Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

– Πού τον πάτε αύτόν; Αύτός έχει μικρό μωρό. Να τον πάτε πίσω από έκεί πού τον πήρατε. Τότε οι άγγελοι τον ρώτησαν. – Kι αύτόν πότε θά τον πάρουμε; |Η νεκρανάσταση του μπάρμπα Γιάγκου...

 


... Ό μπάρμπα Γιάγκος στό χωριό Σφενδάμη Πιερίας έξαντλήθηκε από τίς πολλές στερήσεις.

Είχε δυό άγόρια, τόν Παναγιώτη και τόν Άριστείδη. 

Είχε και ένα κοριτσάκι τήν Κυριακή, η όποια ήταν δυόμισι χρόνων.

Άγωνιζόμενος νά θρέψει τά παιδιά του, στά χρόνια έκείνα τής φοβερής πείνας, στερούσε τόν έαυτό του από τροφή γιά νά τρώνε τά παιδιά του και νά ζήσουν αύτά. 

Θυσίαζε τόν έαυτό του.

Αυτός αδυνατούσε πάρα πολύ. 

Αρρώστησε και έξαϋλώθηκε από τήν έξάντληση και τήν ασιτία. 

Τέλος από τήν αδυναμία και τήν πείνα έπεσε στό κρεβάτι κατάκοιτος και έσβηνε σιγά σιγά.

Ή Κυριακή, το μικρό του κοριτσάκι τών δυόμισι έτών, δέν έφευγε από κοντά του. 

Του είχε μεγάλη άφοσίωση. 

Τόν αγαπούσε υπερβολικά.

Κρατούσε συνέχεια το χέρι του μέ μεγάλη στοργή και έλεγε συχνά.

– Παπά φουβού (πληγή, άρρώστια).

Και τού χάϊδευε το χέρι ένώ αύτός άργοπέθαινε.

 Κάποια στιγμή, όσοι ήταν γύρω του όλοι είδαν ότι πέθανε ό μπάρμπα Γιάγκος.

Τότε άρχισαν τίς έτοιμασίες γιά νά τόν σαβανώσουν. 

Όμως, έπειδή ήταν άνέτοιμοι, άργούσαν και δέν τελείωναν το σαβάνωμά του.

Ό μπάρμπα Γιάγκος δέν είχε πλέον καμμιά έπαφή μέ τόν γύρω κόσμο. 

Οι άνθρωποι πού ήταν κοντά του άρχισαν νά κλαίνε.

Και το μικρό κοριτσάκι του πού τού είχε αδυναμία ύπέφερε ψυχικά σέ άβάσταχτο βαθμό και ήταν άπαρηγόρητο και δυστυχισμένο.

Διαδόθηκε ή φήμη στό χωριό ότι ό Δράμαλης πέθανε. 

Τόν έλεγαν Δράμαλη έπειδή καταγόταν από τή Δράμα.

Οι μεταφυσικές του εμπειρίες

Ό μπάρμπα Γιάγκος, μπροστά στό μυστήριο εκείνο τού θανάτου και τής μεταφυσικής, αίσθάνθηκε τήν παρουσία δύο προσώπων.

Παρουσιάσθηκαν μπροστά του δύο νέοι ωραίοι μέ λευκά ένδύματα πού είχαν μια εύχάριστη λάμψη. 

Αυτοί ήταν άγγελοι. 

Ό ένας άγγελος τόν έπιασε από το κεφάλι και ό άλλος τόν έπιασε από τά πόδια. 

Τόν σήκωσαν από τή γή στόν άέρα.

Τότε τόν έβγαλαν από το σπίτι χωρίς νά περάσουν από τήν πόρτα ή το παράθυρο.

Ό τοίχος πού είχε ύλικές διαστάσεις δέν μπορούσε νά έμποδίσει το πέρασμά τους.

Πρίν άνυψωθούν πολύ ένιωσε ό μπαρμπα-Γιάγκος ότι περνούσαν τόν τοίχο και τά σπίτια χωρίς νά έμποδίζονται από τήν ύλη τους.

Ό ίδιος, μέ τήν παρουσία τών δύο άγγέλων πού τούς έβλεπε σάν λευκοντυμένους νέους, ήταν πολύ ευχαριστημένος και τού άρεσε ή συντροφιά τους πού τού προκαλούσε μια εύχάριστη κατάσταση.

Βγήκαν από το χωριό και πετούσαν πηγαίνοντας σέ άγνωστο προορισμό.

Ό μπάρμπα Γιάγκος, σ’ αύτήν τήν πορεία, έβλεπε ότι περνούσαν πάνω από λιβάδια πράσινα μέ πάρα πολύ ώραία τοπία. 

Αύτά είχαν όψη φυσικών ένώ ήταν ύπερφυσικά.

Τέλος σταμάτησαν κάπου μπροστά σέ μια πόρτα (είσοδο), πού οδηγούσε σέ άγνωστους άλλά εύχάριστους μυστηριακούς κόσμους.

Εκεί στήν είσοδο τούς σταμάτησε ένας άγνωστος συμπαθής, πού είχε άσπρη γενειάδα και κρατούσε μπαστούνι.

Αύτός ό γέρος κτύπησε τρεις φορές το μπαστούνι.

 Ό μπάρμπα Γιάγκος δέν κατάλαβε πρός τά πού κτύπησε ό γέρος το μπαστούνι του.

Αυτό το «πού κτύπησε» παρέμεινε έρώτημά του και μυστήριο.

Είδε όμως ότι ό γέρος εκείνος κτύπησε επιτακτικά το μπαστούνι τρεις φορές και ρώτησε τούς αγγέλους.

–        Πού τον πάτε αύτόν; Αύτός έχει μικρό μωρό. Οι δύο άγγελοι φάνηκε νά δυσαρεστήθηκαν από αύτό το σταμάτημα, άλλά δέν αντιμίλησαν. Έτσι κατάλαβε ό μπάρμπα Γιάγκος.

Ό γέρος στή συνέχεια τούς είπε.

– Να τον πάτε πίσω από έκεί πού τον πήρατε. Και θά πάρετε δύο άλλα άτομα.

Ό γέρος άνέφερε δύο όνόματα.

Τότε οι άγγελοι τον ρώτησαν.

– Kι αύτόν πότε θά τον πάρουμε;...


|αν θέλεις ολόκληρο το θαυμαστό γεγονός, συνέχισε εδώ...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου