Η Κυριακή αυτή είναι η μεσονηστίσιμη,
βρίσκεται δηλαδή στο μέσον της σαραντάημερης νηστείας.
Οι χριστιανοί, ατενίζοντας και προσκυνώντας το Σταυρό, θυμούνται το πάθος του Χριστού και παίρνουν δύναμη να συνεχίσουν τη νηστεία και τον πνευματικό τους αγώνα.
Κατά τη διάρκεια της πρωινής λειτουργίας, ο Σταυρός μεταφέρεται από τον ιερέα με πομπή στο κέντρο του ναού, όπου τελείται, όπως ορίζει το εκκλησιαστικό τυπικό, η ακολουθία της Σταυροπροσκυνήσεως.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το θέμα του Σταυρού, που κυριαρχεί στην υμνολογία αυτής της Κυριακής, παρουσιάζεται όχι μέσα στα πλαίσια του πόνου αλλά της νίκης και της χαράς. Ακόμα δε περισσότερο οι Ειρμοί του Κανόνα της Κυριακής είναι παρμένοι από την πασχαλινή ακολουθία, «Αναστάσεως ημέρα», και ο Κανόνας είναι παράφραση του αναστάσιμου Κανόνα (Σταυροαναστάσιμος Κανόνας).
"Στερέωσον Δέσποτα Χριστέ, τῷ Σταυρῷ Σου ἐν πέτρᾳ με τῇ τῆς πίστεως, μὴ σαλευθῆναι τὸν νοῦν, ἐχθροῦ προσβολαῖς τοῦ δυσμενοῦς μόνος γὰρ εἶ Ἅγιος".
Στερέωσέ με Δέσποτα Χριστέ, μὲ τὴ δύναμη τοῦ σταυροῦ Σου στὴν πέτρα τῆς πίστεως, ὥστε νὰ μὴ σαλευθεῖ ὁ νοῦς μου ἀπὸ τὶς προσβολὲς τοῦ δυσμενοῦς ἐχθροῦ (τοῦ διαβόλου)· διότι μόνος Σὺ εἶσαι ἅγιος.
Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι εὐρίπιστος. Εὔκολα σαλεύεται καὶ διαχέεται. Πολλὲς σκέψεις καὶ συλλογισμοὶ τὸν σκορπᾶνε, τὸν κάνουν νὰ μετατοπίζεται ἀπὸ τὸ ζωτικὸ κέντρο του. Ὁ διάβολος, ὁ δυσμενὴς καὶ ἀδυσώπητος ἐχθρὸς φυσάει μέσα του τὶς δικές του ἐμπνεύσεις, τὸν ἄνεμο τῶν δικῶν του ἐπινοήσεων. Καὶ μετατοπίζεται εὔκολα ἀπὸ τὴν προσήλωσή του στὸ ἀγαθό τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴ διάσωση τῆς λυτρωτικῆς θείας ἀλήθειας, ἀπὸ τὸ ἱλαρὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἔμπνευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, σὲ ἄλλες σφαῖρες ἄγριες καὶ σκοτεινές, ὅπου ὑπάρχει ἡ πλάνη καὶ ὁ νόμος τοῦ θανάτου.
Καὶ ζητᾶ ὁ προσευχόμενος πιστὸς ἀπὸ τὸν Χριστὸ στερέωση τοῦ νοῦ του στὴν πέτρα τῆς πίστεως, ὥστε νὰ μὴ διαρρέει καὶ νὰ μὴν πλανᾶται στὸ ψεῦδος καὶ τὴν ἀναλήθεια τῆς ἁμαρτίας. Ζητᾶ διαρκῆ προσήλωση στὸ «ἕνα, οὗτινός ἐστι χρεία», στὸ νόμο καὶ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, στὴ δικαιοσύνη τῆς θείας Βασιλείας. Καὶ ζητᾶ ὅλα αὐτὰ μὲ περιπάθεια, ὅπως ὁ πεινασμένος θέλει τὸ ψωμὶ καὶ τὸ νερὸ ὁ διψασμένος, γιατί σ’ αὐτὰ ἔχει τὸ θησαυρό του, τὸ νόημα τῆς ὑπάρξεώς του καὶ τὴν ὑπέρτατη χαρὰ τῆς ζωῆς του· τόσο περισσότερο ὅσο ὁ ἐχθρὸς διάβολος ἀπειλεῖ νὰ τὸν σκορπίσει στὰ ἀδιέξοδα τοῦ θανάτου, στὴν εὐρύχωρη ὁδὸ τῆς αἰώνιας ἀπώλειας. Ζητᾶ ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεὸ νὰ τὸν στηρίξει σὲ «πνεῦμα ἡγεμονικόν», στέρεο καὶ ἀσάλευτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου