Με πήγαν κάτι πνευματικοπαίδια μου στην Κρήτη
και πήγα κι
εγώ την Κυριακή στην εκκλησία.
Κάθισα σε μία γωνιά, έτσι μαζεμένος.
Μετά από λίγο ήρθε μία γυναίκα να εκκλησιαστεί
και άρχισε να φωνάζει:
- Τι τον θέλετε αυτόν τον παπά εδώ,
διώξτε τον καλόγερο, δεν
μπορώ.
Ο κόσμος δεν με είχε δει.
Λίγοι με είδαν.
Εγώ άρχισα να προσεύχομαι.
Μα όσο εγώ προσευχόμουν,
τόσο περισσότερο φώναζε αυτή.
Την έβγαλαν έξω,
αλλά έλεγε πως τάχα θέλει να μπει μέσα
για τη Λειτουργία και την άφησαν.
Μόλις μπήκε, άρχισε πάλι να φωνάζει.
Την κρατούσαν τέσσερις άντρες δυνατοί
και πάλι δεν μπορούσαν να την κάνουν καλά.
Άρχισε να λέει διάφορες βρισιές για μένα
και τους είπα να τη φέρουν εκεί μπροστά μου.
Όταν την έφεραν, εκεί να δεις πως έκανε...
Τη σταύρωσα και ησύχασε.
Ήταν πολύ ταλαιπωρημένη.
Δαιμόνιο είχε.
Κατάλαβες;
Ξέρεις, δαιμόνιο ήταν και έφυγε.
Τελείωσε η Λειτουργία
κι άρχισε ο κόσμος να έρχεται
να μου
φιλάει το χέρι.
Έπεσαν πάνω μου άλλος να με ακουμπήσει,
άλλος πέταγε τη ζακέτα του πάνω μου,
άλλος το μαντήλι του,
άλλος έβαζε το χέρι του να με
αγγίξει.
- Όχι σε μένα τον αμαρτωλό.
Στον Χριστό, στον Χριστό!
Τους έλεγα κι έτρεχα γρήγορα να κρυφτώ,
μα που να τους ξεφύγω...
Να πάρει η ευχή, με νόμισαν για Άγιο.
Βρε εμένα τον αμαρτωλό.
Να
πάρει η ευχή, τι πάθαμε.
Ξέρεις τους αγαπώ τους Κρητικούς,
είναι καλοί οι καημένοι.
Και πολύ εργατικοί.
Και λένε ωραίες μαντινάδες.
Ακούεις, βρε τους ευλογημένους,
να με νομίζουν για Άγιο.
Τι
πάθαμε να πάρει η ευχή;
Άγιος Πορφύριος ό Καυσοκαλυβίτης
|από τον Γεώργιο Καλογήρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου