Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2021

«Ασίκικο πουλάκη», με ήτα! Ήταν ανορθόγραφος ο Μίκης ή μήπως ... ;

 


Το 1996 κυκλοφορεί ένα μουσικό άλμπουμ με τον τίτλο «Ασίκικο πουλάκη». Τα 12 τραγούδια που ερμηνεύει ο Βασίλης Λέκκας, υπογράφουν στιχουργικά ο Μίκης Θεοδωράκης με το Μιχάλη Γκανά, την ενορχήστρωση κάνει ο Γιάννης Σπάθας και τη μουσική ο Μίκης Θεοδωράκης.                  

Ο ασίκικος (λεβέντικος, παλικαρίσιος, από την τουρκική λέξη âşik) ρυθμός είναι δημιουργία της φαντασίας του Μίκη. Και το πουλάκη (γραμμένο με ήτα) επίσης δική του επινόηση ήταν.

Είναι γνωστό ότι ο Θεοδώράκης από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από την Κρήνη (το Τσεσμέ) της Ιωνίας. Κι ήταν πολύ περήφανος για τη μικρασιατική ρίζα του, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε εμφανώς συγκινημένος, κατά διάρκεια της συναυλίας  προς τιμήν του στην Εστία Νέας Σμύρνης με την συμπλήρωση 95 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή (το βίντεο εδώ).

Ο Κρητικός πατέρας του συνάντησε τη μητέρα του στο Τσεσμέ και παντρεύτηκαν. Όταν το 22 έγινε η καταστροφή, πήγαν στη Χίο, όπου γεννήθηκε ο Μίκης. «Στο σπίτι, μιλούσαν όλο για τον Τσεσμέ. Η θεία Ερωφίλη, όταν δεν ήταν στο κρεβάτι, ντυνόταν με ωραία μακριά φορέματα, που είχαν πάντα νταντέλες στο λαιμό. Λιγνή, ψηλή, με μάτια θλιμμένα, πάντα αυστηρή, κρατούσε τα κλειδιά του μπαούλου όπου είχαν φυλαγμένα τα “χαρτιά”. Καθόντουσαν τακτικά και οι πέντε γυναίκες γύρω-γύρω και, όταν η θεία Ερωφίλη το άνοιγε και έβγαζε έξω τους “τίτλους ιδιοκτησίας”, τις έπιανε όλες μαζί ένα κλάμα σιγανό. Μοιρολογούσανε τον χαμένο παράδεισο. Η μία έλεγε για το σπίτι, η άλλη για το μποστάνι και η άλλη για την ωραία ζωή…

»Ύστερα ανοίγανε το παράθυρο, που το είχανε πάντα κλειστό, και βλέπανε με τη σειρά τη Μικρασία, δυο βήματα από τη Χίο, και κάτω δεξιά ο Τσεσμές. "Μίκη, έλα να σου δείξω", μου ‘λεγε η γιαγιά η Σταματία· "Βλέπεις εκείνα τα σπίτια…να, εκεί στην άκρη, είναι το σπίτι μας. Πάνω στη θάλασσα…ποιος να ‘χει τώρα τη βάρκα του παππού σου του συγχωρεμένου…".


»Και τότε τσίριζε πιο πολύ η θεία Φρόσω που ‘χε φωνή σοπράνο. Κάνανε όλες μαζί το σταυρό τους. Η γιαγιά μου άρχιζε τις μετάνοιες, ως το πάτωμα. Το Μαρικάκι έφερνε το θυμιατό με το λιβάνι. Πήγαιναν κατά το εικονοστάσι και ανάμεσα στους θρήνους και τις στριγκλιές λέγανε και κανένα τροπάριο για την Παναγία… παράξενα πράγματα, σκεφτόμουν. Ακατανόητα. Έβλεπα μια τις εικόνες, μια το μπαούλο με τα χαρτιά και μια τις πέντε γυναίκες, που κλαίγανε και ψάλλανε μαζί και κάπου-κάπου αντικρίζανε από το παράθυρο το σπίτι και τον μπαξέ τους στην Τουρκία…» αφηγείται ο ίδιος.

Με τις συνεχείς μεταθέσεις του πατέρα του γύρισαν σχεδόν όλη την Ελλάδα.


Σε μια από αυτές τις μεταθέσεις βρέθηκαν στην Πάτρα. Γράφει στο βιβλίο του «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου» (τ. Α΄, σελ. 63-64):

«Πριν καλά καλά εγκατασταθούμε στο νέο μας σπίτι [στην Πάτρα], η μάνα μου με πήρε να πάμε στο συνοικισμό να ψάξουμε για Τσεσμελιούς. Καθισμένοι μπροστά στους μικροσκοπικούς κήπους, γεμάτους γλάστρες, μπροστά στα πλινθόκτιστα σπιτάκια τους, που όμως έλαμπαν από τον φρέσκο ασβέστη, οι πρόσφυγες μας ερευνούσαν προσεκτικά και μετά σχολίαζαν το πέρασμά μας. Η μητέρα μου ντυμένη απλά αλλά αστικά, με το καπέλο, το βέλο και τα κομψά της παπούτσια. Εγώ καθαρός, με κοντό μπλε παντελόνι, άσπρο πουκάμισο και καφέ πέδιλα. Θα έλεγαν ασφαλώς μεταξύ τους οι πρόσφυγες, που πολλοί άντρες φορούσαν βράκα και οι γυναίκες μαύρα τσεμπέρια: «Τι θέλουν αυτοί οι πλούσιοι στο μαχαλά μας; Έχασαν το δρόμο; Ή ήρθαν για να διασκεδάσουν με τη φτώχεια μας;».

Σταματήσαμε σ’ ένα σπίτι και η μητέρα μου ρώτησε: «Ψάχνω να βρω καμιά οικογένεια από τον Τσεσμέ. Ξέρετε, είμαι κι εγώ πρόσφυγα. Το πατρικό μου είναι Πουλάκη, Ασπασία Πουλάκη». Μόλις είδαν πως είμαστε πρόσφυγες, δικοί τους, άλλαξε διαμιάς η στάση τους απέναντί μας. Μας πρόσφεραν κάθισμα, νερό, γλυκό του κουταλιού και το ένα σπίτι φώναξε στο άλλο: «Είναι δικοί μας. Από τον Τσεσμέ. Ειδοποίησε την κυρα-Ρήνη».

Σε λίγο ήρθε κι η Τσεσμελιά με τον άντρα της, που η βράκα του χτυπούσε δεξιά αριστερά. Ήταν γείτονες, η κυρα-Ρήνη και ο μαστρο-Νικόλας, στην ηλικία των γονιών της μάνας μου, τα παιδιά τους, δυο αγόρια, είχαν χαθεί στο Σαγγάριο. Πέσανε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Στην αρχή κλάματα, που γρήγορα μεταδόθηκαν στις υπόλοιπες μαυροφορεμένες γυναίκες. Μετά καταστάλαξε ο πόνος, φύγανε οι πικρές αναμνήσεις κι αρχίσανε οι ερωτήσεις, "γυναίκα του διευθυντή της Νομαρχίας!" λέγανε όλοι με θαυμασμό και χαϊδεύανε τη μητέρα μου.

Έτσι βάλαμε ρίζες στη συνοικία και δε θα περνούσε βδομάδα χωρίς να επισκεφτούμε το φτωχικό της κυρα-Ρήνης. Σε κάποιο γεύμα που κάναμε στο σπίτι μας, την ώρα του καφέ, η μάνα μου μίλησε στον δήμαρχο, κύριο Ρούφο, ο οποίος διόρισε τον μαστρο-Νικόλα σκουπιδιάρη στο δήμο. Σιγά σιγά, εκμεταλλευόμενη τη θέση της, η μάνα μου κατάφερε να βάλει τον έναν από δω τον άλλον από κει για μεροκάματο ή για μισθό. Οι περισσότερες οικογένειες των προσφύγων είχαν πρόβλημα δουλειάς και, επομένως, επιβίωσης. Οι πιο πολλές ζούσανε με δουλειές του ποδαριού και κυρίως με τη συμπαράσταση του διπλανού πρόσφυγα...

Έτσι, από τη μεριά της μάνας μου, έμαθα πως είμαστε ξένοι. Ως τα βαθιά της γεράματα έμεινε πιστή στη γη της επαγγελίας. Δεν αφομοιώθηκε ποτέ στην παλιά Ελλάδα, όπως την έλεγε [...]. Αν και η κοινωνική της θέση απαιτούσε σχέσεις με κυρίες του ίδιου επιπέδου, διάλεγε τις πραγματικές της φίλες από τις πρόσφυγες. Και ήταν αστείο, όταν συνέβαινε να συναντηθούν στη σκάλα του σπιτιού μας ο δήμαρχος να ανεβαίνει και ο σκουπιδιάρης να κατεβαίνει. Ο ένας με βράκα και ο άλλος με κουστούμι της τελευταίας ευρωπαϊκής μόδας. Μάταια ο πατέρας μου της έλεγε και της ξανάλεγε για την κοινωνική μας θέση. Η απάντηση της μητέρας μου ήταν στερεότυπη: "Αυτοί είναι οι δικοί μου. Αυτοί είναι από τα μέρη μας. Κι εδώ τι είναι; Ξενιτιά..."

Ας επιστρέψουμε όμως, στο μουσικό άλμπουμ με τον παράξενο τίτλο. Όταν λοιπόν συναντήθηκαν οι συντελεστές του άλμπουμ στο σπίτι του Μίκη, εκείνος τους έδειξε τη φωτογραφία των Πουλάκηδων, της οικογένειας της μάνας του, στο Τσεσμέ και τους είπε:


«Ο δίσκος πρέπει να βαπτιστεί Ασίκικο Πουλάκη (το “-κη” με ήτα) για να φανεί η ρίζα της έμπνευσης… […] Tον ονόμασα ασίκικο, δηλαδή χορό για ασίκηδες, για λεβέντες. Ο ρυθμός αυτός μας πηγαίνει κατ’ ευθείαν στα παράλια της Μικρασίας, εκεί που κάποτε έλαμψε ο ελληνικός πολιτισμός, στη γλυκιά Ιωνία, τη ρίζα της μητέρας μου».


Φωτιά στη Σμύρνη και στα μάτια μου καπνός,

κι ώσπου να ρίξει μια βροχή ο ουρανός,

ένα κορίτσι σε παλιά φωτογραφία,

θα κλαίει χρόνια τους νεκρούς του καθενός.

 

Κομμένοι δρόμοι και η θάλασσα θηλιά,

κι ας ήταν κάποτε ανάσα κι αγκαλιά,

γεμάτη τώρα από φράγκικα καράβια,

και ξένους ναύτες, που φυλάνε τα σκαλιά.

 

Ασίκικο πουλάκι με μια φτερούγα,

πού βρήκες δέντρο να κρυφτείς,

τόπο να σταθείς...

Ασίκικο τραγούδι, γαρύφαλλο πληγή,

ένας λυγμός σε γέννησε,

κι έγινες κραυγή.

 

Ζωή που τρέμει σαν το ψάρι στη στεριά,

ποιος θα μαζέψει από τους δρόμους τα παιδιά,

ληστές αρπάζουν και Πιλάτοι τα δικάζουν,

και τρομαγμένα τα πουλάν στην αγορά.

 

Καμένα σπίτια και μια σπίθα στην καρδιά,

μα η Ελλάδα όπως πάντα μακριά,

όποιος γλιτώσει τη φωτιά και το μαχαίρι,

θα βρει μια μάνα που θυμίζει μητριά.




Υπ.
Μικρός αποχαιρετισμός στο Μίκη που αναπαύεται από σήμερα στη Μεγαλόνησο
κι αγνατεύει πέρα από τις κορφές των νησιών του Αιγαίου
τη μαρτυρική γη της Ιωνίας


1 σχόλιο:

  1. Τι μαρτυρική ζωή πέρασαν οι Έλληνες της Μικρασίας!!!
    Ποτέ να μη μας συμβεί τέτοια συμφορά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή