων τον πλησίαζαν. «Αποφάσισαν να τον φέρουν (έναν δαιμονισμένο)
στο μικρό και ήσυχο λιμανάκι, εκεί που κατέφευγαν όλες οι
κυματοδαρμένες από τις φουρτούνες της ζωής ψυχούλες». Ακόμη και η
κουβέντα που είπε σε κάποιον στεναχωρημένο αμαξά «δεν πειράζει παιδί
μου, πηγαίνω με τα πόδια», αντανακλούν τη γαλήνη που έκρυβε μέσα του. Η
γαλήνη αυτή έκανε τον άλλον να παραμερίζει οποιαδήποτε εμπόδια και
καλλιεργούσε την ειρήνη στις μεταξύ τους σχέσεις.
Ως
καλός ποιμένας, γνωρίζει καλά το ποίμνιο του και προσπαθεί να το
γνωρίσει ακόμη καλύτερα. Όταν μια φορά είχε μείνει από πρόσφορο και δεν
θα μπορούσε να τελέσει τη Θεία Λειτουργία έστειλε να ζητήσουν από τις
γυναίκες «που ήξερε πως πάντα είχαν πρόσφορο». Ανακαλύπτει έναν κρυμμένο
λεπρό και τον εντάσσει στα πλαίσια των ασχολιών του.
Προσπαθεί
να νιώσει την ουσία των προβλημάτων και μετά να προσφέρει τη βοήθεια
του. Αυτό του δίνει την άνεση να έχει ξεκάθαρη στάση απέναντι τους και
να μην τους κάνει να πικραίνονται ποτέ γιατί έβλεπαν ότι ο παπα-Νικόλας
δεν έβλεπε τον άνθρωπο μόνο ως ψυχή αλλά και ως σώμα και κατά πρώτον
λόγο έπρεπε να καλυφθούν οι σωματικές ανάγκες και μετά να προσεγγιστεί ο
πιστός και από την «πνευματική» σκοπιά.
«Προσφέρθηκε
να βάλει την περιουσία του ενέχυρο, για να σωθεί ο πλησίον του», «ένα
γεροντάκι τον επισκεπτόταν δις της εβδομάδας και τον συντηρεί σχεδόν (ο
παπα-Νικόλας)» -βλέπουμε ότι δεν αφήνει στο φιλόπτωχο την υλική
συμπαράσταση- «πήρε τον φάκελο κλειστό με σεβαστό ποσόν…, τον έδωσε
αμέσων κλειστό σε μια πτωχή, είχε κόψει μισθό σε έντεκα οικογένειες
χήρων και ορφανών. …Χρόνια διατηρεί το επίδομα…», «περνούσε πολύ χρήμα
από τα χέρια του, αλλ’ αμέσως το διοχέτευε στην ελεημοσύνη», προσεύχεται
για να βρει κάποιος οικογενειάρχης δουλειά, προσεύχεται για ν’
απαλλαγεί από τους στομαχικούς πόνους μια ενορίτισσα του, και ακόμη, και
μετά το θάνατο του, προσωπικά του αντικείμενα ή και μια ευχή στ’ όνομα
του έδιναν λύση σε επείγοντα σωματικά προβλήματα.
Οι πράξεις του αυτές είχαν καλλιεργήσει ένα σεβασμό του ποιμνίου του, που τον συνόδευε σε κάθε του βήμα.
Τον
υποδέχονταν με χαρά και προσπαθούσαν να έρθουν σε επαφή μαζί του, να
πάρουν την ευλογία του- ακόμη και οι οδηγοί θα είχαν εκείνη τη μέρα
περισσότερα κέρδη!
Δεν ενδιαφέρονταν για την πτωχική εξωτερική του εμφάνιση, ούτε και για το ότι ήταν κατά κόσμο αμόρφωτος.
Όμως
και ο παπα Νικόλας καταλάβαινε την αγάπη τους, δεν τη εκμεταλλεύονταν
και δεν αδιαφορούσε όταν κάποιο «παιδί του» ετοίμαζε κάτι γι’ αυτόν.
Πρόθυμα συγχωρεί τις πράξεις των άλλων που τον έχουν ως στόχο.
Συγχωρεί τον νεωκόρο που τον μούντζωνε,
συγχωρεί αυτούς που θέλουν να τον εμπαίξουν. Αυτό, όμως, που δεν
συγχωρεί είναι η ασυγχωρησία: Θεωρούσε ένοχο έναν κληρικό που είχε
αφορίσει μια κυρία και πέθαναν και οι δύο ασυγχώρητοι.
Κυριότερο
μέσο αγωγής είχε το παράδειγμα και την έμπρακτη νουθεσία. Εξηγεί σε μια
«κόρη του» γιατί να μην θυμώνει και λέει: «και ‘γω δεν ξέρω να μιλήσω;
ξέρω, αλλά σκέφτομαι το αποτέλεσμα και έτσι σιωπώ».
Πηγαίνει
νωρίς σ’ ένα σπίτι για να μπορέσει να λειτουργήσει την επόμενη,
δίνοντας την αφορμή στο σπιτικό εκείνο να συλλειτουργηθεί μαζί του.
Ελέγχει με πολύ όμορφο τρόπο τη συμπεριφορά των άλλων και τους κάνει να
καταλάβουν το βαθύτερο αίτιο των σφαλμάτων τους, «έβαλε κανόνα» σε ένα
αστεφάνωτο ζευγάρι μόνο όταν τους καλλιέργησε πνευματικά, και εξηγεί με
πολύ αγάπη σε μια γυναίκα που ζούσε παράνομα για ποιο λόγο δεν μπορεί να
αποδεχθεί το πρόσφορο της. Έτσι η γυναίκα καταλαβαίνει ότι δόγμα και
ήθος είναι ένα και το αυτό.
Ακόμη
κι όταν βλέπει ότι η αγάπη του δεν βρίσκει ανταπόκριση και η καλημέρα
του δεν απαντάται, αυτός συνεχίζει ακάθεκτος την προσπάθεια του για να
δείξει ότι η αγάπη καταργεί όλα τα σύνορα: «δεν είχε εχθρό κανένα».
Φυσικά,
προτιμά να προλάβει μια κατάσταση παρά να τη νουθετήσει εξ υστέρων:
Ενίσχυε τις νεαρές χήρες «διότι η φτώχεια εξωθεί προς την διαφθορά». Το
ενδιαφέρον του ήταν στραμμένο προς τον συνάνθρωπο αδιαφορώντας για την
πολιτική του τοποθέτηση.
Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν τον ρώτησαν κάτι για τα πολιτικά, αυτός απάντησε: «Ποιος κυβερνάει τώρα;»
Ποτέ, επίσης, για κάποιο αίτημα του δεν έκρουσε την πόρτα ισχυρών- ούτε ενδιαφερόταν τι θέση κατείχε ο εξομολογούμενος.
Ο παπα Νικόλας έκρουε συνεχώς την πόρτα του Θεού.
Προσπαθεί
να παρηγορήσει για πράγματα που νιώθει ότι στενοχωρούν τους άλλους αλλά
δεν τους βλάπτουν πνευματικά: «δεν πειράζει παιδί μου» είπε σ’ έναν
αμαξά όταν αφήνιασαν τ’ άλογα του, «μη στεναχωριέσαι» είπε στην ψάλτρια
του όταν περπατούσαν στο σκοτάδι και ο ίδιος δεν στεναχωρούνταν ακόμα
και με πράξεις που δικαιολογημένα θα έκαναν άλλους να αγανακτήσουν, αλλά
διδάσκει την υπομονή και την αγάπη με καλοσύνη και απάθεια.
Αξιοθαύμαστα στιγμιότυπα από τη ζωή του
Μέσα
από τα βάθη της ψυχής του τελούσε ο Άγιος τη Θεία Λειτουργία. Πενήντα
ολόκληρα χρόνια δεν πέρασε ούτε μία μέρα χωρίς να λειτουργήσει. Κατά τις
πολύωρες λειτουργίες δεν ήταν λίγα τα θαύματα που συνέβαιναν. Ο Άγιος
Νικόλαος τα θεωρούσε εντελώς φυσιολογικά, όπως εντελώς φυσιολογική ήταν η
αστείρευτη αγάπη του προς τον Θεό.
Οι ακολουθίες του Παππού, όπως τον φώναζαν τον Άγιο τα πνευματικά του παιδιά, ήταν μοναδικές και ανεπανάληπτες.
Είχαν
τη μεγαλοπρέπεια του Βυζαντίου αλλά και τη σφραγίδα της αγιοπατερικής
παράδοσης. Πλήθος κόσμου συγκεντρώνονταν στους ναούς που λειτουργούσε ο
ταπεινός ιερέας. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, άνδρες και γυναίκες, Αθηναίοι
και επαρχιώτες, επιστήμονες και απλοί εργάτες. Ακόμα και παιδιά, αρκετά
παιδιά με τις μητέρες τους, έμεναν στο ναό ώρες πολλές μέχρι να
τελειώσει η ακολουθία. Τα μικρά παιδιά τον αγαπούσαν πολύ τον παππούλη,
αλλά και ο Άγιος αγαπούσε τα αθώα παιδιά.
Συχνά
πήγαιναν από νωρίς στην εκκλησία για να προλάβουν να είναι πρώτα στο
ιερό και έτσι να ντυθούν τη στολή τους για να βοηθήσουν τον Άγιο στη
Θεία Λειτουργία. Ακολουθούσαν τις οδηγίες του και συμμετείχαν και αυτά
με τον τρόπο τους στο δοξολογικό ύμνο προς το Θεό. Δεν τα στενοχωρούσε η
πολύωρη ακολουθία. Αντίθετα, τους άρεσε αφού κοντά στον Άγιο ένιωθαν
απερίγραπτη γαλήνη και σιγουριά.
Αρκετές
φορές τα παιδιά είχαν δει ένα παράδοξο θέαμα. Κατά την ώρα της Θείας
Λειτουργίας έβλεπαν τον Άγιο να στέκεται ψηλότερα από τη γη και τα πόδια
του να μην αγγίζουν στο έδαφος. Πολλά παιδιά τρόμαζαν και έτρεχαν με
φόβο να το ανακοινώσουν στους γονείς τους που, μολονότι δεν έβλεπαν αυτό
το θαυμαστό γεγονός, δάκρυζαν και ευχαριστούσαν τον Θεό που τους αξίωνε
να βρίσκονται κοντά στον ευλογημένο ιερέα. Στη συνέχεια καθησύχαζαν τα
παιδιά και με ακόμα μεγαλύτερη πίστη συμμετείχαν στην ακολουθία.
Κάποια
μέρα που ο Άγιος βρισκόταν σ’ ένα από τα αγαπημένα του ξωκκλήσια για να
λειτουργήσει, παρατήρησε πως δεν υπήρχε κανένα πρόσφορο. Δεν ταράχτηκε.
Προτίμησε να περιμένει με τη βεβαιότητα ότι σύντομα κάποιο πρόσφορο θα
βρισκόταν.
Άλλωστε
τόσα χρόνια, όσες φορές είχε συμβεί να μην έχει πρόσφορο, πάντα την
κατάλληλη στιγμή, κάποιος θα έφερνε, ή αν έπρεπε κάποιος από το
εκκλησίασμα πήγαινε σε κοντινό φούρνο και αγόραζε ένα.
Εκείνη τη μέρα όμως τα πράγματα δυσκόλευαν….
Η
ώρα περνούσε και κανένας δεν έφερνε πρόσφορο. Έψαξε καλά στα ράφια του
ιερού μήπως και υπήρχε κάποιο από προηγούμενη φορά, μα δε βρήκε τίποτα.
Τότε
έκανε νόημα σε δύο πνευματικά του παιδιά να πλησιάσουν στο ιερό και
τους ζήτησε να πάνε γρήγορα στο φούρνο και να ζητήσουν πρόσφορο κι αν
δεν έβρισκαν να ζητούσαν από κάποιες ενορίτισσες που πάντα φρόντιζαν και
είχαν.
Έφυγαν τρέχοντας από το εκκλησάκι οι δύο, μα μάταιος ο κόπος τους.
Λίγη
ώρα αργότερα γύρισαν με άδεια χέρια πίσω και ανακοίνωσαν στον Άγιο πως,
παρά την προσπάθεια τους, κανένας δε βρέθηκε να τους εξυπηρετήσει. Ο
Άγιος ευχαρίστησε τα πνευματικά του παιδιά για τον κόπο τους και έμεινε
μόνος του στο ιερό. Στενοχωρήθηκε πολύ και τα ασκητικά του μάτια γέμισαν
δάκρυα. Η ώρα είχε περάσει. Ο Όρθρος έφτανε στο τέλος και ο ευλογημένος
ιερέας δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στη Θεία Λειτουργία. Τόσα χρόνια,
καθημερινά λειτουργούσε, μα εκείνη τη μέρα με θλίψη θα έπρεπε να
διακόψει αυτή την ευλογημένη σειρά. Με ασταμάτητα δάκρυα κοιτούσε την
εικόνα του Εσταυρωμένου και με δυνατή προσευχή παρακαλούσε τον Κύριο να
μη του στερήσει τη Θεία Λειτουργία.
Ξαφνικά βλέπει πάνω στην Αγία Τράπεζα ένα μικρό πρόσφορο που άχνιζε.
Ήταν ολόφρεσκο και τοποθετημένο στη μέση.
Μόλις το είδε ο Άγιος έκανε το σταυρό του και ύψωσε τη δακρυσμένη ματιά του προς τον ουρανό ευχαριστώντας το Θεό.
Το θαύμα είχε γίνει.
Κάποιος άγγελος σταλμένος από το Χριστό είχε τοποθετήσει το μικρό πρόσφορο στην Αγία Τράπεζα.
Ο Άγιος σκέφτηκε πως ένα τέτοιο θαυμαστό γεγονός δεν έπρεπε να μείνει κρυφό.
Κρατώντας
λοιπόν το θεόσταλτο δώρο βγήκε μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ιερού και
διακόπτοντας τους ψάλτες έδειξε το πρόσφορο προς το εκκλησίασμα και είπε
συγκινημένος: “Κοιτάξτε παιδιά μου τι σημείο μας έκανε ο Θεός”. Ο
κόσμος σάστισε. Χωρίς πολλά λόγια ο Άγιος εξήγησε τι είχε προηγηθεί και
αμέσως προχώρησε πάλι μέσα στο ιερό και σαν να είχε συμβεί κάτι απλό και
συνηθισμένο συνέχισε την ακολουθία.
Στο
μεταξύ, βαθιά συγκίνηση κατέλαβε τους παρευρισκόμενους όταν
συνειδητοποίησαν πως ένα μεγάλο θαύμα – σημείο, όπως τους είπε ο Παππούς
– είχε συμβεί εκείνη την ώρα. Όλων τα μάτια βούρκωσαν και στράφηκαν με
ευγνωμοσύνη προς την εικόνα του Χριστού που τη φώτιζε αμυδρά ένα μικρό
καντήλι. Ευχαριστούσαν τον Κύριο για το μεγάλο θαύμα. Τον ευχαριστούσαν
όμως και για την ευλογημένη παρουσία του Παππού κοντά τους.
Μέχρι την απόλυση της Θείας Λειτουργίας όλοι ήταν συγκλονισμένοι και με δυσκολία συγκρατούσαν τα δάκρυα τους.
Μόνο
ο Άγιος Νικόλαος ο Πλανάς έμοιαζε να μην έχει συναίσθηση του θαύματος
που είχε γίνει. Άλλωστε για τον ίδιο τα θαύματα ήταν μέρος του
καθημερινού του προγράμματος και η ταπεινή του ψυχή ποτέ δεν
υπερηφανεύτηκε για τα θεία σημεία.
Ήταν για τον Άγιο τα θαύματα φυσιολογικά, όπως φυσιολογική ήταν και η αστείρευτη πίστη και αγάπη του στο Θεό.
(Από το βιβλίο «Το πρώτο μου συναξάρι», εκδόσεις Ιεράς Μονής Χρυσοπηγής, 1997)
(Πηγή: Νεκρός για τον κόσμο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου