αμφ:
Κοίτα τι μου΄στειλε μια από τις φίλες
& συνεργάτιδες τούτης εδώ της "γειτονιάς"!!! (κι είναι αρκετές...)
Μ΄αυτά & μ΄αυτά,
βρήκαμε ποια θα μας "φκειάσει"
(που θα΄λεγε κι ο Μέγας Μακρυγιάννης...)
τη γιορτή της 25ης του χρόνου,
1α Ο Θεός...
Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε...
Άκουσε με. Αύριο το πρωί που θα βγεις να πας στην εκκλησιά σου για της Παναγιάς τη μέρα, μην κάνεις τη χάρη σε κανένανε. Μήτε στους μεν, μήτε στους δε. Αύριο γιορτάζεις, εσύ, όπως κι εγώ γιορτάζω, όπως και ο παππούς μου, κι η γειτόνισσα απέναντι. Είναι η μέρα σου κι η μέρα μου. Πήγαινε ασυννέφιαστος στην εκκλησιά σου, με την καρδιά στη θέση της και με λιακάδα στο μυαλό. Κι όταν ακούσεις τη δοξολογία, θυμήσου (κάνε μου τη χάρη, να δεις καλό) πως είσαι λεύτερος, πως κάτι έγινε γι’ αυτό, κάποιοι, κάπως, κάποτε… Αν μπορείς να θυμηθείς και κάνα δυο ονόματα, το Μάρκο και τον Νικηταρά και τους Μεσολογγίτες, έχει καλώς. Αλλιώτικα μπορείς να λέγεις σκόρπιους στίχους, Κάλβο, Σολωμό, ό,τι θυμάσαι απ’ το σχολείο, για την αρετή και την τόλμη της ελευθερίας, για τη λευτεριά που ‘ναι βγαλμένη απ’ τα κόκκαλα τα ιερά, για τα κλεφτόπουλα…
Κοίτα τι μου΄στειλε μια από τις φίλες
& συνεργάτιδες τούτης εδώ της "γειτονιάς"!!! (κι είναι αρκετές...)
Μ΄αυτά & μ΄αυτά,
βρήκαμε ποια θα μας "φκειάσει"
(που θα΄λεγε κι ο Μέγας Μακρυγιάννης...)
τη γιορτή της 25ης του χρόνου,
1α Ο Θεός...
Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε...
Ευαγγελισμός
Μου χτύπησε ξαφνικά τα αυτιά μέσα στο αστικό λεωφορείο με κατεύθυνση τα βόρεια προάστια ή ατάκα (στα αγγλικά και με χαρακτηριστικά ασιατική προφορά, όπως και η κυρία που την είπε στην φίλη της καθ’ οδόν προς Κηφισιά για τον επιούσιο).
-Friday it’s national holiday.
Όχι ότι δεν το θυμόμουνα, τίποτα δεν μπορεί να με κάνει να σταματήσω να σφυρίζω το Θούριο του Ρήγα και τα Δώδεκα Ευζωνάκια το Μάρτη, αλλά να, άλλο να στο λένε στα εγγλέζικα, έχει κύρος φίλε, πώς να το κάνουμε; Και ήταν μια μέρα σκοτεινή και σκονισμένη, με ακοές για ταραχές πολέμου κι εμένα καθ' οδόν για τον επιούσιο, μαζί με τις κυρίες από τις Φιλιππίνες. Με τα αυτιά γεμάτα τρομερά μαντάτα απ’ τη Φραγκιά και τα σύνορα κλειστά, με τον εχθρό φόβο εντός, εκτός κι επί τα αυτά. Χωρίς να μπορείς να κρατηθείς από κάπου, χωρίς να βρίσκεις λόγο να γιορτάσεις.
«Είναι σχέδιο των μεγάλων από πίσω», «γίναμε ξένοι στη χώρα μας», και κυρίως «μα τι θα γίνει ο τουρισμός μας φέτος;»
Άντε να γιορτάσω λοιπόν την εθνική γιορτή χωρίς να με αρπάξει η Σκύλλα των «έτσι», χωρίς να με ρουφήξει η Χάρυβδις των «αλλιώς», χωρίς να με πληγώσει η εθνική μοναξιά, η φαγωμάρα, ο ραγιαδισμός, η αγωνία, η αγονία… Μέχρι να αναρωτηθώ καλά καλά τι λογής 25η Μαρτίου να κάνω φέτος, έφτασα στο σχολειό μου. Τα παιδιά έκαναν πρόβα για την παρέλαση. Ευτυχώς είχαν τύμπανα και δεν ακουγόταν η καρδιά μου που πήγε να σπάσει από χαρά.
Ήταν ωραίο, λέει το Σούνιο, την μέρα του Ευαγγελισμού, πάλι με την άνοιξη. Τι γιόρτασε ο Σεφέρης τότε, τι κι εμείς; Κι ο Ευαγγελισμός; Η είδηση; Το καλό μαντάτο;
Άκουσε με. Αύριο το πρωί που θα βγεις να πας στην εκκλησιά σου για της Παναγιάς τη μέρα, μην κάνεις τη χάρη σε κανένανε. Μήτε στους μεν, μήτε στους δε. Αύριο γιορτάζεις, εσύ, όπως κι εγώ γιορτάζω, όπως και ο παππούς μου, κι η γειτόνισσα απέναντι. Είναι η μέρα σου κι η μέρα μου. Πήγαινε ασυννέφιαστος στην εκκλησιά σου, με την καρδιά στη θέση της και με λιακάδα στο μυαλό. Κι όταν ακούσεις τη δοξολογία, θυμήσου (κάνε μου τη χάρη, να δεις καλό) πως είσαι λεύτερος, πως κάτι έγινε γι’ αυτό, κάποιοι, κάπως, κάποτε… Αν μπορείς να θυμηθείς και κάνα δυο ονόματα, το Μάρκο και τον Νικηταρά και τους Μεσολογγίτες, έχει καλώς. Αλλιώτικα μπορείς να λέγεις σκόρπιους στίχους, Κάλβο, Σολωμό, ό,τι θυμάσαι απ’ το σχολείο, για την αρετή και την τόλμη της ελευθερίας, για τη λευτεριά που ‘ναι βγαλμένη απ’ τα κόκκαλα τα ιερά, για τα κλεφτόπουλα…
Μα κάνε μου τη χάρη, γι αύριο μονάχα. Μη δεις ειδήσεις αύριο, μη συζητήσεις τα γνωστά, μην πεις: τι θα απογίνουμε; πού πάμε; πού πάει ο τουρισμός μας; Μην τους δώσεις τη χαρά να είσαι με σεκλέτια αύριο, μονάχα αύριο, που γιορτάζεις.
Αν έχεις το παιδί σου στην παρέλαση, πήγαινε να το δεις, βγάλτο φωτογραφία. Δεν είναι φολκλόρ, είναι το παιδί σου που γιορτάζει. Όπως κι εσύ, και ‘γω και όλοι.
Μετά, έλα, θα σε πάω βόλτα. Θα σε πάω στην πατρίδα μου. Ναι, είμαι από το Μωριά. Και θα σου λέω ιστορίες στο δρόμο. Πάρε την εθνική προς το Ναύπλιο, θα κάνουμε μια στάση στο δρόμο να δεις τους Μύλους.
Αν δεν τη θυμάσαι την ιστορία,
άκου να δεις τι έγινε:
Ήταν ένας Έλληνας, ο Μακρυγιάννης. Δεν ήξερε γράμματα και έμαθε για να γράψει την ιστορία που έζησε. Ήταν και ένας Τουρκοαιγύπτιος, ο Ιμπραήμ. Τον έστειλε ο σουλτάνος να σταματήσει την επανάσταση στο Μωριά. Κι ένας Γάλλος, ο Δεριγνύ. Ναύαρχος, με τη φρεγάτα του εκεί στους Μύλους. Λοιπόν, ο Μακρυγιάννης περίμενε τον Ιμπραήμ που ερχόταν εδώ στους Μύλους να κάψει τις αποθήκες με τα σιτηρά των Ελλήνων αγωνιστών. Κάστρο δεν είχε να οχυρωθεί ο Μακρυγιάννης…
Άσε, δε στα λέω ωραία,
σου διαβάζω τι έγραψε αυτός:
"Εκεί οπούφκειανα της θέσες εις τους Μύλους ήρθε ο Ντερνύς να με ιδή. Μου λέγει: «Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσες είναι αδύνατες· τι πόλεμον θα κάμετε με τον Μπραΐμη αυτού; – Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσες κ’ εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός οπού μας προστατεύει· και θα δείξωμεν την τύχη μας ’σ αυτές της θέσες της αδύνατες. Κι’ αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριώμαστε μ’ έναν τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από ’μάς και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν· κι’ όταν κάνουν αυτείνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν. Η θέση οπού είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη· και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς. – «Τρε μπιεν», λέγει κι’ αναχώρησε ο ναύαρχος."
Για την ιστορία σου θυμίζω ότι οι λίγοι κέρδισαν όντως, εκεί στους Μύλους.
Αν θες, πάμε και στο Ναύπλιο, θέλω τέτοια μέρα να πάω εκεί. Το βλέπεις και το Παλαμήδι, πάνω πάνω θα πάμε. Αν δεν έχεις κλειστοφοβία, μπες λίγο εδώ μέσα. Ξέρεις, είναι η φυλακή του Κολοκοτρώνη. Κατηγορήθηκε βλέπεις για εσχάτη προδοσία από τους Βαυαρούς αντιβασιλείς, θα είχε εκτελεστεί αν δεν του έδινε χάρη ο Όθωνας.
Όχι, δεν θέλω να πεις: «πάντα οι ξένοι τα ίδια μας κάνουν». Αυτό το ξέρω πολύ καλά. Το έχω ξανακούσει πολλές φορές.
Πες κάτι άλλο τώρα. Πες: αντέξαμε. Είδες; Αντέξαμε. Το περάσαμε κι αυτό. Και το άλλο… Κι εκείνο. Και ζήσαμε φίλε! Και προχωρήσαμε παραπέρα. Και πέσαμε πάλι, πρώτη φορά είναι νομίζεις; Και περιμένουμε. Λίγο ακόμα. Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.
Άκουσέ με. Πάντα ήταν αδύναμες αυτές οι θέσεις. Πάντα δοκιμάζαμε την τύχη μας σ΄ αυτές. Πάντα οι «άλλοι» έκαναν τα δικά τους. Και πάντα είναι δυνατός ο Θεός που μας προστατεύει.
Γι’ αυτό σου λέω, μη μου χαλιέσαι σήμερα. Σήμερα να γιορτάζεις!
Ναι, συμφωνώ, δεν υπάρχει Μακρυγιάννης, δεν έχουμε Κολοκοτρώνη. Μα κάπου διάβασα πως ο Θεός, αν το θελήσει, κι απ’ τα λιθάρια βγάζει τέτοιους. Και να σου πω; Προσωπικά έχω πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη σε αυτά τα λιθάρια.
Λοιπόν, σου είπα αρκετά. Φτάνει. Με περιμένει η θεία μου η Ειρήνη, έχει σκορδαλιά και μπακαλιάρο. Έλα αν θες, πάντα φτιάχνει παραπάνω. Αν σου φαίνεται πως δεν ταιριάζει το ταξίδι μας να τελειώσει έτσι, σήμερα, άκου το Μακρυγιάννη να τραγουδάει με το φίλο του το Γκούρα, στην Ακρόπολη, κλεισμένοι απ΄ τους Τούρκους. Θα σε δυναμώσει το ψάρι, είπαμε, γιορτάζεις σήμερα.
Από αύριο πάλι, βγες στο δρόμο όπως θες.
ερκτ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου