Και να'σαι ...
Απ΄όλους ξεγραμμένη
πήρες το στενό σοκάκι,
περπατάς γοργά, ξέπλεκα έχεις τα μαλλιά.
Που πας, ξέρεις;
Γνωρίζεις τι πας να κάνεις, ;
Δεν αποκρίνεσαι. Με το βλέμμα εμπρός συνεχίζεις με βήμα γοργό.
Καθάρισες τα χέρια σου,
έπλυνες μάνι-μάνι το πρόσωπο,
έστρωσες τα ρούχα.
Και τώρα;
Τώρα έχει σειρά η τραυματισμένη σου ψυχή.
Κάποιος σου είπε για Αυτόν και η καρδιά σου σείστηκε απ'τα θεμέλια .
Ευθύς μάζεψες χρήματα, κερδισμένα απο ιδρωμένους έρωτες σκοτεινούς και έτρεξες στον αρωματοπώλη.
Χαμογέλασε πονηρά όταν σε αντίκρισε.
Όλοι έτσι σε κοιτάνε.
Σε βδελύσονται...
Το ξέρεις;
Και βέβαια το ξέρεις, αλλά τώρα δεν σε νοιάζει.
Τον κοιτάζεις επίμονα και του ζητάς το πιο εκλεκτό, από τ' αρώματα του.
Σαν εκείνο, που χρόνια τώρα πήρες δώρο.
Ήσουν παιδούλα ακόμα, όταν ο νεοφερμένος Ρωμαίος έπαρχος σε διάλεξε.
Πέρασε αρκετά βράδια πλάι σου.
Πρώτου φυγει, σου έδωσε ενα μικρό μπουκάλι που όμοιο του, δεν είχες ξαναδεί.
Ενα άρωμα.
Ξεχωριστό.
Μοναδικό.
Στην ευωδία του,
αναπαύονταν για καιρό οι ερωτικοί σου σύντροφοι ...
... μέχρι που
έμεινε η ανάμνηση του.
Μεθυστική και απόκοσμη,
να σε βαραίνει με τα χρόνια.
Ο πωλητής σε κοιτάζει πίσω.
Με βλέμμα ξεθωριασμένο.
Σαν να μην καταλαβαίνει τι ζητάς,
σηκώνεται, το φέρνει.
Το ίδιο γυάλινο μικρό μπουκάλι.
Μέσα φωτίζει το χρυσαφένιο αρώμα.
Ανοίγει το καπάκι, στο προσφέρει.
Είναι το ακριβότερο σ' ολόκληρη τη χώρα.
Να μυρίσεις, να σιγουρευτείς,
προτού το αγοράσεις.
Και εκεί γέμισε ο κόσμο ερωθιές απ' τη δική σου αγάπη.
Το βαστάς στα χέρια και δίχως να πεις λέξη,
του δίνεις τα χρήματα.
Ειναι αρκετά.
Δεν σε νοιάζει ούτε αυτό.
Δεν κρατιέσαι άλλο,
θέλεις να πας κοντά του,
θέλεις να τρέξεις.
Φεύγεις βιαστικά...
Τα μαλλιά σου ανεμίζουν
και η καρδιά σου πάει να σπάσει.
Ύστερα από λίγο φτάνεις.
Το σπίτι ειναι γεμάτο κόσμο.
Παραμερίζεις να περάσεις.
Προχωράς στο διάβα σου.
Νιώθεις τα βλέμματα.
Ακούς τα χαχανητά και τους γέλωτες.
Ο κόσμος πάντα ίδιος είναι.
Του αρέσει να μουρμουρίζει, να σαρκάζει, να χλευάζει.
Αιώνες τώρα ίδιος και απαράλλακτος.
Μπαίνεις στο υποστατικό
και ανάμεσά τους Τον ξεχωρίζεις.
Στέκεσαι να Τον κοιτάξεις
και λυγάς...
Τα δάκρυα ήρθανε ζεστά, γεμάτα με ιστορίες.
Κλαίει η καρδιά και τα στήθια σου και τα σωθηκά σου.
Τα σπλάχνα σου.
Και εκείνη ακριβώς τη στιγμή στρέφει το βλέμμα πάνω σου.
Μέσα σου.
Χριστέ μου!
Η φουρτούνα, με μιας κόπασε και η ψυχή πετάρισε και ένιωσε ν'ανασηκώνεται.
Δεν αντέχεις την ένταση της αγάπης, χαμηλώνεις το βλέμμα.
Δίχως να καταλάβεις πως,
βρέθηκες κοντά του,
πεσμένη δίπλα στα πόδια Του,
να συνεχίσεις τα δάκρυα.
Ποταμοί δακρύων και αναφιλητά.
Δεν ελέγχεις τον εαυτό σου.
Σιωπή κάλυψε το δωμάτιο,
μονάχα εσύ ακούγεσαι.
Όλο περισσότερο
αισθάνεσαι την καρδιά σου να ζεσταίνει.
Και αυτή θερμαίνει το κορμί.
Ταλαίπωρο κορμί.
Συγκλονισμένη και δίχως να τολμάς ν' αντικρίσεις το πρόσωπό Του,
ανοίγεις το μυρωδικό.
Τα χέρια σου τρέμουν.
Με κόπο τα γεμίζεις, με το πολύτιμο άρωμα.
Μαζί βάζεις τα δάκρυα σου.
Η ευωδιά γέμισε το χώρο και ζωντάνεψε ξανά. Τις θύμισες, μα εσύ πλέον
δεν γνωρίζεις κανέναν εραστή.
Είσαι μόνη χάμω στη γη και σχεδόν Τον αγγίζεις.
Δεν τολμάς.
Τόσα αγγίγματα πρόσφερες.
Τώρα, τι σου συμβαίνει;
Τρέμεις ολόκληρη.
Και με αυτά τα υγρά χείλη, τα ποτισμένα με δάκρυα, σκύβεις ευλαβικά και
ασπάζεσαι τα πόδια Του.
Τα φιλάς τόσο απαλά,
όπως η μάνα φιλάει το νεογέννητο της,
σαν της το φέρουν στο στήθος, για πρώτη φορά.
Και για σένα γυναίκα,
η πρώτη σου φορά ειναι που ένιωσες έτσι.
Δεν σταματάς τα φιλήματα και συγχρόνως αλείφεις αυτά τα πόδια με το άρωμα.
Τα μέσα σου καταλάγιασαν,
γίνηκαν απαλά, σαν το μετάξι.
Ύστερα από λίγο, ησυχάζεις και η μικρή λίμνη γύρω σου, από μύρο και δάκρυα, σε επαναφέρει.
Με τα μαλλιά σου σκουπίζεις
τα ευωδιαστά ποδάρια.
Στην κορυφή της κεφαλής σου,
αισθάνεσαι το χέρι Του να σ' ευλογεί.
Σταματάς αυτό που κανεις και σηκώνεσαι όρθια.
Συναντάς για λίγο αυτό το βλέμμα της αγάπης και ύστερα αργά αργά αποχωρείς.
Βγαίνεις στο δρόμο.
Θα μας μιλήσεις τώρα γυναίκα;
Μπορείς να μιλήσεις;
Και η γνωστή σε όλη την πόλη εκδιδόμενη γυναίκα, μίλησε και είπε:
''Αφέντη και Κύριε της καρδιάς μου.
Είμαι γυναίκα αμαρτωλή και δυσώδης.
Μα από το πλήθος των αμαρτιών μου,
η αγάπη σου είναι απείρως μεγαλύτερη
και ήρθε να με συνταράξει.
Μέσα μου βαθιά, ριζωμένη ήταν η μανία της ασωτίας και ο έρωτας για την αμαρτία.
Με ανέλαβες Εσύ και με πρόσωπο πράο, με καθάρισες, με γέννησες ξανά και
με ονομάτισες απ' την αρχή.
Ντύθηκα την στολή την πρώτη
και φόρεσα στο χέρι δαχτυλίδι.
Ήμουν μια πόρνη γυναίκα.
Έγινα όμως δούλη σου και έτσι ελευθερώθηκα.
Δεν θα κρύβομαι άλλο τις μέρες.
Στη δική σου πατρική αγκαλιά
θα κουρνιάζω τις νύχτες μονάχη μου.
Να κλαίω,
καθώς με το νου μου θα σφιχταγγαλιάζω ξανά,
τα άχραντα Σου πόδια.
Πάρε με μαζί σου Θεέ μου,
όταν πας στην Βασιλεία σου...
~ το ποίημα του Εμμ.Π
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου