καὶ γαληνέψαν οἱ καιροί.
Κι ἦταν…
Ἦταν ποὺ πρῶτο χελιδόνι ἤσουν Ἐσύ,
κι ἡ ἄνοιξη θρονιάστηκε
στὴν ἀγκαλιά σου παντοτινή.
Κι ἂν ἤτανε τυχὸν νὰ λείψεις…
Μὴ λείψεις!
Ἂς σβήσει ὁ ἥλιος, τὸ φεγγάρι,
ἂς λείψουν τ᾿ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ,
κι αὐτὸ ἀκόμα ἂς χαθεῖ
τῶν λουλουδιῶν τὸ ἄρωμα
καὶ τῶν πουλιῶν ἡ μουσική,
κι ἡ γνώση τῶν σοφῶν,
κι ἡ καλοσύνη τῶν καλῶν,
κι ὅλων τῶν ὄντων ἡ πνοή…
Μὰ Ἐσύ!
Ἦρθες στὴν ὥρα τὴν καλή,
τὴν ὥρα
ποὺ καρτεροῦσαν οἱ καιροί,,
κρυφομιλοῦσαν χρόνια τ᾿ἄστρα
μέσα σ᾿ ἀναύγητο οὐρανό…
Ἤσουν φτιαγμένη ἀπὸ φῶς,
Χάρη, χαρὰ κι εὐγνωμοσύνη.
Κι Ἦρθες!
Τῆς μαύρης νύχτας ἡ αὐγή,
τῶν προπατόρων ἡ στοργή,
καὶ τῶν φονιάδων ἡ εἰρήνη.
Τώρα ποὺ ὁ κόσμος καίγεται, Μητέρα,
ποὺ σοδομίζονται οἰ καιροί,
ποὺ μαύρισ᾿ ὀ οὐρανὸς νὰ βρέξει
φωτιὰ καὶ θειάφι…
Μητέρα, τὸ μαφόρι σου
ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη πιάσε
σκέπασε
τὸν κόσμο τὰ παιδιά σου.
Τὰ σπλάγχνα σου μὴν κλείνεις, Δέσποινα,
τὰ πονεμένα μάτια σου
γύρνα καὶ πάλι στοργικά.
Ἂς σβήσουν τὴ φωτιὰ τὰ δάκρυά σου
κι ἄς…
Κι ἂς πιάσουν οἱ ψυχὲς μ᾿ ἀγάπη
τὸν ματωμένο Του Σταυρό!
Στ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου