Πέμπτη 18 Ιουλίου 2019

* Κι αν σε δουν με τα μάτια μου;


Μια βολά[1] κι έναν καιρό στης Κρήτης ένα μιτσό[2] χωριό, την ώρα που έπιανε να φανερίζει[3] εφανήκαν να ’ρχονται απ’ το γυαλό φεργάδες[4] πειρατικές.

Ηλωλαθήκανε[5] ούλοι σαν τις είδανε.

Κι ετρέξανε να σωθούνε πριχού[6] οι πειρατές πατήσουνε το ποδάρι τους στη στεριά.

Όπως ημπορούσε ο κάθα εις[7].

Μα πριν από όλους εφροντίσανε για τα κορίτσια.

Μην τύχει και πέσουνε σ’ απίστων χέρια.

Το Μαριώ του Κωσταντή το ρουφώσανε[8] στο πηγάδι

Τη Λενιώ του Μανώλη στη βάγκα[9].

Και το μιτσό το Αννάτσι, το εχώσανε πίσω απ’ της μάντρας το μεγάλο χαράκι[10] κι απ’ εκεί αμίλητο θωρούσε ό,τι γινόταν στο χωριό.

Εφάνηκαν ν’ ανηφορίζουν οι πειρατές στο καλντερίμι όταν ο Γιαννακός έτρεξε ογλήγορις κατά την καλύβα του που ήντονε στην άκρια του χωριού.

Η γρε[11] του η Ακριβή εστεκούντανε στην κάμαρη κι εσιγοτραγουδούσε.

- Εγόη μου[12], έβγα όξω Ακριβή μου κι έλα ογλήγορις να σε κρύψω, είπε ο Γιαννακός αλαφιασμένος κι διπλοσφάλισε την πόρτα.

- Είντα[13] γίνεται καλέ μου και ψαλιμουδίζεις[14]; αποκρίθηκε εκείνη.

- Πειρατές εβγήκαν στη στεριά και φοβούμαι για λόου[15] σου, μη σου κάμουνε κακό.

Εγέλασε πλατιά η Ακριβή.

- Και για δαύτο σεκλετίζεσαι[16] μωρ’ γέρο μου; Για τσ’ αρωδαμοί[17] ριζακάρει[18], μα όχι για λόου μου που πάτησα τα ογδόντα.

Την εκοίταξε γλυκά, πονετικά. Κι αποκρίθηκε:

- Κι αν σε δουν με τα μάτια μου;

Κρ. Π.
Πηγή: «από στόμα σε στόμα»


[1] Βολά: φορά

[2] Μιτσό: μικρό

[3] Φανερίζει: ξημερώνει

[4] Φεργάδες: ιστιοφόρα πλοία

[5] Ηλωλαθήκανε: Τρελαθήκανε (από ανησυχία)

[6] Πριχού: πριν

[7] Κάθα εις: καθένας

[8] Ρουφώσανε: κρύψανε

[9] Βάγκα: το μεγάλο αυλάκι

[10] Χαράκι: μεγάλη πέτρα, ριζωμένος βράχος

[11] Γρε: γριά

[12] Εγόη μου: αλίμονό μου

[13] Είντα: τι;

[14] Ψαλιμουδίζεις: μουρμουρίζεις

[15] Για λόου σου: για σένα

[16] Σεκλετίζεσαι: σκας, ανησυχείς πολύ

[17] Για τσ' αρωδαμοί: για τους τρυφερούς βλαστούς

[18] Ριζακάρει: υπάρχει κίνδυνος

1 σχόλιο: