Ἡ χαρά, ὁ καημός, οἱ προσδοκίες τῶν γονέων, τὰ ὄνειρά τους εἶναι γύρω ἀπὸ τὰ παιδιά τους.
Νὰ τὰ δοῦν εὐτυχισμένα, πετυχημένα στὴ ζωή, νὰ γίνουν ἄνθρωποι ζηλευτοί, ποὺ θὰ προσφέρουν πολλὰ καὶ στοὺς ἄλλους, νὰ εἶναι oἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ!
Αὐτὸ θέλουν οἱ γονεῖς καὶ γι᾿ αὐτὸ προσπαθοῦν μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις τους.
Προτρέπουν συχνὰ μὲ τὸν λόγο τους, συμβουλεύουν τὰ παιδιά τους καὶ τὰ καθοδηγοῦν στὸ ὀρθό.
Εἶναι βασικὸ καθῆκον τους αὐτό.
Πιὸ ἀναγκαῖο ὅμως εἶναι τὸ καθῆκον νὰ διδάσκουν μὲ τὴ ζωή τους, νὰ ἐπαληθεύουν τὸν λόγο τους μὲ τὸν τρόπο τους.
Διότι μπορεῖ νὰ εἶναι κάποιος ἄριστος θεωρητικὸς διδάσκαλος, στὴν πρακτικὴ ὅμως ἐφαρμογὴ νὰ εἶναι ἐλλιπής, τόσο ποὺ νὰ σκανδαλίζει ἢ ἀκόμη καὶ νὰ προκαλεῖ τὴν ἀγανάκτηση σ᾿ αὐτοὺς ποὺ δέχονται τὴν ἀγωγή του.
Πολλὲς φορὲς καὶ τὰ μικρὰ ἀκόμη παιδιὰ μᾶς ἀφοπλίζουν μὲ τὴ δικαιολογημένη ἀντίδρασή τους στὶς αὐστηρὲς παρατηρήσεις μας:
«Πῶς μιλᾶς ἔτσι, παιδί μου; Τί λόγια εἶναι αὐτά;»
«Μπαμπά, καὶ ἐσὺ ἔτσι δὲν μίλησες χθὲς στὴ μαμά;»
Ἄλλοτε πάλι μᾶς βάζουν στὴ θέση μας ὅταν ἐκτραποῦμε:
«Γιατί θυμώνεις, μαμά; Ἐσὺ δὲν μᾶς λὲς ὅτι δὲν πρέπει νὰ θυμώνουμε;»
Ὅταν τὰ παιδιὰ μεγαλώνουν, ὅταν φθάνουν στὴν ἐφηβεία, τότε ἔχουν περισσότερη ἀντίληψη καὶ κρίση καὶ γι᾿ αὐτὸ παρατηροῦν μὲ μεγαλύτερη ἀκρίβεια τὴ ζωή μας.
Καὶ βέβαια μεγαλύτερη εἶναι καὶ ἡ ἀπογοήτευσή τους, ὅταν κατεδαφίζουμε μὲ τοὺς τρόπους μας αὐτὸ ποὺ προσπαθοῦμε νὰ κτίσουμε μέσα στὶς ψυχές τους μὲ τὸν λόγο μας.
Λέει σχετικὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος:
«Ἢ μὴ διδάσκειν, ἢ διδάσκειν τῷ τρόπῳ».
Δηλαδή: Ἢ νὰ μὴ διδάσκεις ἢ νὰ διδάσκεις μὲ τὸν τρόπο σου.
Καὶ συνεχίζει:
Μὴ μὲ τὸ ἕνα χέρι τραβᾶς, καὶ ἀπωθεῖς μὲ τὸ ἄλλο.
Θὰ χρειασθεῖς λιγότερα λόγια πράττοντας ὅσα πρέπει.
Ὁ ζωγράφος διδάσκει πιὸ πολὺ μὲ τὶς ζωγραφιές του…
«Ἄφωνον ἔργον κρεῖσσον ἀπράκτου λόγου». Δηλαδή: Δίχως λόγους ἔργο εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ λόγο χωρὶς ἔργο (ΕΠΕ 9, 414-417).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρατηρεῖ: «αὕτη ἐστὶν ἡ μεγάλη μάχη, οὗτος ὁ συλλογισμὸς ὁ ἀναντίρρητος, ὁ διὰ τῶν ἔργων».
Τὸν μεγάλο πόλεμο τὸν κάνουμε μὲ τὰ ἔργα.
Αὐτὸ εἶναι τὸ «ἀναντίρρητο» ἐπιχείρημα.
Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἀντιμετωπίσει, ὅταν μιλᾶ δυνατὰ ἡ ζωή μας.
Διότι οἱ ἄνθρωποι «οὐ τοῖς λεγομένοις προσέχουσιν, ἀλλ᾿ ἃ πράττομεν ἐξετάζουσι».
Δὲν προσέχουν τόσο αὐτὰ ποὺ λέμε, ὅσο παρατηροῦν ἐκεῖνα ποὺ κάνουμε (PG 61, 28-29).
Οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι ἐπιβάλλονται μὲ τὴν ἁγιότητά τους καὶ μ᾿ αὐτὴν ἐπηρεάζουν θετικὰ καὶ τοὺς ἄλλους.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει γιὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο ὅτι ἦταν γλυκὺς στὸ λόγο καὶ γλυκύτερος στὸν τρόπο.
Ἐλάχιστα χρειαζόταν τὸν λόγο ἐξαιτίας τῆς διαγωγῆς του, ποὺ ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ παιδαγωγεῖ (βλ. ΕΠΕ 6, 52).
Καὶ γιὰ τὸν πολὺ στενὸ φίλο του, τὸν Μέγα Βασίλειο, λέει πὼς κέρδιζε τοὺς ἀντιπάλους του λιγότερο μὲ τὸν λόγο του καὶ περισσότερο μὲ τὰ ἔργα του καὶ τοὺς νικοῦσε ὅλους μὲ τὴν ἀνωτερότητα τοῦ πνεύματός του καὶ μὲ τὴν παραδοχὴ τῆς ἀπλησίαστης ἀρετῆς του (βλ. ΕΠΕ 6, 198).
Τέτοιοι ἦσαν οἱ Ἅγιοι καὶ ἀσκοῦσαν ἀγωγὴ μὲ τὸ παράδειγμα κυρίως, μὲ τὴν ὑποδειγματικὴ ζωή τους.
Ἔτσι ἐπηρέαζαν θετικὰ τὸ περιβάλλον τους καὶ συνεχίζουν νὰ διδάσκουν καὶ νὰ καθοδηγοῦν ὀρθὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ μελετοῦν τὰ ἔργα τους καὶ τὴ ζωή τους σ᾿ ὅλες τὶς ἐποχές.
«Ἀληθινὸς παιδαγωγός», παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς, «εἶναι εἰς τὴν πραγματικότητα μόνον ὁ Ἅγιος.
Ἄνευ τῶν Ἁγίων δὲν ὑπάρχουν ἀληθινοὶ διδάσκαλοι καὶ παιδαγωγοί, οὔτε ἀληθινὴ παιδεία ἄνευ τῆς ἁγιότητος…
Οἱ Ἅγιοι, ἐπειδὴ εἶναι ἡγιασμένοι καὶ φωτισμένοι διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διὰ τοῦτο εἶναι καὶ ἀληθινοὶ διδάσκαλοι καὶ παιδαγωγοί»(*).
Αὐτὸ ἰσχύει πολὺ περισσότερο γιὰ τὸν πρῶτο Διδάσκαλο καὶ μέγιστο Παιδαγωγό, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Δίδασκε μὲ τὸν πάνσοφο λόγο Του.
Προπάντων δίδασκε μὲ τὸ μοναδικὸ παράδειγμα τῆς ἁγίας ζωῆς Του. Ἀφοῦ ταπεινώθηκε καὶ ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Του, τὸ εἶπε καθαρά:
«Ὑπόδειγμα δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθὼς ἐγὼ ἐποίησα ὑμῖν, καὶ ὑμεῖς ποιῆτε» (Ἰω. ιγ΄ 15).
Πῶς μιλοῦσε τὸ παράδειγμά Του στὶς ψυχές τους!
Ἀσφαλῶς ἔφερναν συχνὰ στὴ μνήμη τους τὰ λόγια Του, ἀλλὰ προπάντων τὴν ἁγία ζωή Του· καὶ προσπαθοῦσαν νὰ Τὸν μιμοῦνται.
Ὑπενθύμιζαν δὲ καὶ στοὺς ἄλλους χριστιανοὺς ὅτι ὁ Κύριος μᾶς ἄφησε «ὑπογραμμόν», παράδειγμα τέλειο, ὥστε νὰ ἀκολουθοῦμε ἀκριβῶς τὰ ἴχνη Του, νὰ μιμούμαστε Αὐτὸν ὁ Ὁποῖος «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. β΄ 21-22).
Στὸ σύγχρονο ἁμαρτωλὸ κόσμο, τὰ παραδείγματα ποὺ παίρνουν τὰ παιδιὰ στὴν κοινωνία καὶ στὸ σχολεῖο ἀπὸ τὴν τηλεόραση καὶ τὸ διαδίκτυο, ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τῆς τέχνης καὶ τῆς πολιτικῆς, ἀπὸ συμμαθητὲς καὶ δασκάλους ἀκόμη, εἶναι συνήθως τελείως ἀρνητικά.
Γι᾿ αὐτὸ μέσα στὸ σπίτι εἶναι ἀνάγκη νὰ δέχονται ἰσχυρὰ ἀντίδοτα.
Τὸ καλὸ παράδειγμα τῶν γονέων, ἐπειδὴ ἡ ἐμπιστοσύνη καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς αὐτοὺς εἶναι φυσική, μιλάει πολὺ δυνατὰ στὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν!
Ὅταν βλέπουν τοὺς γονεῖς νὰ συζητοῦν ἤρεμα, νὰ εἶναι συγκρατημένοι στὴ συμπεριφορά τους, νὰ ζοῦν μὲ ἀγάπη καὶ ὁμόνοια, ὅταν τοὺς παρατηροῦν νὰ στέκονται μὲ εὐλάβεια σὲ προσευχή, νὰ ἐκκλησιάζονται μὲ κατάνυξη καὶ προσοχή, νὰ εἶναι φιλάνθρωποι καὶ εὐγενικοὶ πρὸς ὅλους, παίρνουν μαθήματα ποὺ δὲν θὰ ξεχάσουν ποτὲ στὴ ζωή τους.
Ὅσο ἀνεβαίνουν οἱ γονεῖς, τόσο ἀνεβάζουν τὰ παιδιά τους.
Βέβαια, καθὼς τὰ παιδιὰ θὰ μεγαλώσουν, θὰ διαλέξουν ἐλεύθερα τοὺς δρόμους τους.
Ὅμως οἱ γονεῖς, ζώντας οἱ ἴδιοι πνευματικά, θὰ ἔχουν προσφέρει τὴν πιὸ μεγάλη περιουσία στὰ παιδιά τους καὶ θὰ δικαιοῦνται νὰ τρέφουν γι᾽ αὐτὰ τὶς πιὸ καλὲς καὶ ἅγιες ἐλπίδες.
(*). Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ ὁ Οἰκουμενισμός, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 193.
|το πρωτοδημοσιεύσαμε τέτοιες μέρες το 2020...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου