"Πριν από χρόνια στο Ντιτρόιτ, με κάλεσαν σε ένα σπίτι να εξομολογήσω έναν ογδοντάχρονο Έλληνα, ο οποίος δεν ήθελε εξομολόγηση στην ουσία, αλλά ήθελε να του κάνω ερμηνεία ενός ονείρου που είδε.
Εγώ άρπαξα όμως την ευκαιρία, και από το όνειρο έβγαλα την εξομολόγηση.
Και είπε αυτός ο ογδοντάχρονος άνθρωπος, πολλές και φοβερές αμαρτίες, ακατανόμαστες, που δεν μπορούμε ούτε καν να τις ονομάσουμε, στις εξωτερικές μας συζητήσεις.
Τόσο φοβερές ήταν αυτές οι αμαρτίες…
Προσπάθησα λοιπόν να του βάλω μέσα, τη συναίσθηση της βαρύτητος της αμαρτίας,
και ότι αύριο μεθαύριο,
είτε του αρέσει είτε δεν του αρέσει,
είτε το θέλει είτε δεν το θέλει θα βρεθεί μπροστά στην Κρίση του Αγίου Θεού.
Και τότε εκείνος ο άνθρωπος, κάτω από τη χάρη του Αγίου Θεού, ως άλλος ληστής, είπε:
«Θεέ μου, συγχώρεσε με τον αμαρτωλό»,
δεν είπε «Μνήσθητί μου Κύριε όταν έρθεις εν τη βασιλεία Σου», είπε «Θεέ μου συγχώρεσέ με τον αμαρτωλό»,
αυτό είπε, και άρχισε να κλαίει, και να κλαίει, και να κλαίει, και να κλαίει…
Μισή ώρα, μια ώρα, μιάμιση ώρα, δύο ώρες… και εγώ καθόμουν και έκλαιγα μαζί του.
Του διάβασα τη συγχωρητική ευχή, και έφυγα.
Αυτός κάλεσε όλους τους δικούς του, και είπε πόσο ανάλαφρος ένιωθε, γιατί ήταν και πολύ γεμάτος.
Πάμπλουτος εν τω μεταξύ, με εκατομμύρια εκατομμυρίων χρημάτων,
και άρχισε να αγκαλιάζει όλους και το υπηρετικό προσωπικό, και να θέλει να χορεύει τους Ελληνικούς χορούς από την χαρά του την πολλή,
γιατί ξελάφρωσε,
πέταξε όλη τη σαβούρα του,
και την πήρε ο Σταυρός του Κυρίου, και χαρά, χαρά, χαρά, «πετάω σαν άγγελος, νοιώθω νά έχω φτερά, νιώθω νά έχω φτερά»,
και έψαλλε ό,τι θυμόταν απ’ την πατρίδα του, μικρό παιδί, γιατί ήταν Ελληνοαμερικανός.
Και από τα πολλά πηδήματα και την πολλή του τη χαρά, αισθάνθηκε κούραση, λέει,
«Ας ξαπλώσω παιδιά μου λίγο τώρα, πέντε λεπτά έτσι, να ξεκουραστώ.
Θεέ μου σ’ ευχαριστώ, που δέχτηκες εμένα τον αμαρτωλό, Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ»...
Και πέθανε.
Θάνατος οσιακός, όπως αυτού του ανθρώπου, που ήταν επάνω στο Σταυρό του κακούργου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου