Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

Ἡ κλήση τοῦ Χριστοῦ στή Βασιλεία του, εἶναι ἕνα μικρό ἐπεισόδιο μέσα στή ζωή μας; Μιά λεπτομερειούλα;


(με αφορμή το Ευαγγελικό ανάγνωσμα)

Ὁ Διονύσιος Σολωμός εἶχε φίλο του, τόν Ἀλέξανδρο Μαντζόνι, πού εἶναι ὁ μεγαλύτερος ποιητής τῆς Ἰταλίας. Καί ὁ Ἀλέξανδρος Μαντζόνι καί ὁ Διονύσιος Σολωμός, ἦταν πολύ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι.

Κάποια ἡμέρα φάνηκε ὅτι ἄνοιξε ἡ τύχη στόν Μαντζόνι. Τοῦ λέει ἕνας γνωστός του:

—Ἔχομε μιά μεγάλη εὐκαιρία σήμερα! Θά γεμίσουμε τίς τσέπες μας λεφτά. Μόνο τρέξε. Ἤ προλάβαμε ἤ τά χάσαμε.

Ὁ Ἀλέξανδρος Μαντζόνι, πήγαινε στήν Ἐκκλησία γιά νά κοινωνήσει. Τόν ρώτησε:

—Καί τί θά εἶναι αὐτά τά πράγματα πού θά κερδίσουμε;

—Μεγάλα ποσά, πολύ χρῆμα, ὠφέλεια γιά ὅλη σου τή ζωή.

—Μεγαλύτερο ἀπό αὐτό πού πάω νά πάρω, τοῦ ἀπάντησε, δέν γίνεται. Καί δέν ἐννοῶ μέ κανένα τρόπο νά τό χάσω.

Καί τόν ἄφησε σύξυλο, τόν φίλο του πού ἤθελε νά τοῦ ἀνοίξει τήν τύχη του καί πῆγε στήν Ἐκκλησία, ὅπου καί ἐκοινώνησε ὅπως εἶχε προγραμματίσει τά ἅγια μυστήρια. Πῆρε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ.

Ἐρώτημα: Βρίσκεις ἐσύ κάτι ἀνώτερο;

Θέλεις νά πᾶς νά κοινωνήσεις, καί ἀφήνεις τήν Θεία Κοινωνία, γιατί λαχταρᾶς κάποιο χρηματικό ποσό, πού θά σοῦ προσφερθεῖ κάτω ἤ ἐπάνω ἀπό τό τραπέζι καί θά τό φᾶς, θά τό βάλεις στήν τσέπη σου;

Σωστά ἐκτιμᾶς ἤ λάθος;

Ἐδῶ εἶναι πού χωλαίνουμε. Ἐδῶ εἶναι πού τήν πατᾶμε. Νομίζουμε ὅτι ἡ κλήση τοῦ Χριστοῦ στή Βασιλεία του, εἶναι ἕνα μικρό ἐπεισόδιο μέσα στή ζωή μας. Μιά λεπτομερειούλα. Καί χάνομε τίς μεγαλύτερες εὐκαιρίες, πού ὅταν τίς ἐκμεταλλευτεῖ κανείς, γίνεται ἴσος μέ τόν ἀπόστολο Πέτρο, μέ τόν ἅγιο Δημήτριο, μέ τήν ἁγία Παρασκευή καί μέ τούς ἄλλους ἁγίους. Ὅταν ἐκτιμήσει τά πράγματα σωστά καί ἀνταποκριθεῖ σωστά.

Ποιό εἶναι τό χρέος μας;

Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε φαιά οὐσία καί κρίση. Ἔστω καί ἄν ἔχομε κάπως λιγότερο μυαλό, δέν ἔχομε ὅλοι τό ἴδιο, ὅλοι ὅμως ἔχομε κρίση σωστή καί βλέπομε καί καταλαβαίνομε πόσο ἀξίζουν οἱ δωρεές τοῦ Χριστοῦ.

Πότε; Ὅταν θέλομε.

Ἄν δέν θέλομε δέν καταλαβαίνομε τίποτε.

Λέει ὁ Χριστός: «Καλότυχοι ἐκεῖνοι πού ψάχνουν νά μέ βροῦν καί μέ περιμένουν. Ὅταν θά ρθῶ θά φορέσω ποδιά καί θά τούς ὑπηρετήσω. Θά τούς βάλω νά ξαπλώσουν καί θά τούς βάζω ἐγώ μέ τό κουταλάκι τό φαγητό καί τά ἀγαθά μου στό στόμα».

Τώρα μᾶς βάζει ὁ Χριστός μέ τό δικό του χέρι, δηλαδή μέ τό χέρι τῶν ἱερέων, τό μεγαλύτερο ἀγαθό του στό στόμα. Τήν Θεία Κοινωνία. Ἔτσι ἐκείνη τήν ἡμέρα, θά μᾶς βάζει στό στόμα, ὅλα του τά ἀγαθά, «τά ὁποῖα μάτι δέν εἶδε, αὐτί δέν ἄκουσε, καρδιά δέν μπόρεσε ποτέ νά τά ἐπιθυμήσει», γιατί εἶναι τόσο μεγάλα καί τόσο ὡραῖα.

Καί πάλι ἐρχόμαστε στό ἐρώτημα:

Δαπανᾶς λίγη φαιά οὐσία, γιά νά καταλάβεις τί εἶναι οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ;

Δέν δαπανᾶς;

Τότε λές τοῦ Χριστοῦ: «Ἔχε με παρητημένον, μή μέ ὑπολογίζεις».

Ἀλλά τό «μή μέ ὑπολογίζεις» σημαίνει: «Νά μήν ὑπολογίζει ὁ Χριστός ὅτι θά πᾶς ἐκεῖ, στή Βασιλεία του, ἀφοῦ ἐσύ δέν κάνεις τίποτε καί δέν ἀγωνίζεσαι νά βρεθεῖς κοντά του».

Τίνος ἡ εἶναι ζημία;

Τό 1937, μαρτύρησε στή Ρωσία ἕνας ἅγιος πού ὀνομάζεται Κρονίδης. Ἦταν ἱερομόναχος καί ἡγούμενος. Ἐνάρετος καί ἅγιος ἄνθρωπος. Ἔχει γράψει πολλά πράγματα, τά ὁποῖα τά ἔζησε καί τά ἄκουσε. Λέγει λοιπόν:

«Κάποια φορά, μιά μεγάλη κυρία, ἄθεη, τόν Χριστό τόν εἶχε βγάλει ἀπό τή ζωή της. Ἀλλά συνέβη νά ἀρρωστήσει τό παιδί της. Καί ἡ ἀσθένειά του τό ὁδήγησε γρήγορα στό θάνατο. Ὁ θάνατος τοῦ μικροῦ, ἑπτά χρονῶν ἦταν, ἦταν τόσο ὀδυνηρός, πού ὅταν ἔκλεισε τά μάτια του καί παρέδωσε τήν ψυχή του, φαινόταν στήν ἔκφραση τοῦ προσώπου του, ὅτι εἶχε «μαρτυρήσει» ἀπό τούς πόνους.

Ἡ μητέρα του, ἔστω καί ἄθεη, χωρίς νά πιστεύει στήν αἰώνια ζωή, τό κοίταζε, ἔκλαιε καί ἔλεγε: «Τό ἀγγελούδι μου πού ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο αὐτό πονεμένο. Τόσο πονεμένο πού φαίνεται καί στό λείψανό του».

Ἐνῶ ἐκείνη ἔκλαιγε καί θρηνοῦσε, μπῆκε στό χῶρο πού εἶχαν τό φέρετρο μέ τό λειψανάκι του, μία γρηούλα εὐσεβής. Πλησίασε καί εἶδε τό παιδί, μέ τήν ἔκφραση τοῦ πόνου ζωγραφισμένη στό πρόσωπό του. Καί ἔβγαλε ἀπό τό λαιμό της ἕνα σταυρουλάκι πού φοροῦσε, τό ἀκούμπησε μέ εὐλάβεια στό κούτελο της καί μετά τό ἄφησε στό στῆθος τοῦ παιδιοῦ. Ἀμέσως τό νεκρό παιδάκι ἄλλαξε ἔκφραση καί χαμογέλασε.

Τό πρόσεξε ἡ μάνα του καί φώναξε:

—Χαμογελάει, χαμογελάει τό παιδάκι μου. Ζεῖ.

Τῆς εἶπε ἡ γριά:

—Χαμογελάει. Ἀλλά δέν ζεῖ. Πεθαμένο εἶναι. Ὅμως ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Σταυροῦ τό ἔκανε καί γελάει».

Ἐρώτημα τώρα.

Ἄν ἕνα πεθαμένο παιδί ἡ ζωοποιός δύναμη τοῦ τιμίου Σταυροῦ τό ἔκανε νά ἀλλάξει ἔκφραση καί νά γελάει τόσο, πού ἐνθουσιάστηκε ἡ μητέρα του, γιά φαντασθεῖτε τί κάνει μέσα μας, ὄχι ἕνα ἁπλό ἀκούμπισμα στό κούτελό μας τοῦ τιμίου Σταυροῦ, ἀλλά ἡ Θεία Κοινωνία, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου μας.

Καί σκεφθεῖτε, γιατί βάζουμε ἐκεῖ πού θάβουμε τά λείψανα τῶν πεθαμένων συγγενῶν μας ἕνα σταυρό. Καί γιατί ἔχουμε εὐχή καί πόθο πρίν νά φύγομε ἀπό τήν παρούσα ζωή, νά κοινωνήσουμε. Καί ἀκόμη, γιατί ὅλοι ἐμεῖς ὅταν δέν προλάβουμε ἕναν ἄνθρωπο νά τόν κοινωνήσουμε, πρίν νά φύγει, στενοχωρούμεθα, μένουμε λυπημένοι καί πολλές φορές λέμε: «Νά πάω ἐγώ νά κοινωνήσω γιά τόν πατέρα μου, πού πέθανε χωρίς τήν Θεία Κοινωνία ἤ γιά τό παιδί μου. Γιά νά ἰσχύσει σάν νά τήν πῆρε ἐκεῖνος τήν Θεία Κοινωνία. Καί ἀπό τό δικό μου στόμα νά γίνει στή δική του ψυχή, ζωή καί ἀνάσταση».

Ὅποιος σκέπτεται τήν δύναμη, τήν ἀγαθότητα καί τήν καλωσύνη τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς καλεῖ κοντά του γεμίζει ἡ καρδιά του. Καί παίρνει τήν ἀπόφαση κάτι νά κάνει γιά τήν ψυχή του καί τήν αἰώνια ζωή.

Καλότυχος ἐκεῖνος πού κάνει ὅσα περισσότερα μπορεῖ.

Ἐκεῖνος πού δέν σκέπτεται ἔτσι, λίγο μυαλό ἔχει, λίγη κρίση ἔχει, λίγη σοβαρότητα ἔχει.

Νά εὐχηθοῦμε καί νά προσευχόμαστε ὅλοι νά μᾶς φωτίζει ὁ Κύριος· καί νά μήν ἐγκαταλείψει κανέναν σέ τέτοια νοοτροπία πού ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια.

Βαδίζουμε γιά τήν μεγάλη ἑορτή τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, πού ἦλθε στόν κόσμο γιά μᾶς.

Ἡ καλύτερη ὑποδοχή της εἶναι νά ἀγαπήσουμε τήν παρουσία του καί νά προσπαθήσομε νά πᾶμε μερικά βήματα πιό κοντά του. Ἀμήν.-

 

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ (†)

απόσπασμα από διασκευασμένη ὁμιλία πού ἔγινε στόν Καλόβατο στίς 14/12/2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου