Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

Ο Φώτης μας καθ'οδόν προς τον Παράδεισο...


Φυλάω μέσα μου ένα κλάμα για σένα...
Την φωτογραφία επεξεργάστηκε η Βίλυ Σαμαλτάνη

Φουσκώνει σαν μεγάλο ποτάμι και δεν θέλω να το αφήσω να ξεσπάσει γιατί φοβάμαι την σύσταση του ύδατος που έχει πάρει από τα δικά σου συστατικά και δεν είμαι σίγουρη για το τί συμβαίνει όταν απελευθερωθεί στο περιβάλλον όλο αυτό που ήσουν εσύ. 
Κοίτα πόσο εύκολα λέω....."ήσουν" ενώ ο παρατατικός και ο αόριστος δεν υπήρξαν ποτέ οι χρόνοι σου! Εσύ υπήρξες ο ενεστώς που λατρέψαμε και το μέλλον που ελπίσαμε γιατί έτσι είναι πάντα αυτοί που απλώνουν το χαμόγελό τους προστατευτικό δίχτυ κάτω από το σάλτο μορτάλε της πόλης, των ανθρώπων και των καιρών.
Ο Φώτης μας.......
Περπατούσες στις οδούς και προετοίμαζες τρίβους λησμονημένης δικαιοσύνης, ευλογούσες τον κόσμο και γινόμασταν εκόντες-άκοντες προσευχόμενοι, υπήρχες και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι είχαμε προσελκύσει το έλεος του Κυρίου, μας χαιρετούσες και τα παιχνιδάκια των παιδικών μας χρόνων στοιχίζονταν πίσω από τις "καλημέρες σου", κάτω από τα γένια σου ή ακολουθούσαν τα βήματα των τρύπιων παπουτσιών σου.
Δεν καταλάβαμε ποτέ με ακρίβεια αν εσύ έκανες πρόβα αγιοσύνης ή εμείς πρόβα συνύπαρξης με αγίους αλλά εκείνο που νιώσαμε, βιώσαμε και μαρτυρούμε είναι πως από χθες τα ξημερώματα που σε πήραν οι άγγελοι λιγόστεψε τραγικά η αθωότητα στην πόλη.
Επίσης πως χωρίς εσένα τα παραμύθια μας είναι λιγότερο φωτεινά, στα γέλια μας κρέμονται πια μικρές μαύρες κορδέλες σαν τα πένθη που παλιά φορούσαν οι άντρες στα πουκάμισά τους και τα χιόνια που περιμένουμε αυτόν τον χειμώνα θα έχουν μια μεγάλη κόκκινη γραμμή στο κέντρο σαν αίμα που σου ανήκε (ως είδος πορείας) εν ζωή ή σαν έρωτας τώρα που συναντάς τον Θεό.
Φυλάω μέσα μου για σένα ένα κλάμα, ένα μικρό λιβάνι και μια φωτιά για να ανάψω το λιβάνι. Ωσαύτως δε, ένα κερί και την καρδιά μου για νάχω λόγο ν'αφήσω ελεύθερο το κλάμα νάρθει να σβήσει την καρδιά  δηλαδή, η οποία έχει στριμωχτεί δίπλα στο κερί και καίγεται παλεύοντας να σε δει στο φως του εσπερινού. 
Ανοήτως, βεβαίως, καθώς εσύ ανεβαίνεις ήδη και σε λούζει το ανέσπερον, δηλαδή το δικό Του Φως .......

ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΩΤΗ

 

Ξεφύτρωσε στους δρόμους της πόλης μας ξαφνικά και σχεδόν από το πουθενά, στην δεκαετία του'80.    Ένας λεπτός, ψηλός άντρας απροσδιορίστου ηλικίας, (πριν λίγο καιρό έμαθα ότι είναι στα 82 του πλέον αλλά καθόλου δεν του φαίνεται)  που φορούσε, χειμώνα - καλοκαίρι, το ίδιο χακί μπουφάν, έμοιαζε βρώμικος και είχε μακριά μαλλιά. 
Κυκλοφορούσε στο κέντρο της πόλης, μοίραζε λουλούδια στις γυναίκες (και μοιράζει ακόμη), έλεγε διάφορα ακατανόητα και κάποιες φορές μιλούσε για αγάπη και για Θεό.
Δεν ήξερε κανείς να πει από πού κρατούσε η σκούφια του. 
Τότε ήμουν στα ντουζένια της δημοσιογραφικής μου πορείας και είχα το περιοδικό "Ώρες".
 Έστειλα -θυμάμαι- έναν συνάδελφο να του πάρει συνέντευξη και βγήκε ένα πολύ όμορφο κομμάτι, όπου όμως ο Φώτης, παρεκτός των φιλοσοφημένων θέσεών του, που βασίζονταν στο "αγαπάτε αλλήλους", δεν μας είχε διαφωτίσει σχετικά με την καταγωγή του. Ωστόσο το περιοδικό είχε μόλις κερδίσει έναν ιδιότυπο διαφημιστή, καθώς αυτός ο παράξενος άνθρωπος φώναζε στους δρόμους "Ώρες....να διαβάζετε τις Ώρες, φιλάκια στις Ώρες".
Η μόνη πληροφορία που αποκτήσαμε από κείνη την συνέντευξη ήταν πως έμενε σε μια σπηλιά, στον λόφο της Γορίτσας (περιοχή αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, στην άκρη της πόλης).
Όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο ο Φώτης γινόταν κάτι σαν εκ των ων ουκ άνευ της πόλης. 
Τον γνώριζαν όλοι πια, έμπαινε στα καταστήματα, έλεγε "καλημέρα" και ευχές, άφηνε ένα κέρμα για το καλό και φεύγοντας έλεγε "Να αγαπάτε. Ακούτε; Μόνο αγάπη." 
Οι άνθρωποι άρχισαν ολοένα και λιγότερο να τον θεωρούν μουρλό. 
Μετά σταμάτησαν να τον λένε και παράξενο. 
Ήταν και είναι απλά ο Φώτης, κάτι σαν ξωτικό, σαν δια κάτι σαλός (μερικοί λένε πως δια τον έρωτα γυναικός παρεφρόνησε αλλά εμένα μου μοιάζει σαν πολύ στα καλά του).
Μια εποχή τον βρήκα να μένει κάτω από το σκέπαστρο ενός ξωκκλησιού στην Πορταριά. Μου είπαν πως τούτο το ενδιαίτημα τον φιλοξένησε για καναδυό χρόνια. 
Ο ναίσκος είναι των Ταξιαρχών -δεν ορκίζομαι ότι είχε παρτίδες με τους Αρχαγγέλους-. 
Όμως το ξανασκέφτηκα όταν τον συνάντησα -ανήμερα της γιορτής των Αγγέλων- και μου είπε πως στους δρόμους της πατρίδας μας κυκλοφορούν εκατομμύρια άγγελοι. (Το αναφέρω στο δημοσίευμά μου "Εκατομμύρια άγγελοι".....).
Ο τωρινός τόπος διαμονής του είναι έξω από την πόλη, σε ένα παράπηγμα μέσα στο κτήμα κάποιου, στην περιοχή Κογιάτικα (μετά τον οικισμό Φυτόκο).
Με τον καιρό, το μόνο που άλλαξε είναι ότι δεν φορά πια εκείνο το χακί μπουφάν, "πλούτισε" και ό,τι του δίνουν το δίνει ελεημοσύνη, μιλάει περισσότερο -λέγοντας πάντα όμως ό,τι γουστάρει και μόνον, το ύφος του προσδιορίζεται πλέον ως ενός αγαπημένου ανθρώπου και αυτές τις μέρες ρυθμίζει την κυκλοφορία, σε μια διασταύρωση πίσω από τον μητροπολιτικό ναό.
Είναι δίπλα το γραφείο μου και τον άκουσα ένα μεσημέρι να φωνάζει: "Μπορείς, μπορείς, πάτα γκάζι, φύγε. Ευχαριστώ. Καλά Χριστούγεννα. Ευλόγησον. Ευλόγησον."
Βγήκα στο μπαλκόνι και τον είδα να σταματά αυτοκίνητα για να περάσουν άλλα και είδα τους οδηγούς όλους χαμογελαστούς (πρώτη φορά είδα τόσους ανθρώπους  μαζεμένους, να χαμογελούν αλλά και να υπακούν σε παραγγέλματα).
Ανάμεσα στις κουβέντες που έχουμε ακούσει απ' αυτόν είναι πως δεν του λείπει τίποτε, πως ο άνθρωπος αν αγαπά είναι πλήρης, πως για να ζήσουμε, θέλουμε μόνο τον Θεό. Δεν κάνει διδασκαλία. Περπατάει στους δρόμους και μονολογεί, σαν να είναι μόνο αυτός και ο εαυτός του. Ξέρει ότι τον ακούμε και μεις αλλά δεν δείχνει να τον ενδιαφέρει. Μοιάζει σαν να εκτελεί κάποιο καθήκον...Κήρυκος ίσως, σε μια πόλη ανθρώπων με κουρασμένες ακοές που μόνο το αλλόκοτο και μη συμβατικό, μπορεί να κάνει το ους τους ευήκοον....
Καμιά φορά λέει "γεια σου ομορφούλα, να χαίρεσαι την ομορφιά σου" και ξαναθυμόμαστε τα αγόρια που σφύριζαν κάτω από αρχαία παράθυρα, άλλοτε πάλι το ακούμε σαν "Χαίρε κεχαριτωμένη" που δεν μας ανήκει αλλά πιστοποιεί την χαμένη ομορφιά της καθαυτής γυναικός (που διασώθηκε μετά την Εύα).
Όπως και νάχει, ο Φώτης δεν ορίζεται, δεν χαρακτηρίζεται, δεν ανήκει, δεν υπόκειται, δεν περιορίζεται. 
Μόνη εξαίρεση, ένα απόγευμα που τον είδα να κάθεται μαζεμένος και αμίλητος στα σκοτάδια του ναού, μετά τον εσπερινό. Κοίταζε την Πλατυτέρα συνέχεια και δεν έδινε σημασία στον κόσμο που μπαινόβγαινε για ένα κεράκι. Όταν είδε τον ιερέα σηκώθηκε, είπε "την ευχή σου πάτερ" και έκανε μία υπόκλιση. 
Βρήκα την ευκαιρία και του είπα "καλησπέρα Φώτη" και κείνος μόνο κούνησε το κεφάλι προς τα κάτω και αυτό ήταν όλο. Μετά ξαναγύρισε στην θέαση της Πλατυτέρας. 
Εγώ έφυγα, ο Φώτης έμεινε. Πού ακριβώς και με ποιούς έμεινε, Κύριος οίδε....

Σημείωση:
Προσεχώς, το "μπορείς, πάτα γκάζι, φύγε" του Φώτη, θα είναι σύνθημα !



" Εκατομμύρια άγγελοι "


Εμείς διαλέξαμε να πάμε στο μοναστήρι των Ταξιαρχών, στον πανηγυρικό εσπερινό των Αγγέλων, την ώρα που στη Βουλή συζητούσαν τα μέτρα.
Ιερά Μονή Ταξιαρχών Πηλίου
Όχι πως δεν μας ενδιαφέρουν τα της επικαιρότητας αλλά αυτή δεν μας αναπαύει (όπως και κανέναν νομίζω). Στα όσα ακουμπάμε ανάμεσα στα σπαθιά και στα φτερά των Αρχαγγέλων αναζητούμε -και ο Θεός ευδοκεί και βρίσκουμε- την γαλήνη και την ελπίδα.
Το απογευματάκι, ανηφορίζοντας στο βουνό, άρχισαν οι σιωπές και όταν φάνηκε το μοναστήρι ήταν ήδη σε καλό δρόμο οι εντός μας ικεσίες....
Σαν φτάσαμε, ατέλειωτες οι ουρές κόσμου που είχε προτιμήσει τις αόρατες από τις ορατές εξουσίες, κεριά, δάκρυα (άλλα φανερά και άλλα κρατημένα να λαμπυρίζουν τους οφθαλμούς), ο λαός τελικά ήταν εδώ. Ναι, ο λαός επιστρέφει πάντα εκεί όπου είναι οι Άγιοι -τελικά- και νομίζω ότι το αδιαχώρητο του χθεσινού απογεύματος, είναι σημάδι ομαδικής επιστροφής και ταυτόχρονης αποστροφής σε όσα βλάσφημα έντυσαν με τον μανδύα της "προόδου" και αποπειράθηκαν να τα περάσουν ως "σωτηρία", οι εξουσιαστές.
Ένας λαμπρός ναός, οι Άγιοι όλοι παρόντες, η Μάνα ως Παραμυθία να σκύβει πάνω στις συγκινήσεις και τις κινήσεις των προσκυνητών και ο Κύριος όλος παρών, ως Κύριος των κυριεύοντων (ούτε και Αυτός ήταν στην Βουλή - ολοφάνερο άλλωστε). 
Μαύρα ράσα, ανεμίζοντα στη βιασύνη της φιλοξενίας, έγιναν τα κάτοπτρα της ελπίδας μας (για άλλη μία φορά), τα ονόματα που γνωρίζαμε απέκτησαν την αίγλη της γιορτής των Αγγέλων χθες καθώς δεν ήξερες σε ποιά Νικοδήμη, σε ποιά Μακρίνα, σε ποιά Αγάθη, Θέκλα, Χριστονύμφη, Ταξιαρχία ή όποια άλλη καλογρίτσα πετούσε ο Αρχάγγελος την ώρα του εσπερινού, σε ποιάς Θεολογίας, Ευγενίας, Αναστασίας, Χρυσοστόμης ή Φιλοθέης το κομποσκοίνι έπαιζαν τα φτερά Του.
"Των ουρανίων στρατιών Αρχιστράτηγοι" έψαλες και συ και το ένιωθες πως γύριζαν οι Αρχιστράτηγοι και σου έλεγαν περίπου "ορίστε", όπως ποτέ δεν σου είπαν οι δυνατοί της γης.....
"Δυσωπούμεν υμάς, ημείς οι ανάξιοι, ίνα ταις υμών δεήσεσι τειχίσητε ημάς, σκέπη των πτερύγων της αύλου υμών δόξης" και το ψυχανεμιζόσουν πως άνοιγαν τα φτερά για σένα (ξέρετε αυτή η γλύκα -στο απείρως δυνατότερό της- που νιώθαμε όταν η μητέρα μας σκέπαζε με την κουβέρτα στο παιδικό κρεβάτι και μας σταύρωνε "καληνύχτα"), "φρουρούντες ημάς προσπίπτοντας, εκτενώς και βοώντας. Εκ των κινδύνων λυτρώσασθε ημάς, ως Ταξιάρχαι των άνω Δυνάμεων."  Και μεγάλωνε το μειδίαμα των Αρχαγγέλων και προσέπιπτες εσύ συνέχεια και καταλάβαινες (ξαφνικά) πως όλο το "παιχνίδι" της ζωής σου παιζόταν και θα παίζεται στο να είσαι προσπίπτων.
Σ' αυτή την μεγάλη "μαγκιά" που ποτέ ο εγωισμός δεν σ' άφησε να ολοκληρώσεις. Δηλαδή να είσαι διαρκώς προσπίπτων, που πάει να πει ελεύθερος!
Έπεσε η νύχτα, έπεσε η πατρίδα στα νύχια των εναντίων αλλά εμείς, κατηφορίζοντας από το βουνό, είχαμε ακόμη την απαλοσύνη των Φτερών πάνω μας, την βεβαιότητα του ελέους, τις ευχές των μοναχών να ανακατεύονται με τους φόβους μας και το κομμάτι της λεύτερης πατρίδας που ορίζει το βλέμμα της Παναγιάς, το δόρυ των Ταξιαρχών και ένα κομματάκι άρτου που μας υπενθυμίζει τον ρεαλισμό του "πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού".
"Δεν μας ενδιαφέρει τόσο να πτωχεύσουν οι πλούσιοι αλλά να είμαστε εμείς οι εκζητούντες" σκεφτόμουν, όταν έβαζα χειρόφρενο μπρος στο σπίτι. "Εκζητούντες" μονολογούσα, ανάβοντας τα φώτα, "εκζητούντες τον Κύριον" και ένιωσα μια απέραντη γλύκα, πώς να το πω, σαν να έλιωνε αργά στο στόμα μου μαμαδίστικο κέϊκ σοκολάτας (περίπου, δηλαδή).
Ε, τί ήθελα και το μουρμούριζα τόσο πολύ (ή μάλλον ευτυχώς το μουρμούριζα)....το πρωί στο δρόμο συνάντησα ένα από τους γνωστότερους εκζητούντες: Τον Φώτη!
Ο Φώτης είναι ο πιο παράξενος και πιο αγαπημένος άνθρωπος, στην πόλη. 
Δεν ξέρουμε από πού κρατάει η σκούφια του, γυρίζει στο κέντρο της πόλης (εδώ και πάρα πολλά χρόνια) μοιράζει λουλούδια,αφήνει μικρά κέρματα στα καταστήματα "για το καλό", ό,τι τον φιλεύουν το δίνει ελεημοσύνη ενώ ο ίδιος είναι ρακένδυτος και ξαφνικά σου λέει για τον Κύριο, να είσαι καλός, να αγαπάς και άλλα τέτοια.
Πέφτω λοιπόν πάνω του και μου λέει ο εκζητών δούλος του Θεού: "Καλημέρα ομορφούλα. Το πρόσωπό σου είναι πιο λαμπερό από τον ήλιο. Χρόνια πολλά και να ξέρεις ότι στους δρόμους της πατρίδας μας κυκλοφορούν εκατομμύρια άγγελοι...Εκατομμύρια! Να το θυμάσαι". 
Υστερα, με μια ξαφνική κίνηση, πριν προλάβω να αντιδράσω, μου φίλησε το αριστερό χέρι λέγοντας "να φιλήσω το χέρι της καρδιάς σου" κι' εγώ -αυθόρμητα- έσκυψα και φίλησα το δεξί του χέρι, το χέρι του εκζητούντος.
Ο Φώτης απομακρύνθηκε, λέγοντας συνέχεια "Εκατομμύρια άγγελοι" κι' εγώ ήμουν πιο σίγουρη από ποτέ, για την αλήθεια των λόγων του....

 

Την φωτογραφία επεξεργάστηκε η Βίλυ Σαμαλτάνη
Να πω ότι δεν ζήλεψα; Ψέμα θα πω.
Απομεσήμερο χειμερινής -αλκυονίδας- λιακάδας (δηλαδή γύρω στις τρεισήμισι  το απόγευμα, εκεί όπου οι Λωξάντρες αυτού και του άλλου κόσμου πίνουν καφεδάκι-ανάνηψη εκ της πενιχρής καθημερινότητος και πρώτο βήμα στο έμπα του ονείρου) η πλατεία Αγίου Νικολάου ήταν άδεια από κόσμο.
Περπατούσα αργά, κρατώντας τον καφέ και χάζευα την σιωπή και την ηρεμία που σε λίγο θα τέλειωναν όταν τον είδα να ακουμπά τα πράγματά του σε ένα από τα τοιχία των παρτεριών. Μιλούσε μόνος του αλλά δεν άκουγα τι έλεγε (υποθέτω πως κανείς δεν μπορεί ν’ ακούσει τις κουβέντες που έχουν μουσικές γραμμένες πάνω τους, οπότε αδίκως έστησα αυτί…).
«Γειά σου Φώτη» είπα αλλά εκείνος δεν άκουσε. Πλησίασα περισσότερο για να δω τι ήταν αυτό που τον είχε απορροφήσει αλλά και για να ξαναπώ τον χαιρετισμό, καθώς μου ήταν αδιανόητο να τον συναντήσω και να μην τον χαιρετήσω. Ένιωθα πως ήταν σαν να μην έπαιρνα ευχή….
Σήκωσε το κεφάλι, χαμογέλασε, μου είπε μια καλή κουβέντα-ευλογία, του ζήτησα να εύχεται και να προσεύχεται, είπε να μην μαλώνω τα εγγόνια μου αλλά να τους μιλώ (αυτός θα προσεύχεται, λέει) και μετά πήρε την διάφανη σακούλα με το ρύζι και άρχισε να το σκορπίζει, με αργές κινήσεις στο πλακόστρωτο. Τα περιστέρια τον κύκλωσαν και κείνος χαμογελούσε,σκορπώντας τους λευκούς κόκκους σαν άρχοντας που φρόντιζε υπηκόους για τους οποίους θα μπορούσε ακόμη και να πεθάνει….
Στάθηκα και τον χάζευα και σκεφτόμουν πόσο ευτυχισμένος ήταν αυτός ο «φτωχούλης του Θεού», ακριβώς επειδή ήταν του Θεού…..
Δίχως περιουσία -ίσως και χωρίς τα αναγκαία- τάιζε τα πουλάκια, σαν τους παλιούς Αγίους.
Δίχως έγνοιες -ούτε καν αυτή της ένδειας- ελεεί τους φτωχότερους απ’ αυτόν (για φαντάσου!), με όσα του δίνουν οι άνθρωποι της πόλης.
Χωρίς να τον έχουμε δει με στενούς συγγενείς, έχει την αγάπη μιας ολόκληρης πολιτείας.
Χωρίς παράπονα, κακίες, εμπάθειες περιφέρεται σαν άγγελος εξάγγελος του καλού και ίσως και να είναι (μπορεί να ντύθηκε τα παλιόρουχα, για να μην πάθουμε εμείς  πλάκα, από την λάμψη…).
Τον κοίταξα άλλη μία φορά κυκλωμένο από τα πουλιά και με το λευκό ρύζι ολόγυρά του ήταν σαν μόλις να είχε βγει από αθέατο γάμο της Παράδεισος και τον συνόδευαν τα πλάσματα τα φτερωτά, ευφραινόμενα με ρύζι, αντί των συνηθισμένων κουφέτων! Δεν ξέρω πως μου κόλλησε ότι αυτός δεν είναι τυχαία εδώ. Αλλά τι να πούμε…Θεού πράγματα είναι αυτά.
Το γραφείο μου είναι δίπλα. Από το ανοιχτό παράθυρο τον άκουγα να χαιρετάει «χρόνια πολλά». Τα καταστήματα είχαν αρχίσει να ανοίγουν και ο Φώτης θα έφευγε, σε λίγο, για άλλη γειτονιά καθώς είναι αυτός που παντού τον περιμένουν, συνήθως δίχως να το ξέρουν!
Μόνο την ώρα που αλλάζει το μυστικό status quo των οδών, οι περίοικοι αντιλαμβάνονται ότι κάποιος ευλογημένος πέρασε από δω και ήταν αυτός που -υποσυνείδητα- ήξεραν πως θάρθει, ως συμβατός με την δικαιωματική αγαθότητα των τόπων και των ανθρώπων.
Χαιρετούσε ο Φώτης και η φωνή του σιγά- σιγά απομακρύνονταν και έσβηνε. Βλέπεις, είναι ακόμη χειμώνας και βραδιάζει νωρίς….

 

Δεν τον έχω ξαναδεί έτσι -και τον ξέρω πολλά χρόνια-.
Διέσχιζε τον δρόμο σαν αλαφιασμένος, με τα ακατάστατα γένια του σαν ανατριχιασμένα και μπερδεμένα -άγνωστο γιατί- και τα μάτια του όχι όπως άλλες φορές θάλασσες καλοκαιρινές αλλά λες και η καταιγίδα τους θα ξεχυνόταν στο πεζοδρόμιο και στα γύρω μαγαζιά.
Ο Φώτης δεν ήταν ποτέ έτσι. 
Αυτός έχει τον δικό του τρόπο, τον δικό του δρόμο, το δικό του γέλιο, την δική του γαλήνη. 
Τώρα ήταν ένας άλλος άνθρωπος και αναρωτήθηκα "γιατί". 
Δεν πιστεύω πως κάποιος τον πείραξε γιατί κανείς στην πόλη δεν ενοχλεί τον Φώτη. Αλλά και αν συνέβαινε, αυτός πάλι ήσυχος σαν πρόβατο του Θεού θα παρέμενε. Είναι σαν το καλό στοιχειό της πόλης που λες και ορίστηκε για να κρατά αποθησαυρισμένα τα υπολείμματα της άνωθεν ειρήνης και να τα μοιράζει στους κατοίκους όταν, περπατώντας στις οδούς, βλέπει πως τελειώνουν τα κουράγια.
Θες το ψιλόβροχο και η παγωνιά του πρωινού, θες ο γενικότερα κακός μας καιρός, θες οι καθημερινές δοκιμασίες και οι προσωπικές μας αποστασίες η αγριεμένη μορφή του αγαπημένου ερημίτη, με φόβισε. Ίσως και να την είδα λίγο ως χρησμό, ως αποχώρηση αγγέλων, ως επέλαση εναντίων, που τους είδε πρώτος αυτός και σκιάχτηκε.
Κύριε γαλήνεψε τον Φώτη τον αγαθό, γιατί αν κιοτέψουν οι νεράιδες τελειώνει η γλύκα των παλιών ιστοριών, αν αλαφιαστούν οι προφήτες των καλών πραγμάτων χάνεται η ελπίδα, αν οι ασκητές δεν μετανίσουν χάνεται ο κόσμος.
Κυρά μας Παναγιά δος του "καλημέρες" να μας ξαναπεί και χαμόγελα να τις στηρίξει για να τον αναζητούμε σαν την προσευχή που δεν είπαμε, στις γωνιές της τρελαμένης πόλης.
Φίλοι του ουρανού, βάλτε ανάμεσα στα λερά του γένια ένα λουλούδι ανθισμένο σε γωνιά της Εδέμ, για να΄ρθει η Άνοιξη και φέτος...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου