Οδησσός, 1844.
Μια μεσόκοπη γυναίκα, που ζει εδώ και χρόνια ολομόναχη στο αγρόκτημα Μανζύρ, στέκεται συλλογισμένη μπροστά στο τζάκι. Κάθεται σε μια αναπαυτική πολυθρόνα και δίπλα της πάνω σ’ ένα μικρό τραπέζι είναι μισάνοιχτο ένα περίτεχνο κουτί γεμάτο φακέλους αλληλογραφίας. Δίπλα, ακουμπισμένο στο πάτωμα είναι ένα άλλο ολόιδιο κουτί.
Η Αλεξάνδρα -ή Ρωξάνδρα, όπως συνήθιζαν να τη φωνάζουν από μικρό παιδί- κρατά συλλογισμένη ένα επιστολόχαρτο και το βλέμμα της πλανιέται στις φλόγες που λαίμαργα αγκαλιάζουν τα κούτσουρα και στροβιλίζονται στο ρυθμό του παγωμένου αγέρα που κάνει τα κλαδιά των δέντρων να λυγίζουν και τα παντζούρια των παραθύρων να χτυπούν ρυθμικά.
Σκύβει το κεφάλι και η ματιά της αγκαλιάζει με περισσή στοργή το γράμμα, το τελευταίο γράμμα από εκείνον, πριν αφήσει την τελευταία του πνοή εκείνο τον μαύρο Σεπτέμβρη του 1831. Το Σεπτέμβρη που έκοψε τη ζωή της στα δυο και την έκανε να πέσει αναίσθητη στο πάτωμα, σαν νεκρή όταν έμαθε το φοβερό μαντάτο της δολοφονίας του.
Με θολά από τα δάκρυα μάτια η Ρωξάνδρα σκύβει και διαβάζει:
«Αγαπητή μου φίλη Ρωξάνδρα, μη με ξεχνάς ποτέ στις προσευχές σου, τις έχω ανάγκη! Θέρμαινε και ενίσχυε με αυτές τη θέση που κατέχω στη σκέψη σου και στην καρδιά σου, όπως και εγώ θερμαίνω με τις δικές μου προσευχές τη θέση που κατέχεις και εσύ μέσα στη δική μου σκέψη και στη δική μου καρδιά… Σε χαιρετώ, αγαπητή μου φίλη. Άραγε πότε θα ξανασυναντηθούμε; Ιωάννης Καποδίστριας».
«Πότε θα ξανασυναντηθούμε;»
Είχε τόση ανάγκη την παρουσία της άραγε ή προαισθανόταν το τέλος;
Ο αέρας που δυνάμωσε προς στιγμήν, κάνει τις φλόγες να φουντώσουν. Έτσι, μέσα στις φλόγες της οδύνης πέρασε κι η δική της ζωή. Καψαλίστηκε η ψυχή της και μαράζωσε.
Ήταν στα 1806, όταν μετακόμισαν στην Αγία Πετρούπολη, που ήταν ο τελικός προορισμός της οικογένειάς της: του Σκαρλάτου Στούρτζα, ενός ευγενούς απογόνου των ηγεμόνων της Μολδαβίας και της Σουλτάνας Μουρούζη, κόρης του Έλληνα ηγεμόνα της Μολδαβίας, πρίγκιπα Κωνσταντίνου Μουρούζη. Από την Κωνσταντινούπολη, την πόλη που γεννήθηκε, πήγαν -γονείς και 5 παιδιά- στη δυτική όχθη του ποταμού Δνείπερου, μέχρι να καταλήξουν τελικά στην Αγία Πετρούπολη.
Ο θυρεός της οικογένειας Στούρτζα
Ο πατέρας της γίνεται σύντομα σύμβουλος του τσάρου Αλέξανδρου του Α΄. Εκεί η 19χρονη Αλεξάνδρα γνωρίζει πρίγκιπες, δούκες και αξιωματούχους και τους εντυπωσιάζει όλους με την ευγένεια, την καλοσύνη και την ευστροφία της. Η κόμισα Δωροθέα Λίβεν την προτείνει ως Κυρία επί των τιμών, αρχικά της Μαρίας Θεοδώρεβνας, μητέρας του Τσάρου και αργότερα της ίδιας της τσαρίνας Ελισάβετ.
Εκεί, στα 1809 συναντά τον νεαρό κόμη Ιωάννη Καποδίστρια, στενό φίλο του αδελφού της Αλέξανδρου, που υπηρετούσε ως σύμβουλος στο Υπουργείο Εξωτερικών.
Ο νεαρός κόμης με την κλασική ομορφιά και τη μελαγχολική ματιά, αγαπά τη μοναξιά -πράγμα που γρήγορα γίνεται αντιληπτό από την 23χρονη Ρωξάνδρα. Έχει το νου και την καρδιά του ολότελα δοσμένη σε μια διαφορετική αγάπη, την «ελληνικήν υπόθεσιν» και του απορροφά το νου μοναχά ένα πράγμα: η απελευθέρωση της Ελλάδας. Σε ένα από τα 176 γράμματα προς τον πατέρα του που σώζονται, γράφει ότι έχει αποφασίσει να αφιερώσει τη ζωή του στην Ελλάδα. Νεανικός ενθουσιασμός ή κατασταλαγμένη απόφαση ζωής; Η ζωή, όπως πάντα, θα το επικυρώσει ή θα το διαψεύσει.
Για τρία χρόνια συναντιούνται στα γεύματα που παραθέτει η οικογένειά της σε αυλικούς και φίλους της οικογένειας. Μαζί κάνουν περιπάτους και μακρές συζητήσεις. Ανάμεσα στην Ρωξάνδρα και τον Ιωάννη αναπτύσσεται αμοιβαία εκτίμηση που εξελίσσεται σε βαθιά φιλία, η οποία δίνει τη θέση της σε ένα αγνό ειδύλλιο.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας σε νεαρή ηλικία
Η Ρωξάνδρα Στούρτζα
Όλα αυτά μέχρι το 1811, τότε που ο Τσάρος διορίζει τον κόμη στην ρωσική πρεσβεία στη Βιέννη και την επόμενη χρονιά στο Βουκουρέστι, ως διευθυντή της Γραμματείας του Διπλωματικού Σώματος. Το 1813 ο Τσάρος τού αναθέτει να λύσει το πρόβλημα της ενοποίησης της Ελβετίας, ένα ακανθώδες πρόβλημα που δεν είχαν καταφέρει να λύσουν οι άλλοι Ευρωπαίοι διπλωμάτες.
Οι δρόμοι τους χωρίζουν, εκείνη νιώθει να πνίγεται, μέχρι που η Τσαρίνα σχεδιάζει ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη και φυσικά τη θέλει κοντά της. Σε εκείνο το ταξίδι είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον μεγάλο ποιητή, μυθιστοριογράφο, δραματουργό, θεωρητικό της Τέχνης, φυσιοδίφη και μεγάλο φιλέλληνα Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε.
Σε εκείνο ακριβώς το ταξίδι είναι που παίρνει το πρώτο γράμμα του Καποδίστρια μετά το αποχωρισμό τους. Και λίγο αργότερα τον συναντά στη Βιέννη. Εκείνη ακολουθούσε την Τσαρίνα. Εκείνος πήγε για το Συνέδριο των Ηγεμόνων (Συνέδριο της Βιέννης), που θα καθόριζε την τύχη της μεταναπολεόντειας Ευρώπης. Συναντήθηκαν στο μέγαρο των γονιών της. Εκείνη ήταν γεμάτη αγωνία. Εκείνος ήταν πιο μελαγχολικός κι απόμακρος από ποτέ.
«Πρέπει να μείνω μόνος, πρέπει να βαδίσω το δρόμο της προσφοράς και της θυσίας. Δεν πρόκειται να παντρευτώ. Μόνο μια γυναίκα αγάπησα» της λέει κι η καρδιά του τρέμει πιότερο από τα λόγια του. Ύστερα βγάζει από την τσέπη του ένα μικροσκοπικό κουτί. Τα μάτια του είναι υγρά. «Αυτό είναι για σένα» της λέει. Εκείνη το ανοίγει. Μέσα έχει ένα χρυσό δαχτυλίδι με μια πεταλούδα και τρεις φλόγες. Η Ρωξάνδρα μένει ασάλευτη, σαν να την έχει χτυπήσει κεραυνός. Ο άνθρωπος που τόσο αγαπούσε, ο άνθρωπος με τον οποίο αντάλλαξαν σκέψεις, ανησυχίες, προβληματισμούς, ο άνθρωπος που την αγαπά -μόλις πριν από λίγο της το είπε- ομολογεί πως δεν γίνεται να πορευτούνε μαζί στη ζωή. Τα χείλη της αδυνατούν να ψελλίσουν κάτι. Τα πόδια της δεν την κρατούν. Σωριάζεται στην πολυθρόνα κι όταν εκείνος ανήσυχος την πλησιάζει, μαζεύει όσο κουράγιο της έχει απομείνει και του ψιθυρίζει: «Τουλάχιστον, ας μείνουμε φίλοι. Κι ας αγωνιστούμε μαζί για αυτό που αγαπούμε κι οι δυο, για την Ελλάδα μας».
Το δακτυλίδι με την πεταλούδα και τις τρεις φλόγες σχεδιάστηκε από τον Ηλία Λαλαούνη, σύμφωνα με τις περιγραφές της Ρωξάνδρας Στούρτζα. Σήμερα βρίσκεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.
Η Τσαρίνα, που ήταν αδύνατον να της ξεφύγει κάτι, έχει τα δικά της σχέδια και είναι αποφασισμένη να τα πραγματοποιήσει. Είναι άνθρωπος που δεν κάνει πίσω. Αρχικά της προτείνει ευγενικά κι ύστερα την πιέζει αφόρητα να παντρευτεί έναν ξάδελφό της, τον Γερμανό κόμη Άλμπερτ Γκάεταν Έντλινγκ, υπουργό των εξωτερικών της Βαϊμάρης.
«Καλά έκανες και παντρεύτηκες» της γράφει αργότερα σε ένα γράμμα του ο Καποδίστριας.
«Εγώ δεν θα παντρευτώ ποτέ. Αφού δεν ημπόρεσα να παντρευτώ εσένα που αγαπούσα, δεν πρόκειται να αγαπήσω ποτέ άλλη γυναίκα στη ζωή μου».
Ο συμβατικός γάμος της κράτησε μόνο ένα χρόνο. Ούτε εκείνη αγάπησε τον κόμη Έντλινγκ, μα ούτε κι εκείνος την ήθελε.
Στο μεταξύ, είχε ιδρυθεί από τον Καποδίστρια στη Βιέννη η «Φιλόμουσος Εταιρεία», ως αντιστάθμισμα της αγγλικής επιρροής στον ελλαδικό χώρο, με σκοπό να σπουδάζουν Ελληνόπουλα στο εξωτερικό. Τόσο η Ρωξάνδρα, όσο και ο πατέρας της ενισχύουν οικονομικά την προσπάθεια. Εκείνη φροντίζει προσωπικά για τη διαμονή, την υγεία και τη μόρφωση των σπουδαστών.
Όταν ο σπουδαστής του Πανεπιστημίου της Ιένας Ιωάννης Παπαδόπουλος επιχειρεί να μεταφράσει το μνημειώδες έργο του Γκαίτε Ιφιγένεια εν Ταύροις, εκείνη αναλαμβάνει όλα τα έξοδα της έκδοσης. Ο ίδιος ο δημιουργός του εγχειρήματος δεν προλαβαίνει ωστόσο, να χαρεί το εκδοθέν έργο. Προσβάλλεται από φυματίωση και πεθαίνει μόλις στα 25 του χρόνια. Η Ρωξάνδρα τον θρηνεί σαν παιδί της.
Μετά τη διάλυση του γάμου της επιστρέφει στη Ρωσία. Το ίδιο και ο Καποδίστριας, αφού ο Τσάρος τον έχει κάνει Υπουργό των Εξωτερικών. Η Ρωξάνδρα ωστόσο, έχει πέσει στη δυσμένεια της Τσαρίνας που δεν τη θέλει πια κοντά της. Ο Καποδίστριας πείθει τον Τσάρο και της παραχωρεί μια έκταση όπου κατοικούσαν νομάδες και Τάταροι. Εκείνη μέσα σε λίγο καιρό μετατρέπει την έρημη και άκαρπη γη σε παράδεισο.
«Εκχέρσωσε ακαλλιέργητες εκτάσεις, έφερε νερό στην ακατοίκητη περιοχή, έκτισε κατοικίες στις κοιλάδες, ανάμεσα στους λόφους, και εγκατέστησε στις εκτάσεις αυτές πλήθος από οικογένειες εργατών, που τους πλήρωνε, γεωργούς, κτηνοτρόφους, φυτοκόμους, ποιμένες, εργάτες, οικοδόμους, τεχνίτες και άλλους παντοίας φυλής και γλώσσης κατοίκους και την ανέδειξεν καλήν αποικία», γράφει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων. Χτίζει σχολείο, ορθόδοξη εκκλησία, πτωχοκομείο, νοσοκομείο και γηροκομείο για τους κατοίκους των γύρω περιοχών. Όλα δωρεάν!
Στο μεταξύ ξεσπάει η επανάσταση στο Μοριά και γρήγορα απλώνεται. Το 1822 η Ρωξάνδρα μαθαίνει πως έρχονται στην Οδησσό πολλοί πρόσφυγες από τον επαναστατημένο ελλαδικό χώρο. Δεν χάνει ούτε στιγμή. Μεταφέρει τρόφιμα από το κτήμα της, μεριμνά για τη στέγασή τους και την εύρεση εργασίας , περιθάλπει τους γέροντες, φροντίζει για την εκπαίδευση των παιδιών. Ταυτόχρονα ξεσηκώνει όλους τους ευγενείς της Ευρώπης. Ο Ρώσος υπουργός Παιδείας, Αλέξανδρος Γκαλιτζίν, οργανώνει έρανο, προκειμένου να απελευθερωθούν χιλιάδες πρόσφυγες από τη Χίο και την Κρήτη που βρίσκονται αιχμάλωτοι στην Αίγυπτο.
Εύπορες κυρίες ιδρύουν στη Μόσχα την Ευεργετική Εταιρεία, της οποίας πρόεδρος αναλαμβάνει η Ρωξάνδρα. Με τα χρήματα που μαζεύουν, χτίζουν ορφανοτροφείο, μέσα στο οποίο λειτουργεί σχολείο, καθώς και παρθεναγωγείο για τα κορίτσια.
Λίγο καιρό αργότερα η Ρωξάνδρα μαθαίνει ότι η Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας εξέλεξε τον αγαπημένο της ως τον πρώτο Κυβερνήτη της Ελλάδας με θητεία επτά ετών. Αντιλαμβάνεται ότι από δω και πέρα τον περιμένει ανήφορος. Χαϊδεύει το δαχτυλίδι με την πεταλούδα στο χέρι της -δεν το αποχωρίστηκε ούτε μια στιγμή από τη μέρα που της το έδωσε- και πιάνει πένα για να του γράψει:
«Όταν θα σας κυκλώνουν απειλητικά τα μύρια προβλήματα, από τα οποία θα είναι γεμάτες όλες οι ώρες της ημέρας και της νύχτας της ζωής σας, θα είμαι πάντα κοντά σας… Χαίρετε, αγαπητέ μου, Πρόεδρε της Πατρίδας μας. Καλό σας ταξίδι. Και μην ξεχνάτε ότι θα είμαι για πάντα κοντά σας. Θα χτίσουμε μαζί κάποια μέρα ένα ωραίο σπίτι για τις Ελληνοπούλες που έχασαν τους γονείς τους. Και τότε θα είμαι, όχι μονάχα με την καρδιά και τη σκέψη κοντά σας, αλλά και στην πραγματικότητα… Μη με ξεχάσετε ποτέ. Εγώ δεν σας ξεχνώ ούτε στιγμή… Καλό σας ταξίδι στην Πατρίδα μας. Στην Ελλάδα μας…»
Στα τρία και πλέον χρόνια διακυβέρνησης αντάλλαξαν κι άλλα γράμματα. Εκείνος, πολλές φορές τα βράδια, κατάκοπος ύστερα από το μόχθο της μέρας, της άνοιγε την καρδιά του και της έγραφε για όλα όσα τον απασχολούσαν: την άθλια κατάσταση μιας ρημαγμένης πατρίδας, το τιτάνιο έργο που έπρεπε να κάνει, τα εμπόδια, τις αντιδράσεις όσων θίγονταν τα συμφέροντα, τις μεθοδευμένες και ύπουλες ενέργειες των Αγγλογάλλων…
« …Αν ημπορούσα να σου ειπώ πόσο θα ήθελα να σε είχα κοντά μου, πόσο νιώθω την απουσία σου, ιδιαίτερα τώρα που με κυκλώνουν τόσες αγωνίες…» της γράφει στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1831. Της ζητά να τον θυμάται στις προσευχές της και της λέει για άλλη μια φορά πως η αγάπη του για εκείνην είναι αιώνια.
Η Ρωξάνδρα ανησυχεί περισσότερο από ποτέ.
«…Η σκέψη ότι μπορεί κάποιος να σας κάνει κακό με αναστατώνει, με γεμίζει με μαύρα σύννεφα αγωνίας, μου βουρκώνει τα μάτια, μου συνθλίβει την ψυχή… Τις περισσότερες ώρες στέκω ή μπροστά στις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας και τους ικετεύω να σας προφυλάξουν από τους κινδύνους που σας κυκλώνουν ή μπροστά στην προσωπογραφία σας, όπου και σας μιλώ με τις ώρες και το νοιώθω ότι μου απαντάτε…» του γράφει. Βάζει γεμάτη αγωνία το χαρτί στο φάκελο και το στέλνει.
Ο μαυροντυμένος θαλαμηπόλος του Ιωάννη Καποδίστρια παρέλαβε το φάκελο το μελαγχολικό πρωινό της 29ης Σεπτεμβρίου του 1831. Διάβασε το όνομα του αποστολέα και μειδίασε μελαγχολικά. Το γράμμα είχε φτάσει στον παραλήπτη, μόνο που ήλθε δύο μέρες μετά τη δολοφονία του!
Η Ρωξάνη έμαθε το θλιβερό μαντάτο δύο μήνες μετά. Ύστερα από αυτό τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Απομονώθηκε στο κτήμα της, παρέα με δυο κουτιά, ασφυκτικά γεμάτα με τα ράμματά του, στα οποία προστέθηκαν σκόρπια σημειώματα δικά της.
«Θα με εγκαταλείψεις Θεέ μου, σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση;» γράφει σε ένα σημείωμα.
«Θεέ μου, βλέπεις ότι είμαι νεκρή για τον κόσμο. Και ότι δεν θα ήθελα να ζω, παρά μονάχα για Σένα. Και για εκείνον που βρίσκεται κοντά Σου!» γράφει αλλού.
«Ιωάννη! Δεν με έκανες ποτέ γυναίκα. Τώρα, όμως, που η ζωή μου τελειώνει, μπορώ να σου ειπώ: Είσαι ο μοναδικός Άνδρας που αγάπησα βαθιά και αιώνια. Ποτέ δεν αγάπησα άλλον, σε όλη μου τη ζωή!» έγραψε με τρεμάμενο χέρι στο τελευταίο σημείωμα.
Ήταν Οκτώβρης του 1843, όταν κάλεσε έναν ιερέα στο σπίτι για το Μυστήριο του ευχελαίου. Είχε βαρύνει αρκετά πια. Ένα κρύο πρωινό μετά την Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία κάλεσε τους δικούς της σε δείπνο. «Πριν όμως από την ώρα του δείπνου, όταν άρχισε να πέφτει αργά η σκιά του δειλινού, ήμασταν όλοι ορφανοί …» γράφει στα Απομνημονεύματά του ο μικρός της αδελφός Αλέξανδρος. Ήταν 16 Ιανουαρίου του 1843.
Η ημέρα της κηδείας της ήταν ημέρα βαθύτατου πένθους για όλο τον λαό της περιοχής. Έγινε στην εκκλησία του Ευαγγελισμού στον περίβολο του Ορφανοτροφείου. Αυτή ήταν η επιθυμία της. Παρόντες ήταν οι κληρικοί της Οδησσού μαζί με τον αρχιεπίσκοπο Χερσώνος και Ταυρίδος Γαβριήλ που εκφώνησε τον επικήδειο. «Δεν θα την αγγίξει καμιά πύρινη φλόγα» λέει «γιατί το υψηλό έργο της ζωής της, της δίνει το δικαίωμα να κληρονομήσει κατευθείαν τη Βασιλεία των Ουρανών». Ένα σιγανό κλάμα συνόδευσε τα τελευταία λόγια από τις εκατοντάδες των ανθρώπων που είχαν προσέλθει για το στερνό αντίο στη μεγάλη ευεργέτιδα της ζωής τους.
Λίγο πριν αναχωρήσει το φέρετρο για το κοιμητήριο μια μικρή πεταλούδα φτερούγισε πάνω από το κεφάλι της. Έκανε δυο γύρους πάνω από το καντήλι που έκαιγε σιμά της κι ύστερα χάθηκε στη φλόγα του. Ήταν ίδια μ’ εκείνην που φορούσε στο μικρό δάχτυλο του αριστερού της χεριού μέχρι τη στερνή της ώρα.
Υπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου