"... Μια φορά, μετά την θεία Λειτουργία που περιμέναμε στο αρχονταρίκι, ήρθε ο Γέροντας και κάθησε στην θέση που πάντα καθόταν στο τραπέζι· άρχισε να μιλάη συμβουλευτικά και να προτρέπη τους πιστούς να τηρούν τις εντολές του Κυρίου μας, αλλά έλεγε και για τις θείες επεμβάσεις του οσίου Δαυΐδ. Ενώ εγώ ήμουν όρθιος στην πόρτα, σχεδόν μισός μέσα και μισός έξω, έρχεται σε λίγο κάποιος κύριος που η φωνή του έμοιαζε έτσι βαρειά που ήταν, σαν “μάγκικη”, και με έπιασε από το μπράτσο και με τράβηξε λίγο απαλά προς το μέρος του έξω, και πριν να αρχίση να μου μιλάη, του λέγω:
– Αφήστε λίγο, κύριε, να ακούσωμε τον Γέροντα και μετά θα μου πήτε ό,τι θέλετε.
Μου λέγει, με το ύφος αυτό το βαρύ:
– Άστον αυτόν, δεν ξέρει τι λέγει, εγώ θα σου πω.
– Μα, άνθρωπέ μου, του λέγω, δεν είναι σωστό, ας τον ακούσωμε και μετά…
Επέμενε πάλι λέγοντας τα ίδια. Τέλος πάντων, στην επιμονή του δέχθηκα να τον ακούσω.
– Άκουσέ με, μου λέγει, αυτός δεν τα λέγει αυτά, γιατί δεν θέλει να φαίνεται.
Τότε κάτι κατάλαβα πως για κάτι καλό θα με μιλούσε. Δεν έβγαλα άχνα. Μου λέγει:
– Είχα τον γυιό μου, παλληκάρι ως εκεί πάνω, στο νοσοκομείο στην Αθήνα, σε πάρα πολύ βαρειά κατάσταση.
Οι γιατροί έκαναν συμβούλιο και μου είπαν:
«Έχεις άλλα παιδιά; Το παιδί σου είναι σε πάρα πολύ κακή κατάσταση. Εμείς μέσα από το συμβούλιο που κάναμε, καταλήξαμε ότι ίσως και να μην ζήση».
Σαν τ’ άκουσα τρελλάθηκα· μεσ’ την νύχτα δεν ήξερα τι να κάνω.
Πήρα το αυτοκίνητο και έτρεχα σαν τρελλός· έφτασα τα χαράματα εδώ, κτύπησα και με άνοιξαν.
«Θέλω τον Γέροντα»,
είπα, μου τον έδειξαν και πήγα και του είπα όλα ό,τι με είπαν οι γιατροί.
Έδειξε συμπόνοια ο Γέροντας, με πήρε από το χέρι και με ανέβασε εκεί επάνω –και έδειξε το παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπους που ήταν πολύ κοντά στο κελλί του και κάλυπτε την ανατολική γωνία των κελλιών– μπήκαμε μέσα στο παρεκκλήσι και μου είπε να κάνω προσευχή, γονάτισε και αυτός εκεί αριστερά και άρχισε την προσευχή του.
Έκλαιγε και προσευχόταν γονυπετής.
Εγώ τι προσευχή να κάνω;
ε! έκανα εκεί κάτι, αυτός έκλαιγε και δώστου προσευχή και μετάνοιες.
Εγώ βγήκα έξω, για να πάρω αέρα, εκείνος μέσα.
Για μια στιγμή, τον βλέπω να έρχεται κοντά μου και να μου λέγη,
«άντε, πήγαινε τώρα στο καλό και το παιδάκι σου θα σου το κάνη καλά ο άγιος Δαυΐδ και ο άγιος Χαράλαμπος».
Και έτσι έγινε.
Οι γιατροί απορούσαν.
Να, γι’ αυτό σου λέγω ότι αυτός για τον εαυτόν του τίποτε δεν λέγει, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα..."
Μαρτυρία π. Αργυρίου Γαβριηλίδου, από την Θεσσαλονίκη
Από το βιβλίο: “Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)”. Γ’. Μαρτυρίες, σελ. 268. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.
Δημήτρης Προσκυνητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου