Ἐβράδυασεν. Ὁ ἥλιος δύων ὄπισθεν τοῦ πευκοφύτου ὅρους ἔπεμπεν εἰς τὰς
ἀνατολικὰς ἄκρας τῆς νήσου καὶ εἰς τὰ πρὸ τοῦ λιμένος νησίδια τὰς
τελευταίας του ἀκτῖνας, λαμβάνων μεθ’ ἑαυτοῦ ὅλον τὸ εὐφρόσυνον τῆς
ἡμέρας θάλπος* καὶ ἀφήνων εἰς τὰ βουνὰ νὰ στέλλωσι τὸ ὀξὺ ἐκεῖνο τοῦ
χειμῶνος ἀπόγαιον*.
῾Ο λιμὴν ἦτο ἀκίνητος ὡς λίμνη. Τρία, τέσσαρα καΐκια ἤρχοντο βιαστικὰ ν’
άράξωσι χάριν τῆς ἑορτῆς. Αἱ λέμβοι τῶν ἁλιέων ἔσπευδον καὶ αὐταὶ νὰ
προσορμισθῶσι καὶ ἀπὸ τὴν ἐξοχὴν οἱ ποιμένες καὶ γεωργοὶ κατήρχοντο εἰς
τὴν πόλιν πρὸς τὸν αὐτὸν σκοπόν. Καὶ μόνος ὁ πράκτωρ τῆς ἀτμοπλοϊκης
ἑταιρείας ἀνεβοκατέβαινεν ἀκόμη εἰς τὸ παράλιον περιμένων τὸ ἀτμόπλοιον.
Ὅμως ἐνύκτωσε καὶ ἤρχισε νὰ σημαίνῃ ἡ ἀγρυπνία. Ὁ γλυκὺς τοῦ κώδωνος ἦχος ἐλαλοῦσεν, ἐκελαδοῦσεν, ἐνόμιζες, τὴν πανήγυριν.
Εἰς ὁποιανδήποτε νῆσον καὶ ἂν ἀποβιβασθῇς, θὰ ἀπαντήσῃς τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Νικολάου μικρὸν ἢ μέγαν, μὲ μάρμαρα ἢ μὲ πλίνθους. Ὁ Ἁγιός Νικόλαος εἶναι ὁ παπποῦς τοῦ ναυτικοὺ μας, ἡ γλυκυτέρα τοῦ ναύτου παραμυθία*, τῶν θαλασσῶν ὁ Ἁγιος. Εἰς τὴν ἀγρυπνίαν ἔπρεπεν ὅλοι νὰ παρευρεθῶσι, διότι ηὐτύχησαν να πανηγυρίσουν τὴν ἑορτήν του εἰς τὸ νησάκι των. Ὁ ναύτης καὶ ὅταν εὐδαίμων ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν νῆσον του, φέρει τὸ τάξιμον του εἰς τὸν Ἅγιον, εὐχηθείς, ὅταν ἦτο εἰς τὸ πέλα- γος, να τύχῃ κατὰ τὴν ἑορτὴν εἰς τὴν πατρίδα του, ν’ ἀγρυπνήσῃ ὅλην τὴν νύκτα. Καὶ ὅταν πάλιν ναυαγὸς εἰς μίαν σανίδα σωθῃ, ἢ εἰς ξηρὸν βράχον ἀπὸ τὰ δόντια τοῦ θανάτου γλυτώσῃ, πρῶτα, πρῶτα θὰ φέρῃ τὸ τάξιμο του εἰς τὸν Ἅγιον, λαμπάδα μεγάλην ἢ ἀργυροῦν κανδήλιον, καὶ ὕστερον θὰ μεταβῇ εἰς τὴν οἰκίαν του νὰ χαιρετήσῃ τὴν μητέρα του τὴν σύζυγόν του. Ἀλλ’ ἐνίοτε δὲν ἐπανέρχεται. Τὸ τάξιμον του ἦτο βαρύ.
Εἶχε τάξει ὅλην τὴν ζωὴν του. Νὰ γίνῃ καλόγηρος! Καί οὕτως ὁ εὐλαβής, διασώσας τὴν ζωήν του ἀπὸ τὰ κύματα τῆς θαλάσσης πηγαίνει νὰ τὴν κλείσῃ εἰς τοὺς ἀφώνους τοῦ μοναστηριοῦ τοίχους, εἰς τὸν Ἄθωνα.
Πάντες, γεωργοὶ καὶ ναῦται, συνηθροίζοντο εἰς τὴν ἀγρυπνίαν συνωστιζόμενοι* ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος τοῦ Ἁγίου Νικολάου, παλαιᾶς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας, ὀλίγον μαυρισμένης ἢ ὑπὸ τοῦ χρόνου, ἢ διότι ὁ ζωγράφος ἠθέλησε διὰ τοῦ σκιεροῦ χρώματος νὰ παραστήσῃ τὸ αὐστηρὸν πρόσωπον τοῦ θαυματουργοῦ ἀρχιερέως. Καὶ ἤναπτον ὅλοι τὰς μεγάλας λαμπάδας οἱ ναῦται, τὰς ὁποίας εἶχον φέρει ἀπὸ τὸ ταξίδιον, καὶ ἔλαμπεν ἡ εἰκών, καὶ ἔλαμπεν ὅλη ἡ ἐκκλησία. Καὶ ἀκτινοβολοῦσε τὸ πρᾷον τοῦ Ἁγίου πρόσωπον ἐκ χαρᾶς, νομίζεις, ὡς νὰ ηὐχαριστεῖτο, ὅτι τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐβούϊζεν ὁ μικρὸς ναὸς ἐκ τῆς φαιδρᾶς τῶν ᾀσμάτων ψαλμῳδίας, μετ’ ἰδιαιτέρας ἀγάπης ἐπαναλαμβανούσης τὸ «Ἅγιε Νικόλαε» ἐν τοῖς ἐγκωμιαστικοῖς ὕμνοις. Καὶ ηὐχαριστοῦντο γῦρο, γῦρο οἱ ναῦται ἀκούοντες τὰ ᾄσματα καὶ προσβλέποντες ἀτενῶς* εἰς τὴν εἰκόνα, κατάφορτον ἀπὸ τῶν ἀναθημάτων*, ἐν οἶς διέπρεπον ἀργυρᾶ μικρὰ πλοιάρια, πλοιάρχων ἀφιερώματα. Κατὰ τὰς στιγμὰς ἐκείνας ἐνόμιζες, ὅτι ἡ εἰκὼν προσελάμβανε θαυμασίαν τινὰ κίνησιν καὶ ζωὴν αἰφνίδιον. Ἐνόμιζες ὅτι ἐκινοῦντο οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Ἁγίου καὶ εὐλογοῦσεν ἡ χεὶρ τοὺς προσφιλεῖς του ναυτίλους καὶ ὅτι συχνὰ μετέβαλλεν ὄψιν τὸ γηραιόν του πρόσωπον.
Ἄλλος ἐκ τῶν ἐκεῖ παρισταμένων, ἔχων εἰς τὸν νοῦν του τὴν παροιμιώδη τοῦ
Ἁγίου Νικολάου ἐλεημοσύνην καὶ πρὸς τοὺς πένητας συμπάθειαν, τὸν ἔβλεπε
γλυκὺν καὶ μειδιῶντα*, ὡς ὅτε ἔσωζε κρυφὰ τὰς τρεῖς ἐκείνας θυγατέρας
ἀπὸ τοῦ ἠθικοῦ θανάτου, παρέχων τὰ μέσα τῆς ὑπανδρείας, καὶ ἔτεινε καὶ
αὐτὸς τὴν χεῖρα, νομίζων ὅτι ὁ Ἅγιος φλωρία ἐμοίραζε τὴν στιγμὴν
ἐκείνην. Ἄλλος πάλιν ἔχων εἰς τὸν νοῦν του, ὅτι ποτὲ ὁ ἐπίσκοπος τῶν
Μύρων*, ἄγριος καὶ ἀπειλητικὸς ἐμφανισθείς, ἐκράτησε τοῦ δημίου τὴν
χεῖρα, ἕτοιμον νὰ θανατώσῃ τρεῖς ἄνδρας ἀθῴους, συκοφαντηθέντας, τὸν
ἔβλεπεν εἰς τὴν εἰκόνα ἄγριον καὶ άπειλητικὸν μὲ πύρινα βλέμματα. Ὁ δὲ
ναύτης, διαλογιζόμενος τὴν στιγμὴν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἅγιος ἔσωσε τὸ
κλυδωνιζόμενον σκάφος, ἕτοιμον νὰ καταποντισθῇ, ἐφαντάζετο τὸν Ἅγιον
ἱστάμενον ἀτρόμητον ἐν τῇ πρύμνῃ καὶ βαστάζοντα κραταιῶς τὸ πηδάλιον,
ἐνῷ ἡ εἰκὼν παρίστα τοῦτον καθήμενον ἐπὶ θρόνου καὶ εὑλογοῦντα. Ἐκεῖνος
δὲ πάλιν, ὁ ἐνθυμούμενος τὴν στιγμήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ Ἅγιος βυθισθεὶς
ἐν τῷ πόντῳ ἔσωσεν ἠμίπνικτον τὸν ἀπὸ τοῦ πλοίου πεσόντα ναύτην,
ἐνόμιζεν, ὅτι ἔβλεπε διάβροχον τὸν ῾Ιεράρχην καὶ ὅτι ἀπὸ τὸ κοντὸν
λευκόν του γένειον ἔσταζεν ἀκόμη θάλασσα.
Τόσην ζωὴν παράδοξον ἐλάμβανεν ἡ βυζαντινὴ εἰκὼν ὑπὸ τὰ πολλὰ ἐκεῖνα φῶτα καὶ τὴν φαιδρὰν ψαλμῳδίαν.
Ὅμως ἐνύκτωσε καὶ ἤρχισε νὰ σημαίνῃ ἡ ἀγρυπνία. Ὁ γλυκὺς τοῦ κώδωνος ἦχος ἐλαλοῦσεν, ἐκελαδοῦσεν, ἐνόμιζες, τὴν πανήγυριν.
Εἰς ὁποιανδήποτε νῆσον καὶ ἂν ἀποβιβασθῇς, θὰ ἀπαντήσῃς τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Νικολάου μικρὸν ἢ μέγαν, μὲ μάρμαρα ἢ μὲ πλίνθους. Ὁ Ἁγιός Νικόλαος εἶναι ὁ παπποῦς τοῦ ναυτικοὺ μας, ἡ γλυκυτέρα τοῦ ναύτου παραμυθία*, τῶν θαλασσῶν ὁ Ἁγιος. Εἰς τὴν ἀγρυπνίαν ἔπρεπεν ὅλοι νὰ παρευρεθῶσι, διότι ηὐτύχησαν να πανηγυρίσουν τὴν ἑορτήν του εἰς τὸ νησάκι των. Ὁ ναύτης καὶ ὅταν εὐδαίμων ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν νῆσον του, φέρει τὸ τάξιμον του εἰς τὸν Ἅγιον, εὐχηθείς, ὅταν ἦτο εἰς τὸ πέλα- γος, να τύχῃ κατὰ τὴν ἑορτὴν εἰς τὴν πατρίδα του, ν’ ἀγρυπνήσῃ ὅλην τὴν νύκτα. Καὶ ὅταν πάλιν ναυαγὸς εἰς μίαν σανίδα σωθῃ, ἢ εἰς ξηρὸν βράχον ἀπὸ τὰ δόντια τοῦ θανάτου γλυτώσῃ, πρῶτα, πρῶτα θὰ φέρῃ τὸ τάξιμο του εἰς τὸν Ἅγιον, λαμπάδα μεγάλην ἢ ἀργυροῦν κανδήλιον, καὶ ὕστερον θὰ μεταβῇ εἰς τὴν οἰκίαν του νὰ χαιρετήσῃ τὴν μητέρα του τὴν σύζυγόν του. Ἀλλ’ ἐνίοτε δὲν ἐπανέρχεται. Τὸ τάξιμον του ἦτο βαρύ.
Εἶχε τάξει ὅλην τὴν ζωὴν του. Νὰ γίνῃ καλόγηρος! Καί οὕτως ὁ εὐλαβής, διασώσας τὴν ζωήν του ἀπὸ τὰ κύματα τῆς θαλάσσης πηγαίνει νὰ τὴν κλείσῃ εἰς τοὺς ἀφώνους τοῦ μοναστηριοῦ τοίχους, εἰς τὸν Ἄθωνα.
Πάντες, γεωργοὶ καὶ ναῦται, συνηθροίζοντο εἰς τὴν ἀγρυπνίαν συνωστιζόμενοι* ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος τοῦ Ἁγίου Νικολάου, παλαιᾶς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας, ὀλίγον μαυρισμένης ἢ ὑπὸ τοῦ χρόνου, ἢ διότι ὁ ζωγράφος ἠθέλησε διὰ τοῦ σκιεροῦ χρώματος νὰ παραστήσῃ τὸ αὐστηρὸν πρόσωπον τοῦ θαυματουργοῦ ἀρχιερέως. Καὶ ἤναπτον ὅλοι τὰς μεγάλας λαμπάδας οἱ ναῦται, τὰς ὁποίας εἶχον φέρει ἀπὸ τὸ ταξίδιον, καὶ ἔλαμπεν ἡ εἰκών, καὶ ἔλαμπεν ὅλη ἡ ἐκκλησία. Καὶ ἀκτινοβολοῦσε τὸ πρᾷον τοῦ Ἁγίου πρόσωπον ἐκ χαρᾶς, νομίζεις, ὡς νὰ ηὐχαριστεῖτο, ὅτι τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐβούϊζεν ὁ μικρὸς ναὸς ἐκ τῆς φαιδρᾶς τῶν ᾀσμάτων ψαλμῳδίας, μετ’ ἰδιαιτέρας ἀγάπης ἐπαναλαμβανούσης τὸ «Ἅγιε Νικόλαε» ἐν τοῖς ἐγκωμιαστικοῖς ὕμνοις. Καὶ ηὐχαριστοῦντο γῦρο, γῦρο οἱ ναῦται ἀκούοντες τὰ ᾄσματα καὶ προσβλέποντες ἀτενῶς* εἰς τὴν εἰκόνα, κατάφορτον ἀπὸ τῶν ἀναθημάτων*, ἐν οἶς διέπρεπον ἀργυρᾶ μικρὰ πλοιάρια, πλοιάρχων ἀφιερώματα. Κατὰ τὰς στιγμὰς ἐκείνας ἐνόμιζες, ὅτι ἡ εἰκὼν προσελάμβανε θαυμασίαν τινὰ κίνησιν καὶ ζωὴν αἰφνίδιον. Ἐνόμιζες ὅτι ἐκινοῦντο οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Ἁγίου καὶ εὐλογοῦσεν ἡ χεὶρ τοὺς προσφιλεῖς του ναυτίλους καὶ ὅτι συχνὰ μετέβαλλεν ὄψιν τὸ γηραιόν του πρόσωπον.
Τόσην ζωὴν παράδοξον ἐλάμβανεν ἡ βυζαντινὴ εἰκὼν ὑπὸ τὰ πολλὰ ἐκεῖνα φῶτα καὶ τὴν φαιδρὰν ψαλμῳδίαν.
Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης
Πηγή κειμένου:
Διηγήματα της θάλασσας, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2016.
Πηγή κειμένου:
Διηγήματα της θάλασσας, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου