10 Αυγούστου 1912. Από την πόλιν Αλλαγίαν της Μικράς Ασίας ήταν μια γυναίκα Ελληνίδα ονόματι Μαρία, που είχε έναν υιόν 13 ετών, τον Παντελή. Μίαν ημέραν ενώ είχε βγη έξω ο Παντελής, τον επήραν οι Τούρκοι και τον έφεραν κρυφά στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί τον εσπούδασαν, παρά τη θέληση του, τα τούρκικα και τον έκαμαν δερβίσην. Φανερά ήταν δερβίσης, αλλά εις το κρυπτόν ήτο ορθόδοξος Χριστιανός και έκρυπτε πολύ μυστικά μέσα στα ενδύματα του ένα εικόνισμα της Παναγίας της Ευαγγελίστριας, το οποίον προσκυνούσε τακτικά.
Η δυστυχής μητέρα, που δεν εγνώριζε
πού ευρίσκετο ο υιός της και αν ήταν ζωντανός ή πεθαμένος, έκλαιε
απαρηγόρητα ημέρα και νύκτα. Εγονάτιζε και παρακαλούσε θερμά το Θεό και
όλους τους Αγίους δια να της φανερώσουν πού βρίσκεται ο υιός της, αν ζη ή
απέθανε δια να υπάγη να τον εύρη. Μια νύχτα ενώ ήταν γονατισμένη και
έκλαιγε απαρηγόρητα παρακαλώντας το Θεό και τους Αγίους, απεκοιμήθη με
συντροφιά τον πόνο. Ενώ εκοιμάτο είδε στο όνειρο της τον πολυθαύμαστον
Απόστολον Ανδρέαν, ο οποίος της είπε:
- «Γρηά, γιατί κλαίεις απαρηγόρητα;» Κι’ αυτή του αποκρίνεται:
- «Έχασα το γιο μου 20 χρόνια τώρα, εγύρισα πόλεις και χωριά πολλά, μα δεν άκουσα πουθενά αν ζη ή απέθανε».
Και τότε ο Άγιος με τη χάρη του Θεού, της λέγει:
- «Ακουσε γρηά να σε καθοδηγήσω για
να βρης το γιο σου. Να υπάγης την τάδε ημέρα του τάδε μηνός με ένα
Αυστριακό καράβι, που πηγαίνει στην Κύπρο και εκεί θα βρης το γιο σου, ο
οποίος ζη και είναι καλά. Να επιστρέψης με το ίδιο πλοίο. Να σημειώσης
την ημερομηνία κατά την οποίαν θα υπάγης στο λιμένα της Μερσίνας και θα
εύρης το πλοίο. Θα παρακαλέσης τον Καπετάνιο και θα του πης όλα τα
συμβάντα».
Πραγματικώς όταν κατέβη η γρηά στο
λιμένα την ημέρα που της είπεν ο άγιος, ήταν το πλοίο έτοιμο για το
ταξείδι του. Το καράβι ανεχώρησε για την Κύπρο. Κάποτε εφάνησαν τα
παράλια της και στο βάθος πρόβαλλε η Εκκλησία του Αποστόλου Ανδρέου. Οι
Κύπριοι επιβάται όταν την είδαν, έκαμαν το σταυρό τους λέγοντας: Να, η
Εκκλησία του Αποστόλου Ανδρέου.
Σε μια στιγμή την πλησιάζει και ένας
δερβίσης (ο υιός της), που είχε την ίδια επιθυμία, δηλ. να ανταμωθή με
τους γονείς του και να απαλλαγή από αυτή τη μισητή ζωή. Ο δερβίσης,
λοιπόν, που ήταν μορφωμένος και φορούσε τούρκικο σαρίκι και μεγάλο γένι,
λέγει της γρηάς:
- Γιατί, κυρά μου, κλαίεις έτσι απαρηγόρητα; Τι έχεις;
Η γρηά βλέποντας και ακούοντας έναν τούρκο, του λέγει:
-Αφέντη, αφού τόσον επιμένεις και
θέλεις να μάθης τους πόνους μου, άκουσε. Προ 20 ετών εχάθη ο υιός μου
πηγαίνοντας σχολείο και από τότε δεν ηκούσθη τίποτε πού βρίσκεται. Μετά,
όμως, από πολλάς δεήσεις που έκαμα εις τον Θεόν και τους αγίους, με
ωραμάτισεν ο Απόστολος Ανδρέας να υπάγω στην Κύπρο όπου είναι η Εκκλησία
του για να προσκυνήσω. Τότε, Θεού οικονομία και του Αγίου ενεργεία, ο
δερβίσης εγύριζε κι αυτός να βρη τους γονείς του. Λέγει, λοιπόν, προς
αυτήν:
- Άκουσε γρηά, να σου ειπώ κάτι γι’
αυτά που ζητάς vq μάθης. Πες μου, ο σύζυγος σου ζη ακόμη και πώς
ονομάζεται; Η γρηά του λέγει:
-Έχει καιρόν που απέθανεν ο άνδρας μου και ωνομάζετο Δημήτριος.
-Έχεις και άλλον υιόν;
- Μάλιστα.
- Πες μου, εσύ πώς ονομάζεσαι;
- Μαρία, του λέγει εκείνη.
- Και το όνομα του υιού σου, που εχάθηκε;
- Παντελής, του λέγει η γρηά.
- Μάλιστα.
- Πες μου, εσύ πώς ονομάζεσαι;
- Μαρία, του λέγει εκείνη.
- Και το όνομα του υιού σου, που εχάθηκε;
- Παντελής, του λέγει η γρηά.
Ο δερβίσης όταν άκουσε το όνομα του
πατέρα του, της μητέρας του, του αδελφού του, το δικό του, συνεκινήθη
πολύ, αλλά εβάσταξε ακόμη την τελευταίαν και σπουδαιοτέραν απόδειξιν,
που είχε για τον εαυτό του, δηλαδή το σημάδι που είχεν εκ γενετής πάνω
του, μια εληά κάτω από το μάγουλο.
- Γρηά, θα σε ερωτήσω ακόμη κάτι.
Ενθυμείσαι αν ο υιός σου είχε κανένα σημάδι πάνω του; Τότε η γρηά
συγκινήθηκε γιατί κατάλαβε ότι κάτι ήξευρεν ο δερβίσης για το γιο της
και του λέγει: – Μάλιστα, είχε μίαν εληά κάτω από το μάγουλο.
Ο δερβίσης με τρεμάμενο χέρι σηκώνει
το μεγάλο του γένι, το υψώνει και παρουσιάζεται η εληά, στο ίδιο σημείο
που την είχεν ο υιός της ο Παντελής.
Η γρηά βλέποντας την ελιποθύμησε, έπεσε κάτω. Αμέσως ο δερβίσης και οι άλλοι επιβάται έχυσαν νερό στη γρηά και την συνέφεραν. Τότε αναστέναξε βαθειά και φώναξε άγρια:
- Αχ Θεέ μου και Απ. Ανδρέα, αυτός είναι ο χαμένος γιος μου που τον ζητώ 20 χρόνια.
Τότε
ενηγκαλίσθη τη γρηά μητέρα του και εφιλήθηκαν συνοδευόμενοι από δάκρυα χαράς και συγκινήσεως. Πόση χαρά δοκίμασαν, που
εκφράστηκε σαν δοξολογία προς το Θεό και τον Άγιον. Μετά την βάπτισιν
του Παντελή επήγαν και οι τρεις εις την εκκλησίαν του Απ. Ανδρέου, τον
οποίον και προσεκύνησαν με δάκρυα χαράς, μετανοίας και συγκινήσεως. Όλη
δε η Κύπρος εχάρη δια το θαύμα του Απ. Ανδρέου.
Η είδηση δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα
Φωνή της Kύπρου της 24/6.4.1912
Φωνή της Kύπρου της 24/6.4.1912
(η διπλή ημερομηνία δηλώνει παλαιό και νέο ημερολόγιο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου