Ὁ Θεός, ἐκείνους πού εἶναι πλούσιοι, τούς ἔχει γιά τόν σκουπιδοντενεκέ;
Ὄχι! Καθόλου.
Ἦταν πάμπλουτος ὁ Ἀβραάμ. Ἦταν πολύ πλούσιος ὁ Ματθαῖος. Ἦταν πλούσιος ὁ ἀπόστολος Λουκᾶς. Ἦταν πλούσιος ὁ Ζακχαῖος. Ἦταν πλούσιοι ὁ Νικόδημος καί ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, πού ἔγιναν ἀπόστολοι καί ἐκήδευσαν τόν Χριστό. Καί πολλοί ἄλλοι ἦταν πλούσιοι. Δέν τούς ἐμπόδισαν τά πλούτη. Κάτι ἄλλο ἐμποδίζει.
Ποιό εἶναι ἐκεῖνο πού ἐμποδίζει;
[...]
Τί μᾶς λέει ὁ Χριστός;
Λάθος νά ἀκουμπᾶς τήν ψυχή σου, τήν ὕπαρξή σου στά ὑλικά πράγματα. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα δέν διατηροῦνται γιά πάντα. Κανείς δέν ξέρει πότε... κόβονται.
Καμμιά φορά, κόβονται ἐκείνη τή στιγμή πού τά θέλαμε περισσότερο καί ἔτσι ἀπογοητευόμαστε πιό πολύ.
Γι’ αὐτό μή κολλᾶμε τήν καρδιά μας σ’ αὐτά.
[...] Ἕνας ἄνθρωπος ἦταν μέσα στό σπίτι του. Καί ἀπό ἐκεῖ ἀγνάντευε ἀπό τήν τζαμαρία στό δρόμο.
Ἔβλεπε λοιπόν μιά ἑτοιμόρροπη παράγκα πού στεγάζονταν κάποιοι πρόσφυγες.
Μετά ἀπό λίγο εἶδε μιά φτωχή γυναίκα μέ τό μικρό της, πού ἔκλαιγε καί φώναζε:
—Ψωμί μαμά. Πεινάω!
Ἀφοῦ εἶδε αὐτές τίς σκηνές, δεῖγμα τοῦ ἀνθρώπινου πόνου, στάθηκε μπροστά στόν καθρέπτη του καί φυσικά εἶδε μόνο τό πρόσωπό του.
Τζάμι εἶχε ὁ καθρέπτης.
Τζάμι εἶχε καί τό παράθυρο.
Μά τί διαφορά. Κυττάζεις ἀπό τό τζάμι καί βλέπεις τούς ἄλλους. Βάζεις λίγη ἀλοιφή ἀπό ἀσήμι πάνω στό τζάμι καί δέν βλέπεις τίποτε ἄλλο παρά μόνο τόν ἑαυτό σου.
Νά πού εἶναι τό κακό.
Ὁ πόνος τῶν ἄλλων πρέπει νά εἶναι μιά εἰκόνα γιά μας. Νά τήν βλέπομε, νά τήν καταλαβαίνομε καί νά ὠφελούμεθα πνευματικά.
Μά ἔτσι καί βάλεις λίγο ἀσήμι κοντά στά μάτια σου, βλέπεις μόνο τόν ἑαυτό σου. Κανέναν ἄλλον. Καί τό τζάμι, πού θά ἔπρεπε νά ἦταν ἀφορμή, νά περνᾶς τό βλέμμα σου μέσα ἀπό τό σπίτι σου, ἀπό τόν ἑαυτό σου γιά νά βλέπεις μέ ἀγάπη τούς ἄλλους, μέ λίγη ἀσημομπογιά γίνεται ἐμπόδιο. Σέ κάνει νά βλέπεις μόνο τόν ἑαυτό σου.
Κακό πράγμα τό νά ἀγαπᾶ κανείς τά χρήματα.
Καί νά τά βάζει ἀνάμεσα στούς ἄλλους καί στόν ἑαυτό του. Ἀνάμεσα στό Θεό καί στόν ἑαυτό του. Ἀνάμεσα στό σῶμα του καί στήν ψυχή του. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός, ὁ ἀπόστολος του Παῦλος καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία λένε:
«Ὅποιος ἀρχίσει νά ἀγαπᾶ τά χρήματα, θά τά κάνει θεό. Θά γίνει εἰδωλολάτρης».
Θά ποῦν κάποιοι: «Δέν ξέρεις τί λές. Τά χρήματα σοῦ ἐξασφαλίζουν, ὅτι θέλεις.
Παράδειγμα: Νά ἕνας ἄνθρωπος σακάτης. Ἄς εἶναι μέ ἕνα πόδι καί αὐτό μισό. Μά ἔχει χρήματα. Ἀγοράζει λοιπόν μιά λιμουζίνα, πού τόν ζηλεύουν οἱ ἄλλοι σάν νά ἔχει ὀκτώ πόδια. Καί γιά νά διασκεδάσει, τρέχει καί διανύει ἀποστάσεις ἀπό τήν μιά ἄκρη τῆς Εὐρώπης στήν ἄλλη...
Θά μοῦ πεῖς ἐμένα τί εἶναι τά χρήματα; Ἄν τά ἔχεις, ἀνοίγεις ὅλες τίς πόρτες».
Βέβαια, ἔτσι εἶναι τά πράγματα ἐδῶ, στόν κόσμο.
Ἐδῶ δέν περνᾶ τό χρυσάφι σου
Ἀλλοίμονο ὅμως ἄν τά χρήματα μποῦν, ἀνάμεσα στόν ἄνθρωπο καί στό Θεό καί στήν αἰώνια ζωή.
Ὁ μεγάλος συγγραφέας, ὁ σοφώτατος Τολστόι, ἀναφέρει τήν ἑξῆς ἱστορία:
Ἕνας Ρῶσσος, ὁ Σέργιος, ἦταν πολύ πλούσιος. Καί ὅταν πέθαινε, ἔκανε τήν σκέψη:
—Ὅλες οἱ πόρτες, ἀνοίγουν μέ τά χρήματα. Λές νά ἀνοίγει καί ὁ Παράδεισος, καί ἡ πύλη τῆς αἰώνιας ζωῆς;
Εἶπε λοιπόν στά παιδιά του:
—Βᾶλτε βρέ παιδιά κάμποσα χρήματα στό χέρι μου, ὅταν θά πεθάνω, νά τά ἔχω. Γιά νά ἐξασφαλιστῶ ἐκεῖ πού θά πάω.
Καί τοῦ ἔβαλαν. Λίγο μετά, ἔφτασε ὁ Σέργιος στήν πόρτα τοῦ Παραδείσου καί χτύπησε.
Ἄνοιξε ὁ ἀπόστολος Πέτρος καί τοῦ εἶπε:
—Φαίνεσαι πεινασμένος. Καί ἡ ὥρα εἶναι περασμένη. Πέρασε δίπλα στήν αἴθουσα. Θά φᾶς κάτι νά δυναμώσεις, θά πληρώσεις καί μετά θά σέ πάω νά συναντήσεις τόν Χριστό. Γιατί εἶναι μακρύς ὁ δρόμος...
Μπῆκε ὁ Σέργιος στήν αἴθουσα καί βλέπει τά τραπέζια γεμᾶτα πλούσια φαγητά. Τό κάθε πιάτο, εἶχε γραμμένη τήν τιμή του, πού ἦταν ἴδια γιά ὅλα. Μιά πεντάρα. Ἕνα καπίκι. Θά φάω καλά σκέφτηκε. Γέμισε ἕνα τραπέζι, καί ἔφαγε μέχρι σκασμοῦ.
Ὅταν τελείωσε, τόν πλησιάζει ἕνας ἄγγελος καί τοῦ λέει:
—Ὥρα νά πληρώσεις.
Ἔβγαλε ἕνα χρυσό ρούβλι, γιατί μόνο τέτοια εἶχε, καί τοῦ τό ἔδωσε.
—Τί εἶναι αὐτό; Ρώτησε ὁ ἄγγελος. Ἐγώ θέλω μόνο ἕνα καπίκι. Μιά πεντάρα.
—Πᾶρτο ὁλόκληρο. Δικό σου.
—Ὄχι, ὄχι. Δέν κάνει νά εἴμαστε αἰσχροκερδεῖς. Ποῦ νομίζεις ὅτι βρισκόμαστε; Κάτω στή γῆ; Μιά πεντάρα θέλω.
—Καλά. Κράτησε το καί δῶσε μου ρέστα.
—Ὄχι. Ὄχι. Δέν κρατῶ τίποτε. Οὔτε ρέστα δίνομε. Ὁ καθένας πληρώνει τό ἀκριβές ἀντίτιμο καί τελειώνει.
—Μόνο αὐτά ἔχω, ἀπαντᾶ ὁ Σέργιος.
—Ψάξου προσεκτικά μήπως βρεῖς σέ καμμιά τσέπη κάτι ἄλλο.
Ψάχνεται, μά δέν βρίσκει τίποτε.
Τοῦ λέγει ὁ ἄγγελος:
—Μά τί ψάχνεις; Τά χρήματα πού κουβαλᾶς μαζί σου; Δέν σοῦ ζήτησα ἀπό αὐτά. Ψάξε νά βρεῖς... Ἔδωσες τίποτε γιά τόν Χριστό; Αὐτό ἔχει ἀξία ἐδῶ πέρα.
Λοιπόν μή ψάχνεις στίς τσέπες σου. Στή συνείδησή σου ψάξε. Στή μνήμη σου ψάξε. Ἔδωσες τίποτε γιά τόν Χριστό; Ἀπό ἀγάπη καί καλωσύνη;
Δέν μπόρεσε τίποτε νά βρεῖ ὁ Σέργιος.
Ἔμεινε ἄφωνος. Τόν ἔπιασε κρύος ἱδρώτας.
—Γύρισε πίσω στή γῆ, τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος. Καί πήγαινε νά κάνεις λίγη προκοπή.
Καί ξαναγύρισε στή ζωή.
Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα, τό φώναζε παντοῦ, ὅτι ἡ μόνη σωστή χρήση γιά τά χρήματα εἶναι νά μπαίνουν στήν ὑπηρεσία τῆς ἀγάπης καί τῆς καλωσύνης.
—Παιδιά μου, ἔλεγε. Φροντεῖστε τά χρήματά σας, νά τά μεταφέρετε στό ἐξωτερικό.
—Ποῦ; Στήν Ἑλβετία; ἤ στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες;
—Ὄχι! Στόν Παράδεισο, στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στόν οὐρανό, νά τά μεταφέρετε. Ἀποθέστε τα στά χέρια τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ νά καταθέσετε ὅτι περισσότερο μπορεῖτε.
Λέγει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός:
—Θέλετε νά πᾶτε στόν Παράδεισο; Δῶστε τά μισά στούς φτωχούς. Καί θά πᾶτε ὁπωσδήποτε.
—Πολλά ζητᾶς παππούλη.
—Δῶστε τό δέκα τοῖς ἑκατό.
—Πολύ μᾶς πέφτει.
—Δῶστε τό πέντε τοῖς ἑκατό.
—Πολλά εἶναι.
—Δῶστε τό ἕνα τοῖς ἑκατό.
—Δέν γίνεται!
—Ἔ, τότε τί νά σᾶς κάνω; Τί νά σᾶς πῶ; Τοῦτο σᾶς εἶναι βαρύ, ἐκεῖνο σᾶς εἶναι δύσκολο... Πῶς θά δείξετε ὅτι ἀγαπᾶτε τόν Χριστό; Ὅτι ἐνδιαφέρεστε γιά τήν Βασιλεία Του καί τό θέλημά Του; Ὅτι θέλετε νά εἶστε κοντά Του; Κάνετε κάτι.
—Τί νά κάνομε;
Γονατεῖστε λιγάκι
—Γονατεῖστε λιγάκι καί ἀρχεῖστε νά παρακαλεῖτε τόν Θεό νά σᾶς δυναμώνει νά γλυτώσετε ἀπό τά κολλήματά σας, πού κολλᾶτε καί δέν θέλετε νά ξεκολλήσετε οὔτε μέ τό βίντζι.
—Πῶς κολλᾶμε;
—Μάλωσε κάποιος μέ τόν ἀδελφό του. Τοῦ λέγει ὁ ἱερέας:
—Συγχώρησέ τόν!
—Ὄχι. Μέ κανένα τρόπο.
—Δέν θά πᾶς στόν Παράδεισο.
—Νά μήν πάω...
—Ἄν σκέπτεσαι ἔτσι, τό μόνο πού σοῦ μένει εἶναι νά ἀρχίσεις νά προσεύχεσαι, νά νηστεύεις, νά παρακαλεῖς τόν Χριστό νά σέ δυναμώσει καί νά σέ φωτίσει. Γιατί αὐτός εἶπε: «τά παρά ἀνθρώποις ἀδύνατα, δυνατά παρά τῷ Θεῷ».
Τό κεφάλι τό σφραγισμένο, ἀπό τά πάθη, μέ τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀνοίγει. Ἀλλάζει καί διορθώνεται.
Νά παρακαλέσομε τόν Θεό, νά μᾶς φωτίζει καί νά μᾶς δυναμώνει νά διορθωθοῦμε, νά ἀλλάξομε. Νά πάρομε ἔστω καί μέ μικρά βήματα μιά πορεία, πού νά εἶναι πορεία πρός τόν Χριστό.
Καί ὅταν σ’ αὐτή τήν γῆ, αἰσθανόμαστε ὅτι δενόμαστε μέ τόν Χριστό, ἄς τό γνωρίζομε, ὅτι δενόμαστε μαζί Του καί στήν ἄλλη ζωή στήν αἰώνια καί ἀτελεύτη. Ἀμήν.-
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ (†)
διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στά Ἀμπέλια στίς 27/11/2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου