Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025

☆ "...Ήταν μέχρι τέλους ένα παλληκάρι, ένας γνήσιος Κρητικός, ατρόμητος και μαχητής. Αλλά ήταν και κάτι άλλο, ακόμα πιο σπουδαίο, δυσεύρετο και αξιομίμητο συνάμα...

 


   

     |γράφει ο Λυκούργος Μαρκούδης

 

Ευλογία μεγάλη αισθάνθηκα που με αξίωσε ο Θεός να παραστώ στην εξόδιο ακολουθία του μακαριστού καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Αγίου Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου Αρχιμ. Ιεροθέου. 

Σαν δικό μου προσφιλέστατο πρόσωπο τον ένιωθα. 

Με την μοναδική ασκητική του αγωνιστικότητα, τον απλό αλλά μεστό λόγο του, το γεμάτο σημάδια πρόσωπο από τις περιπέτειες της διακονίας του, την ανοιχτή καρδιά του… 

Ποιος από όσους τον συνάντησαν δεν τον ένιωσε δικό του άνθρωπο;

Πότε στην είσοδο, πότε κάτω από την κληματαριά που αγαπούσε και φρόντιζε με μεράκι, πότε χτυπώντας τις καμπάνες τις μονής για να μας υποδεχτεί, πότε μέσα στο Καθολικό, πότε κάτω στο σπήλαιο των Μάγων…

Κάθε φορά που τον συναντούσα ήταν ξεχωριστή και τολμώ να πω, τώρα πια, ιδιαίτερα χαριτωμένη. 

 Δεν ήταν ποτέ κουρασμένος να υποδεχθεί προσκυνητές. 

Τα τελευταία χρόνια η επιβαρυμένη υγεία του δεν του επέτρεπε να κάθετε και να μας μιλάει, όπως έκανε παλαιότερα, όρθιος και για αρκετή ώρα κάθε φορά. 

Προσπαθώ αυτές τις μέρες να θυμηθώ τις όμορφες στιγμές που μας χάρισε η πρόνοια του Θεού στις επισκέψεις μας στο μοναστήρι του Αγίου Θεοδοσίου, αλλά αντιλαμβάνομαι πως τα δικά μου λόγια είναι φτωχά για να αποτυπώσουν ένα λεβέντικο μεγαλείο που κρυβόταν στο μικρόσωμο γεροντάκι. 

Ήταν μέχρι τέλους ένα παλληκάρι, ένας γνήσιος Κρητικός, ατρόμητος και μαχητής. 

Αλλά ήταν και κάτι άλλο, ακόμα πιο σπουδαίο, δυσεύρετο και αξιομίμητο συνάμα. 

Μέχρι και πριν λίγα χρόνια, που τα χρόνια του βίου του βάρυναν το σώμα του, ο μακαριστός Γέροντας λειτουργούσε καθημερινά. 

Ξυπνούσε αχάραγα και κατέβαινε στο αγαπημένο του Σπήλαιο, δίπλα στον τάφο του προστάτη του Κοινοβιάρχη Αγίου. 

Στον Όρθρο μνημόνευε για ώρες ονόματα. 

Όλα αυτά τα χαρτάκια που άφηναν κατά εκατοντάδες οι προσκυνητές και που γέμιζε μεγάλες πλαστικές σακούλες με αυτά. 

Κανένα δεν πετούσε, τα είχε εκεί και κάθε μέρα μνημόνευε από λίγα (!) για να τελειώσουν κάποια στιγμή. 

Αυτή η προσκομιδή του σύγχρονου παπά-Πλανά κρατούσε αρκετές ώρες. 

Κάθε μέρα για χρόνια μνημόνευε χιλιάδες ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων. 

Χωρίς ποτέ να παραπονεθεί που όσα ονόματα μνημόνευε, μέχρι το μεσημέρι οι προσκυνητές τα είχαν αναπληρώσει στο πολλαπλάσιο…

Να τον έβλεπες να λειτουργεί τον Γέροντα… ήταν από μόνο του θέαμα αξέχαστο. 

Μέσα στην λιτή απλή του ιερατική στολή, στο μικρό ιερό στο σπήλαιο, αλλά και στο μεγάλο ιερό του Καθολικού, ο Γέροντας έλαμπε. 

Η απλή του στολή γινόταν χρυσοΰφαντη κι ο ίδιος, ο μικρόσωμος, έδειχνε γιγαντόσωμος χαριτωμένος. 

Τον ζούσε και τον έθρεφε η Θεία Λειτουργία την οποία ιερουργούσε με πλήρη κατάνυξη καθημερινά, μεταλαμβάνοντας το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου σε απόλυτη μυσταγωγία. 

Δεν ήταν εύκολο να τον κοιτάζεις όταν λειτουργούσε. 

Ντρεπόσουν να το κάνεις…

Στους Εσπερινούς πάλι εκεί, κάθε απόγευμα! 

Όταν πια είχαν φύγει τα πλήθη των προσκυνητών και είχε απλωθεί η απόλυτη σιγή της ερήμου (αυτή που τα τελευταία χρόνια χάθηκε από την σχεδόν αδιάκοπη κίνηση του δρόμου που περνάει έξω από το μοναστήρι), ο γέροντας άρπαζε τα σχοινιά και χτυπούσε την καμπάνα σημαίνοντας την ώρα της ακολουθίας. 

Στην ακολουθία δεν παρέλειπε τίποτα, όσα λόγια κι αν υπήρχαν, ακόμα και τα καθίσματα από το ψαλτήρι κανονικά όλα! 

Γεννήθηκε το 1929 στο Μαχαιρά του Ηρακλείου Κρήτης και βρέθηκε υπηρετώντας τη θητεία του στο εκστρατευτικό σώμα της Κορέας. 

Εκεί ζήτησε από τον Θεό δύναμη και στήριξη, να τον προστατέψει η Θεία Χάρις και θα ανταπέδιδε την σωτηρία του με την δική του επίσκεψη στην Αγία Γη. 

Αυτό ήταν το δικό του προσωπικό τάμα…

Και πως το ξεπλήρωσε; 

Με την πλήρη και απόλυτη αφιέρωσή του στον Κύριο και την ένταξή του στην Αγιοταφική Αδελφότητα: 

από το 1954 που έφθασε για πρώτη φορά στην Αγία Γη, δεν την εγκατέλειψε ποτέ. 

Πατρίδα του έγινε αυτός ο ευλογημένος τόπος και δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στη γενέτειρά του. 

Είχε πλέον αναγεννηθεί στα Άγια Χώματα και είχε αναλάβει νέες υψηλότερες διακονίες. 

Αν και αρχικά δίστασε.

Στο κάλεσμα του μακαριστού Πατριάρχου Ιεροσολύμων Τιμοθέου να γίνει μέλος της αδελφότητας, ο λαϊκός τότε Ιωάννης Σηφάκης, αντιλαμβανόμενος το υψηλόν της ιερωσύνης υπούργημα, αποκρίθηκε πως δεν μπορούσε γιατί ήταν αγράμματος. 

Μπροστά στο μεγαλείο αυτής της ταπείνωσης ο Πατριάρχης του απάντησε πως και οι Απόστολοι ήταν αγράμματοι… 

Με τα λόγια αυτά η ψυχή του νεαρού κρητικόπουλου έλαβε την θεϊκή πρόσκληση. 

Αυτό του ζητούσε ο Θεός να κάνει και αυτό έκανε με προθυμία και αυταπάρνηση. 

Στο μοναστήρι της Μεταμορφώσεως του Όρους Θαβώρ έγινε μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος το 1957.

Από τότε διακόνησε σε διάφορα προσκυνήματα, όπου τον έστελνε το Πατριαρχείο ανάλογα με τις ανάγκες, βρέθηκε πρόθυμα, με φρόνημα αγωνιστικό και θυσιαστικό. 

Πόνεσε τον τόπο, τα προσκυνήματα και τους ανθρώπους της περιοχής. 

Όπου και όσο μπορούσε, βοηθούσε. 

Ο ίδιος δεν απαιτούσε τίποτα. 

Προφανώς είχε αφήσει τα πάντα στα χέρια του Κυρίου. 

Τον πολέμησαν κυρίως αυτοί που ευεργετήθηκαν από αυτόν, όπως συμβαίνει συνήθως. 

Έζησε πολέμους, περιπέτειες, εχθροπραξίες και αποκλεισμούς, ενώ υπέφερε απειλές, επιθέσεις και ξυλοδαρμούς. 

Δύσκολα κάποιος θα παρέμενε στη θέση του μετά από τόσα δεινά. 

Αλλά ο π. Ιερόθεος ήταν αγωνιστής και είχε αφιερωθεί πλήρως στο διακόνημα του Αγιοταφίτη. 

Το 1976 διορίστηκε από το Πατριαρχείο ισόβιος ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αγίου Θεοδοσίου και ανέλαβε ένα τεράστιο έργο: 

Να περισώσει το σπουδαίο, αν και απομακρυσμένο, μοναστήρι που είχε οικοδομήσει ο προκάτοχός του και παρέμενε σε ημιτελή κατάσταση. 

Τότε που πολύς κόσμος δεν πήγαινε, οι δρόμοι ήταν κακοτράχαλοι, οι αποστάσεις έδειχναν απαγορευτικές και τα κτήματα της Μονής ολόγυρα την προστάτευαν από πιθανούς καταπατητές ή κατακτητές. Αγάπησε με την καρδιά του το μοναστήρι και τον Άγιο ιδρυτή του. 

Δούλεψε ακούραστα με τα χέρια του κάνοντας κάθε εργασία, όπως έκανε σε όλη του τη διακονία στην Αγία Γη. 

Μόχθησε πραγματικά για το μοναστήρι και κατέβαλε μεγάλους κόπους για να διαφυλάξει τα δικαιώματα του μοναστηριού. 

Συμπλήρωσε τα κτήρια δημιουργώντας μεγάλο ξενώνα φιλοξενίας (στον οποίο ποτέ καμία ομάδα δεν φιλοξενήθηκε από τον φόβο που δημιουργεί η περιοχή). 

 Ολοκλήρωσε το Καθολικό, φρόντισε για την μαρμάρινη επένδυση του δαπέδου και προχώρησε με ειλικρινή ζήλο στην εξαιρετική αγιογράφηση, που θαυμάζει μπαίνοντας στο ναό ο κάθε προσκυνητής. 

Το ίδιο φρόντισε και το Σπήλαιο των Μάγων κοσμώντας τον τάφο του Αγίου Θεοδοσίου και των άλλων Αγίων με αγιογραφημένες εικόνες. 

Τίμησε τους Αγίους αναιρεθέντες Μάρτυρες της Μονής και οι ακολουθίες που κυκλοφόρησαν προσφέρονταν αφιλοκερδώς από τον ίδιο και εξαντλούνταν σε ελάχιστο χρόνο. 

Καλλιέργησε τη γη του μοναστηριού, φρόντισε τους μικρούς κήπους και ιδιαίτερα την κληματαριά με τους πολλούς καρπούς της. 

Είναι αυτή που η σκιά της μας φιλοξενούσε και οι καρποί της παρέμεναν πάνω της μέχρι την εορτή του Αγίου Θεοδοσίου στην καρδιά του χειμώνα. 

Από τα πρώτα χρόνια φύτεψε εκατοντάδες ελαιόδεντρα. 

Αυτά τα καρποφόρα δέντρα, που αργυροπρασίνισαν τους γύρω λόφους και έδιναν άφθονο λάδι, του τα ξερίζωσαν φθονεροί γείτονες από την γύρω περιοχή, αφήνοντας στον γέροντα πίκρα και παράπονο. 

Δεν αγανάκτησε ούτε φοβήθηκε τα χρόνια που έζησε εκεί. 

Μας είχε διηγηθεί πολλές από τις περιπέτειές του, περιγράφοντας τα βάσανα σαν να έλεγε μια απλή ιστορία. 

Την ιστορία της ζωής του... 

Τότε που τον έδεσαν με συρματόπλεγμα σε έναν κορμό δέντρου και ήθελαν να τον κάψουν ζωντανό, το πρόβλημα που του άφησε στην ακοή ο έντονος ξυλοδαρμός, τους πετροβολισμούς και τις απόπειρες εμπρησμού της μονής, το χτύπημα με το ξυλοκιβώτιο στο κεφάλι μετά την επέμβαση στα μάτια του, την καταπάτηση της μοναστηριακής γης, το γκρέμισμα της στέρνας που με κόπο είχε οικοδομήσει… και τόσα άλλα που πέρασε! 

Τα ακούγαμε και μέναμε κυριολεκτικά με το στόμα ανοιχτό, θαυμάζοντας το αγωνιστικό του μεγαλείο. 

Ο ίδιος δεν θεωρούσε τον εαυτό του ούτε γενναίο ούτε ήρωα. 

Τόνιζε πάντοτε την προστασία του Αγίου Θεοδοσίου με τις ολοζώντανες και σωτήριες παρεμβάσεις του. 

Δεν ήταν λίγες οι φορές που δάκρυζε και λύγιζε η φωνή του, όταν μας έλεγε για τις προσευχές του και τις ικετευτικές παρακλήσεις του στον Άγιο. 

Τον θαύμαζες που ένιωθε απόλυτα την εν Χριστώ ελευθερία και έβλεπε τα τείχη της Μονής σαν τα όρια του Παραδείσου… 

Πως να ξεχάσεις την αγάπη του; 

Τον αφτιασίδωτο γνήσιο τρόπο του; 

Το γεμάτο παρηγοριά βλέμμα στο πονεμένο πρόσωπό του; 

Όταν μία φορά είπα σε μία ομάδα προσκυνητών, πιστεύοντας πως ο γέροντας δεν με άκουγε, να βοηθήσουμε οικονομικά όσο μπορούσε ο καθένας το μοναστήρι, ο ήρεμος αγιοταφίτης έγινε απότομος. 

«Αυτό να μην το ξαναπείς στον κόσμο», μου είπε. 

«Έχουμε τα πάντα και δεν χρειάζεται οι προσκυνητές να αφήσουν τίποτα.

Ένα μόνο πράγμα θέλομε: να έρχεστε να μας βλέπετε», 

είπε και έμεινα να τον κοιτάζω… 

Ήξερα πως ότι συγκέντρωνε το προσέφερε ευλογία και ελεημοσύνη, ήξερα πως η αγάπη των προσκυνητών ζούσε τα μοναστήρια και γνωρίζοντας την πολυδάπανη αγιογράφηση του Καθολικού που είχε ξεκινήσει, θεώρησα σκόπιμο να στηρίξουμε την προσπάθειά του. 

Αλλά εκείνος το μόνο που ήθελε ήταν πολύ πιο απλό, όμως πολύ πιο ουσιώδες, πέρα από τη δική μας θεώρηση…

Αποχαιρέτησα τον μακαριστό Γέροντα Ιερόθεο στο Καθολικό της Μονής και πήρα για τελευταία φορά την ευχή του όταν ασπάστηκα το ασκητικό μικρόσωμο νεκρικό του σώμα, λίγο πριν ταφεί δίπλα στην εκκλησία. 

Ευγνώμων προς τον Κύριο που με αξίωσε και οφειλετικώς προς τον μακαριστό Ιερομόναχο. 

 Με την πεποίθηση πως θα αγάλλεται και θα ευφραίνεται μετά δικαίων και αγίων, εύχομαι να μεσιτεύει για όλους μας από το Ουράνιο Θυσιαστήριο πλέον.

Καλό Παράδεισο Γέροντα! 

Να έχουμε την ευχή σου!


 |Αγία Πόλη Ιερουσαλήμ, 

Φεβρουάριος 2025


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου