….Λίγο χρόνο πριν φύγουν από το χωριό ήρθαν οι Τούρκοι και μάζεψαν όλους τους άνδρες του χωριού από 15 ετών και πάνω (ανάμεσα σε αυτούς και τον παππού μου), στο σχολείο του χωριού. Εκεί τους κρατούσαν φυλακισμένους με φαΐ και ένοπλους φρουρούς, χωρίς να ξέρουν το γιατί. Την επόμενη μέρα στον δρόμο που ήταν το σπίτι του παππού κάρφωσαν όλες τις πόρτες και τα παράθυρα ώστε κανείς να μην μπορεί να βγει ή να μπει σε σπίτι από τον δρόμο (σοκάκι κατά τον πατέρα μου). Κάθε σπίτι απείχε από το διπλανό τουλάχιστον ένα με δύο μέτρα ώστε σε περίπτωση πυρκαγιάς να φυλαχθεί το ένα από το άλλο. Στο κενό αυτό τοποθέτησαν από έναν τούρκο με πολυβόλο. Σε κάθε στέγη σπιτιού του δρόμου αυτού τοποθέτησαν και από ένα μυδράλιο (πολυβόλο) και όταν ρωτήσανε του τούρκους γιατί τα κάνουν αυτά, η απάντηση ήταν για να σας προφυλάξουμε από τους αντάρτες.
Μετά από δύο τρεις μέρες προετοιμασίας άρχισαν να φτάνουν οι πρώτες φάλαγγες από πεινασμένους και ταλαιπωρημένους Έλληνες άλλων περιοχών που τους πηγαίνανε τάχα για εργασία προς τον νότο. Στο χωριό μας θα σταματούσανε για να ξεκουραστούνε. Στο δρομάκι αυτό ολημερίς φθάνανε και τους στοιβάζανε σαν σαρδέλες σε κουτί τουλάχιστον 5.000 άνθρωποι. Διανυκτέρευσαν όρθιοι χωρίς φαΐ και νερό γιατί σε κάθε σπίτι υπήρχε ο φόβος του φυλακισμένου άνδρα. Το πρωί μόλις άρχισε να χαράζει ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός και όλα τα μυδράλια και ό,τι άλλο όπλο είχαν οι τούρκοι στρατιώτες στα χέρια τους άρχισαν να πυροβολούν τους ταλαίπωρους Έλληνες που βρίσκονταν στον δρόμο αυτόν. Ο πατέρας μου ξέφυγε από τα χέρια της γιαγιάς μου και έτρεξε στο παράθυρο να δει. Μέχρι τα ενενήντα του κάθε φορά που μου αφηγόταν αυτό που είδε δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. ΄΄Παιδί μου΄΄, έλεγε ΄΄τα κεφάλια τους ήταν σχεδόν κολλημένα (σαν σαρδέλες σε κουτί), γείρανε μια φορά από την μια μεριά και μια από την άλλη και μετά σωριάστηκαν στο χώμα΄΄.
Μετά από δύο τρεις μέρες προετοιμασίας άρχισαν να φτάνουν οι πρώτες φάλαγγες από πεινασμένους και ταλαιπωρημένους Έλληνες άλλων περιοχών που τους πηγαίνανε τάχα για εργασία προς τον νότο. Στο χωριό μας θα σταματούσανε για να ξεκουραστούνε. Στο δρομάκι αυτό ολημερίς φθάνανε και τους στοιβάζανε σαν σαρδέλες σε κουτί τουλάχιστον 5.000 άνθρωποι. Διανυκτέρευσαν όρθιοι χωρίς φαΐ και νερό γιατί σε κάθε σπίτι υπήρχε ο φόβος του φυλακισμένου άνδρα. Το πρωί μόλις άρχισε να χαράζει ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός και όλα τα μυδράλια και ό,τι άλλο όπλο είχαν οι τούρκοι στρατιώτες στα χέρια τους άρχισαν να πυροβολούν τους ταλαίπωρους Έλληνες που βρίσκονταν στον δρόμο αυτόν. Ο πατέρας μου ξέφυγε από τα χέρια της γιαγιάς μου και έτρεξε στο παράθυρο να δει. Μέχρι τα ενενήντα του κάθε φορά που μου αφηγόταν αυτό που είδε δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. ΄΄Παιδί μου΄΄, έλεγε ΄΄τα κεφάλια τους ήταν σχεδόν κολλημένα (σαν σαρδέλες σε κουτί), γείρανε μια φορά από την μια μεριά και μια από την άλλη και μετά σωριάστηκαν στο χώμα΄΄.
Μετά από αυτό οι Τούρκοι δεν μας άφησαν να βγούμε έξω παρά μόνο την επόμενη μέρα. Την επόμενη το πρωί δεν υπήρχε τούρκος από αυτούς στο χωριό. Τρέξαμε στους νεκρούς μας και τους βρήκαμε ολόγυμνους. Όλο το βράδυ οι τούρκοι τους ξεγύμνωσαν και τους πήραν ό,τι είχαν μαζί τους, μέχρι και κάλτσες, πυροβολώντας όποιον πιθανόν ανάσαινε. Ψάχναμε όλο το χωριό Έλληνες και τούρκοι μήπως κα βρούμε κανένα ζωντανό. Βρήκαμε ελάχιστους που τους περιποιηθήκαμε και γυρίσανε στα χωριά τους νύχτα. Τους άλλους με κάρα τους μεταφέραμε έξω από το χωριό σε ένα λιβάδι και τους αφήσαμε εκεί.
Το 1996 επισκέφτηκε το χωριό ένας συγχωριανός μας από το Μεσέ Δράμας. Αυτός γεννήθηκε εδώ, στην Δράμα. Οι πατεράδες μας ήρθαν μαζί από εκεί. Στο μέρος που μείνανε άταφα τα πτώματα των εκτελεσθέντων Ελλήνων, μου είπε, μέχρι σήμερα δεν φυτρώνει ούτε αγριόχορτο. Και υπάρχουν ακόμη οστά στην επιφάνεια…
Ο Θεός να τους αναπαύσει…
*Αφήγηση Κ. Π.
Θεσσαλονίκη
Θεσσαλονίκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου