Ο Όσιος ήταν γόνος πολυμελούς και πάμπτωχης οικογενείας.
Γεννήθηκε στην Εθιά την 1η Ιανουαρίου του έτους 1931.
Οι γονείς του, Γεώργιος και Σοφία, ήταν άνθρωποι ευσεβείς και ενάρετοι.
Ήταν 2 ετών όταν πέθανε ο πατέρας του.
Ο Ιερεύς του χωριού τους ήθελε να του δίνει μια μικρή βοήθεια, επειδή πήγαινε και τον βοηθούσε στον ναό.
Ο μικρός Κωνσταντίνος, όμως, του έλεγε:
«Όχι, παπα-Γιάννη, δεν παίρνουμε ποτέ χρήματα από την Εκκλησία».
Ο Άγιος, από τη βρεφική του ηλικία, δεν θήλαζε Τετάρτη και Παρασκευή, σύμφωνα με την μαρτυρία της αδελφής του Ευγενίας.
Ο Κωστάκης, όπως τον έλεγαν, δεν είχε μάθει σχεδόν καθόλου γράμματα.
Έμαθε μόνος του να διαβάζει και να κάνει αριθμητικές πράξεις.
Τα βήματά του τον οδηγούν στην Ιερά Μονή του Αγίου Νικήτα, στα νότια της Κρήτης, κοντά στο χωριό του, που απέχει δύο – δυόμιση ώρες με τα πόδια.
Έγινε δεκτός από τον Ηγούμενο π. Ιερόθεο, στον οποίο έβαλε μετάνοια και άρχισε η δοκιμή του.
Στη Μονή τότε υπήρχαν, εκτός του Ηγουμένου, και δύο υπερήλικες και τυφλοί μοναχοί, τους οποίους ο Κωνσταντίνος φρόντιζε.
Ως νέος, δόκιμος μοναχός, έκανε σχεδόν όλα τα διακονήματα της Μονής, ήταν πρόθυμος και φιλότιμος.
Μετά την τριετή του δοκιμασία, εκάρη στην Ιερά Μονή του Αγίου Νικήτα μοναχός, στον σπηλαιώδη ναό του Αγίου, με το όνομα Σωφρόνιος, από τον μακαριστό τότε Μητροπολίτη Γορτύνης και μετέπειτα Κρήτης κυρό Τιμόθεο.
Καθημερινά ο π. Σωφρόνιος αφοσιωνόταν στα διακονήματα της Μονής και σε όλες τις εργασίες. Άνοιξε καλύτερους δρόμους για να διευκολυνθεί η έλευση των προσκυνητών, καλλιέργησε κήπους και κτήματα και έφερνε νερό από μακριά, γιατί δεν επαρκούσε το υπάρχον.
Ο π. Σωφρόνιος, όταν έφθασε στην ηλικία των 23 ετών, πήγε στρατιώτης.
Παρουσιάσθηκε στο Μεγάλο Πεύκο, στις 24 Ιανουαρίου του 1954.
Υπηρέτησε στο Μηχανικό και ήταν βοηθός μαγείρου.
Κατόπιν, πήρε μετάθεση για την Θεσσαλονίκη.
Κάθε μέρα, ο Διοικητής τού επέτρεπε να αποσύρεται για λίγο και να προσεύχεται, πέραν της γενικής προσευχής, επειδή γνώριζε ότι ήταν καλόγερος.
Στον στρατό ο πατήρ Σωφρόνιος αρρώστησε βαριά. Έκανε υψηλό πυρετό 40°-41°, που δεν έπεφτε.
Η κατάστασή του ήταν απελπιστική.
Νοσηλεύθηκε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Τον έφεραν στην Αθήνα και βρέθηκε ότι πάσχει από την νόσο του Χάνσεν, την γνωστή λέπρα, και μεταφέρθηκε στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αθηνών. Όταν έμαθε ότι έπασχε από λέπρα, έλεγε:
«Χάρηκα πάρα πολύ».
«Χάρηκες;», του λέω.
«Ναι, με γέμισε απέραντη χαρά. Όσο πιο μεγάλη ασθένεια, τόσο πιο μεγάλος σταυρός, τόσο πιο μεγάλη Ανάσταση.
Και είπα: Πω, πω, πω, μεγάλο δώρο μου έδωσες, Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, που μου έδωσες μεγάλο σταυρό. Θα έχω μαζί Σου μεγαλύτερη συμμετοχή στα Πάθη Σου, αλλά και μεγαλύτερη συμμετοχή στην Ανάστασή Σου».
Στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αθηνών, ο π. Σωφρόνιος νοσηλεύτηκε επιτυχώς και θεραπεύτηκε τελείως.
Η ασθένεια δεν του άφησε καμία παραμόρφωση, ούτε το παραμικρό σημάδι.
Μετά την θεραπεία του, παρέμεινε μέσα στον Αντιλεπρικό Σταθμό, από αγάπη για τους πάσχοντες αδελφούς του.
Η Διεύθυνση του Σταθμού, επειδή ήταν μοναχός, του παρεχώρησε ατομικό κελλάκι, δίπλα στο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων.
Στο κελλάκι αυτό ο Άγιος Ευμένιος πέρασε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Καθημερινές ασχολίες του πατρός Σωφρονίου ήταν η φροντίδα για την ευπρέπεια του Ναού, στον οποίο ανέλαβε και καθήκοντα ιεροψάλτου, και η περιποίηση ασθενών, που ήταν παράλυτοι και δεν είχαν κανένα να τους φροντίσει.
Ακόμη, έφτιαχνε λιβάνι και το μοίραζε σε μοναστήρια και ναούς και γέμισε τους θαλάμους με ιερές εικόνες και πνευματικά βιβλία.
Τα καλοκαίρια πήγαινε για μήνες στο Άγιον Όρος, στο οποίο αναπαυόταν πολύ.
Πήγαινε επίσης στην Κρήτη, στη Μονή της μετανοίας του και αλλού.
Όταν έκλεισε το Λωβοκομείο της Χίου, του έστειλε ο Άγιος Άνθιμος τον Οσιώτατο μοναχό Νικηφόρο, τον Άγιο Νικηφόρο τον Λεπρό, τυφλό και παράλυτο.
Ο π. Σωφρόνιος τον υπηρέτησε με όλη του την ψυχή και την καρδιά και τον είχε πνευματικό πατέρα και οδηγό.
Το 1975, σε ηλικία 44 ετών, ο μοναχός Σωφρόνιος χειροτονήθηκε από τον μακαριστό Μητροπολίτη Γορτύνης Τιμόθεο, Διάκονος και Πρεσβύτερος και πήρε το όνομα Ευμένιος.
Ο π. Ευμένιος συνέχισε τη ζωή του στο Λοιμωδών ως Ιερεύς, διεκρίθη δε και ως άριστος πνευματικός. Προς το τέλος της ζωής του άρχισαν μεγάλα προβλήματα υγείας: σάκχαρο, ανεπάρκεια νεφρών, προβλήματα οράσεως.
Έμπαινε και έβγαινε συνεχώς σε νοσοκομεία.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, έκανε μερικά ταξίδια στο Παρίσι, στο Κίεβο, στο Λονδίνο και στην Κωνσταντινούπολη, και στην Αγία Πετρούπολη, ενώ συνέχιζε τα ιερατικά του καθήκοντα εις το ακέραιο:
Ιερές ακολουθίες και ατελείωτες επισκέψεις σε σπίτια πνευματικών του παιδιών για αγιασμούς, ευχέλαια, εξομολογήσεις, αλλά και εξορκισμούς.
Η ασθένεια τον ταλαιπωρούσε οκτώ-δέκα χρόνια, οπότε μπήκε για τελευταία φορά στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, όπου, στις 23 Μαΐου 1999, εξεδήμησε εις Κύριον σε ηλικία 68 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου