Ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τα σημερινά σύνορα της Ελλάδας και αποτελεί κομβικό σημείο στην νεώτερη ιστορία.
25 Οκτωβρίου 1912. Ο στρατηγός Χασάν Ταχσίν πασάς έχει πολεμήσει με όλες τους τις δυνάμεις τον ελληνικό στρατό, αλλά δεν μπορεί να σταματήσει την προέλασή του.
Οχυρωμένος πια στη Θεσσαλονίκη, της οποίας είναι διοικητής, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα ιστορικό δίλημμα: να συνεχίσει να αντιστέκεται ή να παραδώσει αμαχητί και άθικτη την πόλη, όπως τον πιέζουν οι πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων αλλά και επιφανείς Θεσσαλονικείς. Από την απόφασή του εξαρτώνται πολλά. Διαθέτει 30.000 στρατό και αν γίνει μάχη, η πόλη θα βομβαρδιστεί και θα καταστραφούν οι υποδομές της, το λιμάνι, οι γέφυρες, το υδραγωγείο, τα ιστορικά κτίρια και πολλά σπίτια. Αν παραδοθεί χωρίς να πολεμήσει στη γενέτειρα του Κεμάλ τους «γκιαούρηδες», δεν θα μπορεί να σταθεί πουθενά στην Αυτοκρατορία, όπου το κίνημα των Νεότουρκων έχει αρχίσει να δείχνει το φανατικά ανθελληνικό του πρόσωπο.
Ο στρατηγός, γόνος της αλβανικής οικογένειας των Μεσαρέ, δεν είναι τυχαίο πρόσωπο. Έγινε πασάς κερδίζοντας τον τίτλο στα πεδία των μαχών και όχι στα σαλόνια και τους διαδρόμους του Τοπ Καπί, όπως ήταν το σύνηθες στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Όμως δεν ήταν φανατικός εθνικιστής και λόγω της καταγωγής του ένιωθε περισσότερο Οθωμανός παρά Τούρκος. Η διαφορά είναι αρκετά σημαντική. Οι Οθωμανοί είχαν πολυπολιτισμική κουλτούρα, ήταν πιο ανεκτικοί και πιο μορφωμένοι, ενώ οι Τούρκοι πολεμούσαν για την εθνική τους επικράτηση, έναντι της πολυεθνικής ταυτότητας που εκ των πραγμάτων είχε η χώρα τους. Ο πασάς δεν μισούσε τους Έλληνες, παρότι είχε πολεμήσει εναντίον τους πολλές φορές με όλο του το σθένος. Αυτή τη φορά, αν και βίωνε τη μια ήττα μετά την άλλη, δεν ήθελε από εκδίκηση και μόνο να καταστρέψει κάτι που θεωρούσε χαμένο. Γι’ αυτό έλαβε την πιο κρίσιμη απόφαση της ζωής του: παρέδωσε αμαχητί της Θεσσαλονίκη στους Έλληνες. Φέρεται μάλιστα να είπε της εξής φράση: «Από τους Έλληνες την πήραμε και στους Έλληνες θα την παραδώσουμε».
Στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καταστροφή του ελληνικού στρατού και αποχώρησε από το στράτευμα με τιμές. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα επανήλθε σε επιτελική θέση για να πολεμήσει στους βαλκανικούς πολέμους. Ο Ταχσίν Πασάς, όταν είδε τη στρατιά του να υποχωρεί έχοντας υποστεί αλλεπάλληλες ήττες, αποφάσισε να ζητήσει συμβιβασμό και παράδοση. Ήξερε ότι μια άσκοπη μάχη στη Θεσσαλονίκη, θα οδηγούσε στον θάνατο χιλιάδες ανθρώπους και την πόλη στην καταστροφή. Γνώριζε ότι από τα ανατολικά έρχονταν και οι Βούλγαροι με σκοπό να προλάβουν να μπουν πρώτοι και να κρατήσουν την πόλη, ώστε η Βουλγαρία να αποκτήσει την πολυπόθητη έξοδο στο Αιγαίο.
Ο Κενάν Μεσαρέ ήταν ο γιος του Πασά. Ως υπασπιστής του πασά έγραψε στα γαλλικά από κοινού με τον Ι. Μεταξά και τον Β. Δούσμανη, τους δέκα όρους για την παράδοση της Θεσσαλονίκης. Ο αξιωματικός του τουρκικού στρατού και οι δύο Έλληνες επιτελικοί έβαλαν στο πρωτόκολλο της παράδοσης τις υπογραφές τους. Λίγες ώρες μετά την είσοδο του ελληνικού στρατού στην πόλη ο Βούλγαρος πρέσβης Σταντ Σιεφ συνάντησε τον χασάν Ταχσίν, που τον συνόδευε ο γιος του, και ζήτησε ευθαρσώς να υπογραφεί πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης και με τον βουλγαρικό στρατό.
Ο Χασάν Ταχσίν πασάς παρέμεινε πιστός στη στρατιωτική του τιμή και αρνήθηκε.
Όμως οι Βούλγαροι δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη. Ο πρεσβευτής παρουσίασε στον Κενάν Μεσαρέ το έσχατο μέσο πειθούς που διέθεταν: μια επιταγή αγγλικής τράπεζας, όπου αναγραφόταν ένα τεράστιο ποσό. Ο Χασάν Ταχσίν απάντησε ως στρατιωτικός: «Εμείς πολεμήσαμε με τους Έλληνες επί 20 μέρες. Βούλγαρους στρατιώτες δεν συνάντησα πουθενά. Νικήθηκα από Έλληνες και σε εκείνους παραδίδω την πόλη. Πώς τολμάτε να μου ζητάτε να υπογράψω πρωτόκολλο και με εσάς».
Οι Βούλγαροι δεν τους συγχώρησαν ποτέ τη στάση του. Αργότερα, όταν είχαν την ευκαιρία, λεηλάτησαν το σπίτι του και τρομοκράτησαν την οικογένειά του.
Υπάρχει και ένα πολύ καλό βιβλίο του Χρ. Χριστοδούλου με τίτλο "ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΤΑΦΕΣ ΤΟΥ ΧΑΣΑΝ ΤΑΧΣΙΝ ΠΑΣΑ,ΜΙΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ". Τελικά ετάφη στο χωριό Γέφυρα της Θεσσαλονίκης όπου λειτουργεί και το Στρατιωτικό Μουσείο των Βαλκανικών Πολέμων, στο κτίριο (έπαυλη Μοδιάνο) όπου έγινε και η παράδοση της πόλης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩ! Σας ευχαριστούμε!
ΑπάντησηΔιαγραφή(από τη συντακτική ομάδα του μπλογκ)