Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ...

(η εικόνα της αγαπημένης μας Αγίας Παρασκευής στο ομώνυμο εκκλησάκι της, 
στην πλατεία της Ιστιαίας, στην Εύβοια...)
π. Δημητρίου Μπόκου
Ἦ­ταν ἕ­νας νέ­ος ἄν­θρω­πος ἡ ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευ­ή. Μὲ ὅ­λες τὶς προ­ο­πτι­κὲς γιὰ μιὰ ὡ­ραί­α ζω­ή. Γιὰ νὰ τὴ ζή­σει ὅ­πως ἤ­θε­λε. Νὰ κά­νει τὴ ζω­ή της, ὅ­πως λέ­με.
1.              Ἡ ἐ­πι­λο­γή της
Μὰ ἡ ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευ­ὴ δὲν βρέ­θη­κε κα­θό­λου σὲ δί­λημ­μα, ὅ­ταν τῆς ζη­τή­θη­κε νὰ δι­α­λέ­ξει ἀ­νά­με­σα στὸν Χρι­στὸ καὶ τὴ ζω­ή της. Ἂν καὶ ἦ­ταν μιὰ πο­λύ νε­α­ρὴ κο­πέ­λα, μὲ τὰ ὄ­νει­ρα ὅ­λα μπρο­στά της, ἀλ­λὰ καὶ μὲ ὅ­λες τὶς δυ­να­τό­τη­τες νὰ τὰ πε­τύ­χει, δὲν εἶ­χε κα­θό­λου πρό­βλη­μα νὰ θυ­σιά­σει τὰ πάν­τα, πα­ρὰ νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὸν Χρι­στό. Εἶ­χε ἤ­δη εὐ­θυ­γραμ­μί­σει τὴ ζω­ή της μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Νό­η­μα τῆς ζω­ῆς της, γιὰ νὰ εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νή, ἔ­κα­με τὸν Χρι­στὸ (Ἰ­ω. 14, 6). Χω­ρὶς αὐ­τὸν δὲν ἤ­θε­λε νὰ ζή­σει. Γι’ αὐ­τὸ καὶ προ­τί­μη­σε τὸ μαρ­τύ­ριο μὲ ὁ­λο­πρό­θυ­μη δι­ά­θε­ση, ἀ­π’ τὸ νὰ ζεῖ ἀ­νο­η­μά­τι­στα, μιὰ ἄ­-χρι­στη (χω­ρὶς Χρι­στὸ) καὶ συ­νε­πῶς ἄ­χρη­στη ζω­ή.
Εἶ­ναι ἡ βα­σι­κή της δι­α­φο­ρὰ μὲ μᾶς, τοὺς ση­με­ρι­νοὺς Χρι­στια­νούς. Ποὺ δὲν κα­λού­μα­στε φυ­σι­κὰ νὰ μαρ­τυ­ρή­σου­με. Δὲν μᾶς ὁ­δη­γοῦν ἐ­νώ­πιον βα­σι­λέ­ων καὶ ἡ­γε­μό­νων, δὲν μᾶς τρα­βο­λο­γοῦν «εἰς συ­νέ­δρια καὶ εἰς συ­να­γω­γὰς» (Μάρκ. 13, 9). Ὑ­πάρ­χουν βέ­βαι­α Χρι­στια­νοί, σὲ ἄλ­λες χῶ­ρες, ποὺ καὶ σή­με­ρα δί­νουν τὴ μαρ­τυ­ρί­α τους ἐ­νώ­πιον βα­σι­λέ­ων καὶ ἡ­γε­μό­νων, βα­σα­νί­ζον­ται τὸ ἴ­διο σκλη­ρὰ μὲ τοὺς πα­λιοὺς μάρ­τυ­ρες καὶ σφρα­γί­ζουν μὲ τὸ αἷ­μα τους τὴ μαρ­τυ­ρί­α τους γιὰ τὸν Χρι­στό.
Ἐ­μεῖς ὅ­μως σήμερα ἐδῶ ζοῦ­με σὲ μιὰ ἐντελῶς ἄλλη δι­ά­στα­ση. Δὲν κα­λού­μα­στε ὅ­πως ἐ­κεῖ­νοι νὰ μαρ­τυ­ρή­σου­με. Καὶ εὐ­τυ­χῶς, για­τὶ ἡ δι­ά­θε­ση ποὺ μᾶς χα­ρα­κτη­ρί­ζει εἶ­ναι ἡ ἄρ­νη­ση τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Καὶ σ’ αὐ­τὸ δι­α­φέ­ρου­με καί­ρια ἀ­π’ τὴν ἁγί­α Πα­ρα­σκευ­ὴ καὶ ὅ­λους τοὺς μάρ­τυ­ρες καὶ τοὺς ἁ­γί­ους. Γιὰ ποι­ὰ ὅ­μως ἄρ­νη­ση τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου μι­λᾶ­με; Ποι­ὸ εἶ­ναι αὐ­τὸ τὸ μαρ­τύ­ριο;
2.              Ἡ ψεύ­τι­κη ζω­ὴ
«Δὲν θὰ γί­νω ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρας», εἶ­πε μιὰ νε­α­ρὴ κο­πέ­λα, τῆς ἐ­πο­χῆς μας αὐ­τή. Ἐν­νο­οῦ­σε πὼς δὲν τό ’χε σκοπὸ νὰ κά­τσει νὰ σκάσει ὑ­πο­μέ­νοντας ἕ­να σύ­ζυ­γο, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο πλέ­ον δὲν μποροῦσε, ἢ καὶ ἴσως νὰ μὴν ἤθελε, νὰ τὰ βρεῖ. Τόσες ἄλλες εὐκαιρίες ἔχει πλέον ἡ ζωή! Γιατί νὰ μὴν προτιμήσει καὶ αὐτὴ νὰ κά­νει τὴ ζω­ή της, ἀντὶ νὰ τὴ χα­ρα­μί­σει; Ὁ ση­με­ρι­νὸς Χρι­στια­νὸς ζω­ὴ θε­ω­ρεῖ ὅ,τι καὶ ὁ κό­σμος, ποὺ δὲν ἔ­χει φρό­νη­μα Θε­οῦ.
Ὁ Χρι­στὸς ὅμως λέγει κάποια παράξενα πράγματα. Ἐνάντια στὴ δική μας λογική. Ὅ­τι ὅ­ποι­ος προ­σπα­θεῖ νὰ ζή­σει τὴ ζω­ή του, θὰ τὴ χά­σει (Ματθ. 10, 39). Δὲν θὰ ζή­σει τί­πο­τε. Δὲν θὰ νοιώσει τίποτε ἀπὸ ζωή. Αὐ­τὸ ποὺ θὰ ζεῖ δὲν θά ‘ναι ζω­ή, μὰ ἀ­που­σί­α ζω­ῆς. Ἄ­νο­στη, ἀ­νού­σια, ἀ­νο­η­μά­τι­στη. Φάν­τα­σμα ζω­ῆς, ὄ­χι χα­ρά. Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο θὰ τὴ ζεῖ, τό­σο πιὸ πο­λὺ θὰ τοῦ φεύ­γει ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια του καὶ θὰ μέ­νει ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­τος. Ὅ­σο θὰ τὴ γε­μί­ζει ἡ­δο­νές, ἀ­πό­λαυ­ση, δι­α­σκε­δά­σεις, τό­σο πιὸ ἄ­δεια θὰ γί­νε­ται. Σὰν τὸ τρύ­πιο πι­θά­ρι τῶν Δα­να­ΐ­δων τοῦ ἀρ­χαί­ου μύ­θου, ποὺ ὅ­σο κι ἄν προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ τὸ γε­μί­σουν μὲ νε­ρό, ἔ­με­νε ἄ­δει­ο πάν­το­τε, ἀ­φοῦ ἦ­ταν τρύ­πιος ὁ πά­τος του.
Αὐτὴ ἡ ζω­ὴ θὰ ἔχει μία καὶ μό­νο προ­ο­πτι­κή: τὸν θά­να­το. Γιατὶ θὰ εἶναι ζωὴ χωρὶς ἀγάπη (Α΄ Ἰω. 3, 14). Ἡ ἀ­κό­ρε­στη ἱ­κα­νο­ποί­η­ση τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας συ­νε­πά­γε­ται τὸν ἄ­με­σο ὑ­πο­βι­βα­σμὸ τοῦ κά­θε ἄλ­λου σὲ δεύ­τε­ρη μοί­ρα. Τὴν ἀ­νι­κα­νό­τη­τα νὰ ἀ­γα­πή­σου­με κάποιον ἄλ­λον πά­νω ἀ­π’­ τὸν ἑ­αυ­τό μας. Αὐτὸ ὅμως λέγεται: ἀ­πό­λυ­τη μό­νω­ση, καὶ εἶναι τὸ ἰ­σο­δύ­να­μο τῆς κό­λα­σης, τοῦ θα­νά­του. Δὲν εἶναι κόλαση τὸ νὰ μὴ σὲ ἀγαποῦν, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴν ἀγαπᾶς.
Τί τὴ θέ­λου­με τό­τε μιὰ ζω­ή, στὴν ὁ­ποί­α ἔ­χει ἤ­δη εἰ­σβά­λει καὶ ἔχει κάνει κα­το­χὴ ὁ θά­να­τος; Τό­σο μι­κρὲς εἶ­ναι λοι­πὸν οἱ ἀ­παι­τή­σεις μας; Τό­σο μί­ζε­ρα τὰ ὄ­νει­ρά μας; Τερ­μα­τί­ζουν μόνο σὲ μιὰ χα­μο­ζω­ὴ-κό­λα­ση; Ποῦ εἶ­ναι τὰ ὁ­ρά­μα­τά μας;
3.              Ἡ ἀ­λη­θι­νὴ ζω­ὴ
Καὶ πά­λι λέ­γει ὁ Χρι­στός, ὅ­τι ὅ­ποι­ος χά­σει μιὰ τέ­τοι­α ζω­ὴ γιὰ χά­ρη του, αὐ­τὸς θὰ βρεῖ τὴ ζωὴ καὶ θὰ τὴ ζή­σει πραγ­μα­τι­κὰ (Ματθ. 10, 39). Καὶ τί ἐν­νο­εῖ ὁ Χρι­στός, ὅ­ταν λέ­γει νὰ χά­σει κά­ποι­ος τὴ ζω­ή του γιὰ χά­ρη του;
Κά­ποι­ες φο­ρές, ὅ­πως στὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς ἁ­γί­ας Πα­ρα­σκευ­ῆς, νὰ τὴ θυ­σι­ά­σου­με ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου γι’ αὐ­τὸν μὲ τὸ μαρ­τύ­ριο.
Συ­νή­θως ὅ­μως, κα­θη­με­ρι­νά, σημαίνει νὰ βγαί­νου­με ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ τὸν ἐ­γω­κεν­τρι­κό μας τρό­πο ζω­ῆς. Νὰ δί­νου­με προ­τε­ραι­ό­τη­τα ὄ­χι στὰ δι­κά μας θε­λή­μα­τα, στὸ δι­κό μας ἐ­γώ, ἀλ­λὰ στὸν ἄλ­λον (Α΄ Κορ. 10, 24). Τὸν κά­θε ἄλ­λον. Τὸν Θε­ὸ ἢ τὸν ἄν­θρω­πο. Νὰ συγ­κρα­τοῦ­με κά­θε πά­θος, κά­θε κα­κί­α, κά­θε ἐ­γω­ι­στι­κὴ καὶ ἐκ­δι­κη­τι­κὴ κί­νη­ση πρὸς τὸν ἄλ­λο. Νὰ ἀ­γα­πή­σου­με αὐ­τὸν τὸν ἄλ­λο, ποὺ κά­πο­τε μπο­ρεῖ νὰ μὴν εἶ­ναι πιὰ τοῦ γού­στου μας, νὰ μὴ μᾶς ἀ­ρέ­σει κα­θό­λου. Μὲ μιὰ σχεδὸν παράλογη ἀγάπη, γιὰ τὸ δικό του καλό, τὴ δική του σωτηρία καὶ μόνο. Χωρὶς νὰ θέτουμε ὅρους ἢ δικές μας ἀπαιτήσεις, ξεχνώντας κάθε δικό μας θέλημα, συμφέρον, ὑπολογισμό. Νὰ ξε­φύ­γου­με δηλαδὴ ἀ­πὸ τὰ ἐν­τε­λῶς φυ­σι­κά (δηλαδὴ ἐ­γω­κεν­τρι­κὰ καὶ γι’ αὐ­τὸ ἀ­νά­ξια λό­γου) αἰ­σθή­μα­τά μας καὶ νὰ δοῦ­με στὸ πρό­σω­πό του τὴν εἰ­κό­να τοῦ Θε­οῦ. Τὰ σπά­νια καὶ ἀ­νε­κτί­μη­τα χα­ρί­σμα­τα μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α τὸν τί­μη­σε ὁ Θε­ός, καὶ ποὺ ὁ τυ­φλός μας ἐ­γω­κεν­τρι­σμὸς πει­σμα­τι­κὰ τὰ θά­βει καὶ τὰ ἀ­γνο­εῖ.
4.              Τὸ μαρ­τύ­ριο
Αὐ­τὸ ση­μαί­νει ὅ­μως γιὰ μᾶς ἀ­νὰ πᾶ­σα στιγ­μὴ κά­ποι­ο μι­κρὸ ἢ με­γά­λο μαρ­τύ­ριο. Πρᾶγ­μα ποὺ ἀ­πὸ φυ­σι­κοῦ μας ἀ­πο­στρε­φό­μα­στε. Πῶς ἐ­νερ­γοῦ­σαν οἱ ἅ­γιοι ὅ­μως;
Ἐ­πι­σκέ­φθη­κε κά­πο­τε τὸν ἀβ­βᾶ Ἀ­χιλ­λᾶ ἕ­νας γέ­ρον­τας μο­να­χὸς καὶ τὸν εἶ­δε νὰ βγά­ζει αἷ­μα ἀ­πὸ τὸ στό­μα του.
-  Τί εἶ­ναι αὐ­τό, πά­τερ; τὸν ρώ­τη­σε.
-   Αὐ­τό, ἀ­πάν­τη­σε ὁ ἀβ­βᾶς Ἀ­χιλ­λᾶς, εἶ­ναι ὁ λό­γος κά­ποι­ου ἀ­δελ­φοῦ ποὺ μὲ στε­νο­χώ­ρη­σε καὶ ἀ­γω­νί­στη­κα νὰ μὴν τὸν φα­νε­ρώ­σω. Καὶ προ­σευ­χή­θη­κα στὸν Θε­ὸ νὰ τὸν ἐ­ξα­φα­νί­σει ἀ­πὸ μέ­σα μου. Καὶ ἔ­γι­νε ὁ πι­κρὸς αὐ­τὸς λό­γος σὰν αἷ­μα στὸ στό­μα μου καὶ τὸν ἔ­φτυ­σα καὶ ἔ­τσι ἀ­να­κου­φί­στη­κα καὶ ξέ­χα­σα τὴ στε­νο­χώ­ρια μου.
Μᾶς πα­ρα­πέμ­πει τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ αὐ­τὸ εὐ­θέ­ως στὰ λό­για τοῦ ἀβ­βᾶ Λογ­γί­νου: «δὸς αἷ­μα καὶ λά­βε πνεῦ­μα» (Γε­ρον­τι­κόν, ἀβ­βᾶς Ἀ­χιλ­λᾶς, δ΄, ἀβ­βᾶς Λογ­γῖ­νος, ε΄).
Τὸ νὰ συγ­κρα­τεῖς κά­ποι­ο πά­θος, νὰ θυ­σιά­ζεις κά­ποι­α ἐ­πι­θυ­μί­α σου χάριν τοῦ ἄλλου, εἶ­ναι πο­λὺ δύ­σκο­λο. Σὰν νὰ χύ­νεις αἷ­μα. Νά, λοιπόν, τὸ μαρτύριο. Χύ­νον­τας ὅ­μως τὸ «αἷ­μα» αὐ­τό, λαμβάνουμε πνεῦ­μα. Τότε νοι­ώ­θου­με, κα­τὰ τὸν λό­γο τοῦ Χρι­στοῦ, τί θὰ πεῖ ἀ­λη­θι­νὴ ζω­ή. Μό­νο τό­τε δη­λα­δὴ χαιρόμαστε πραγ­μα­τι­κὰ τὴ ζω­ή μας. Μόνο τότε αὐτὴ ἔ­χει νό­η­μα, ποι­ό­τη­τα, χα­ρά. Ἡ κά­θε μας θυ­σί­α ἔ­χει καὶ ἄμεση ἀν­τί­δο­ση: τὴν εἰ­σβο­λὴ τῆς εὐ­λο­γί­ας τοῦ Θε­οῦ στὴ ζω­ή μας, ποὺ ἀν­τιστρέ­φει ὁ­ρι­στι­κὰ τὴν προ­ο­πτι­κή της: ἀντὶ γιὰ προ­ο­πτι­κὴ θα­νά­του τῆς δίνει προ­ο­πτι­κὴ ζω­ῆς. Ὅ­λο καὶ κα­λύ­τε­ρης ζω­ῆς. Καὶ ὄ­χι μό­νο τῆς αἰ­ώ­νιας, ὅ­πως νο­μί­ζουν με­ρι­κοί, ἀλ­λὰ καὶ τῆς ἐ­πί­γειας. Ποὺ μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καὶ μό­νο γί­νε­ται ὄχι ἁπλῶς βι­ώ­σι­μη, ἀλλὰ καὶ χαρούμενη. Ἀλ­λι­ῶς δὲν ὑ­πο­φέ­ρε­ται (ἅγ. Νι­κό­λα­ος Βε­λι­μί­ρο­βιτς).
Σ’ αὐ­τὸν τὸν ὄν­τως δυ­σκο­λώ­τα­το ἀ­γώ­να, στὸ κα­θη­με­ρι­νὸ μαρ­τύ­ριο τῆς ἀ­πάρ­νη­σης τῶν ἐ­γω­κεν­τρι­κῶν θε­λη­μά­των, μᾶς κα­λεῖ ὁ Χρι­στός.
5.              Ἡ ἄρ­νη­ση τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου
Καὶ ἐ­δῶ εἶ­ναι ποὺ σή­με­ρα ὁ Χρι­στια­νὸς ἀρ­νεῖ­ται τὸ μαρ­τύ­ριο. Τοῦ εἶ­ναι ἀ­δι­α­νό­η­το νὰ ἀ­παρ­νη­θεῖ ὅ­σα τοῦ ἀ­ρέ­σουν γιὰ χά­ρη κά­ποι­ου ἄλ­λου. Προ­σβάλ­λει ἔ­τσι καὶ ὑ­βρί­ζει ἀ­προ­κά­λυ­πτα τὴν ἁ­γί­α μας Πα­ρα­σκευ­ὴ καὶ ὅ­λους τοὺς ἁ­γί­ους, ἀ­φοῦ δεί­χνει μὲ τὴν πρά­ξη του πό­σο με­γά­λη ἀ­νο­η­σί­α καὶ βλα­κεί­α θε­ω­ρεῖ τὴ δι­κή τους ἐ­πι­λο­γή. Τυ­φλὸς καὶ μω­ρός, ἀλ­λὰ καὶ κου­φὸς γιὰ τὰ λό­για τοῦ Θε­οῦ (Μάρκ. 8, 17-18), ψά­χνει σὰν ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους κι αὐ­τὸς γιὰ τὴ δική του εὐ­και­ρί­α στὴ ζω­ή. Γιὰ μιὰ βου­λι­μι­κὴ ἀ­πό­λαυ­σή της. Κι ὅ­σο περ­νά­ει ἡ ἡ­λι­κί­α, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο τὸν πιά­νει ὑ­στε­ρί­α. Μὴ δὲν προ­λά­βει νὰ ρου­φή­ξει καὶ τὴν τε­λευ­ταί­α στα­γό­να ἀ­π’ τὸ πο­τή­ρι τῆς ἡ­δο­νῆς.
Νὰ μιὰ ἀ­νά­γλυ­φη πε­ρι­γρα­φὴ τῆς νο­ο­τρο­πί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που τῆς ἐ­πο­χῆς μας, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ταυ­τί­ζε­ται δυ­στυ­χῶς ἀ­πό­λυ­τα καὶ ὁ Χρι­στια­νός, ποὺ σή­με­ρα προσβλέπει πλέον στὴν Ἐκ­κλη­σί­α ὄχι γιὰ τὴν ἀ­λή­θεια, ὄχι γιὰ τὴ σωτηρία ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀλ­λὰ γιὰ ψυ­χο­λο­γι­κὴ καὶ μό­νο εὐ­φο­ρί­α, γιὰ νὰ νοι­ώ­σει ἁ­πλῶς κα­λά, νὰ δι­ώ­ξει τὸ ἄγ­χος καὶ ὅ,τι ἄλ­λο τὸν τα­λαι­πω­ρεῖ ψυ­χο­λο­γι­κά.
«Ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος δὲν κα­τα­τρέ­χε­ται ἀ­πὸ ἐ­νο­χὴ για­τὶ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ εὐ­θυ­γραμ­μί­σει τὸν βί­ο του μὲ κά­ποι­ον ὑ­περ­κεί­με­νο καὶ δε­σμευ­τι­κὸ Νό­μο, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ ἀ­γω­νί­α καὶ ἄγ­χος για­τὶ ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ δι­α­κρί­νει κά­ποι­ο νό­η­μα σὲ ὅ,τι κά­νει. Ζεῖ στὸ ἀ­πό­λυ­το τώ­ρα, χω­ρὶς τὸν ὁ­ρί­ζον­τα τοῦ μέλ­λον­τος καὶ μὲ ἰ­σχνὸ ἕ­ως μη­δε­νι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον γιὰ τὸ πα­ρελ­θόν…
Τὸ κυ­ρί­αρ­χο πά­θος συ­νί­στα­ται στὸ νὰ ζεῖς γιὰ τὴ στιγ­μή, ἐ­πι­κεν­τρω­μέ­νος στὸν ἑ­αυ­τό σου, ἀ­δι­α­φο­ρών­τας γιὰ προ­γό­νους καὶ ἀ­πο­γό­νους, χω­ρὶς τὴν αἴ­σθη­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς συ­νέ­χειας, τὴν αἴ­σθη­ση ὅ­τι ὡς ἄν­θρω­ποι ἀ­νή­κου­με σὲ μί­α δι­α­δο­χὴ γε­νε­ῶν ποὺ ἐκ­κι­νοῦν ἀ­πὸ τὸ πα­ρελ­θὸν καὶ προ­ε­κτεί­νον­ται στὸ μέλ­λον.
Τὸ πρό­βλη­μα ἐν­τεί­νε­ται ἀ­πὸ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι οἱ θε­ρα­πευ­τὲς ποὺ γί­νον­ται σή­με­ρα δη­μο­φι­λεῖς, …ἑ­στιά­ζουν τὴν πα­ρέμ­βα­σή τους στὴν ἐκ­πλή­ρω­ση τῶν συ­ναι­σθη­μα­τι­κῶν ἀ­παι­τή­σε­ων τοῦ ἀν­θρώ­που. Τὸ ἐν­δε­χό­με­νο νὰ ἐν­θαρ­ρυν­θεῖ ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος νὰ ὑ­πο­τά­ξει τὶς ἀ­νάγ­κες του καὶ τὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τά του σὲ αὐ­τὰ ἑ­νὸς ἄλ­λου ἀν­θρώ­που, ἀ­κό­μα καὶ τῶν πιὸ κον­τι­νῶν καὶ «ἀ­γα­πη­τῶν», …εἶ­ναι συ­νή­θως ἐ­κτὸς συ­ζή­τη­σης. Ἡ ἀ­γά­πη ὡς θυ­σί­α καὶ προ­σφο­ρά, τὸ νό­η­μα ὡς ὑ­πο­τα­γὴ σὲ μί­α πί­στη ποὺ μᾶς ὑ­περ­βαί­νει, κρί­νον­ται ὡς ἀ­φό­ρη­τα κα­τα­πι­ε­στι­κές, προ­σβλη­τι­κὲς γιὰ τὸν κοι­νὸ νοῦ καὶ ἐ­πι­ζή­μι­ες γιὰ τὴν προ­σω­πι­κὴ εὐ­η­με­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που ἐ­πι­λο­γὲς» (π. Εὐ­αγγ. Γκα­νᾶ, Ἡ Ποι­μαν­τι­κὴ στὰ χρό­νια τῆς ἐκ­κο­σμί­κευ­σης, ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 81, 2 [2010], σ. 58-59).
Ἕ­νας τέ­τοι­ος ἄν­θρω­πος ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ κα­τα­νο­ή­σει ὅ­τι ἡ ζω­ὴ ἀ­λη­θεύ­ει, γί­νε­ται αὐ­θεν­τι­κὴ καὶ ἀ­πο­κτά­ει πλη­ρό­τη­τα, μό­νο ὅ­ταν πε­τυ­χαί­νει τὴ θυ­σι­α­στι­κὴ συ­νύ­παρ­ξη μὲ τὸν ἄλ­λον, γιὰ χά­ρη τοῦ ἄλ­λου. Κά­τι ποὺ μπο­ρεῖ νὰ λά­βει χώ­ρα μό­νο στὴν ἀ­λη­θι­νὴ κοι­νω­νί­α καὶ ἀ­μοι­βαι­ό­τη­τα τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος, τοῦ σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, ὅ­που οἱ πάν­τες «μέ­λη ἐ­σμὲν» (Ἐ­φεσ. 5, 30). «Μέ­σα στὴν ἀ­μοι­βαί­α αὐ­τὴ κοι­νω­νί­α κα­νέ­νας δὲν προ­σπα­θεῖ νὰ κά­νει κά­τι γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του, ἀλ­λὰ ὅ­λοι συν­δέ­ον­ται με­τα­ξύ τους μὲ τὴν ἀ­δι­αί­ρε­τη χά­ρη καὶ δύ­να­μη τῆς μιᾶς πί­στε­ως. Καὶ ὅ­λων ἡ καρ­διὰ καὶ ἡ ψυ­χὴ εἶ­ναι μί­α, ὥ­στε ἀ­πὸ πολ­λὰ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ μέ­λη νὰ φαί­νε­ται ἕ­να σῶ­μα ἄ­ξιο ἀ­λη­θι­νὰ τοῦ Χρι­στοῦ» (ἁγ. Μα­ξί­μου Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ, Μυ­στα­γω­γί­α, 1, 3).
6.              Ὁ ἄ­θε­ος Χρι­στια­νὸς
Ἡ ἄρ­νη­ση τοῦ ση­με­ρι­νοῦ Χρι­στια­νοῦ νὰ συμ­με­τά­σχει στὸ ὄν­τως συγ­κλο­νι­στι­κὸ γε­γο­νὸς μιᾶς τέ­τοι­ας κοι­νω­νί­ας, εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ἄρ­νη­ση τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου. Ἂν δὲν φο­βᾶ­ται τὶς λέ­ξεις, πρέ­πει νὰ τὸ πα­ρα­δε­χθεῖ ξε­κά­θα­ρα, πὼς μὲ μιὰ τέ­τοι­α ἐ­πι­λο­γὴ παύ­ει πιὰ ὁ­ρι­στι­κὰ νὰ εἶ­ναι Χρι­στια­νός. Δὲν ἀ­νή­κει στὸ ἑ­νια­ῖο σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀ­π’ τὴ στιγ­μὴ ποὺ δὲν ἐγ­κολ­πώ­νε­ται τὸ πνεῦ­μα αὐ­τα­πάρ­νη­σης ποὺ ζη­τᾶ ὁ Χρι­στὸς (Λουκ. 9, 23) καὶ ἀ­πορ­ρί­πτει τὰ μέ­λη τοῦ Χρι­στοῦ, (ἕ­να ἢ πολ­λά, δὲν παί­ζει ρό­λο), ἔ­χει ἀ­πορ­ρί­ψει τὸν Χρι­στό. Καὶ ἀ­πορ­ρί­πτε­ται φυ­σι­κὰ καὶ ἀ­πὸ αὐ­τόν. «Οὐκ ἔ­στι μου ἄ­ξιος», λέ­ει γι­’­ αὐ­τὸν ὁ Χρι­στὸς (Ματθ. 10, 38), ποὺ μᾶς θέ­λει Χρι­στια­νοὺς στὰ ἔρ­γα καὶ ὄ­χι μόνο στὰ λό­για (Ματθ. 7, 21).
Ἂς μὴ ζεῖ κα­νεὶς λοι­πὸν μὲ αὐ­τα­πά­τες. Ἂς βγεῖ ἐ­πι­τέ­λους ἀ­πὸ τὴν ψευ­δαί­σθη­ση, μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἀ­πο­κοι­μί­ζει τὴ συ­νεί­δη­σή του. Ἀ­π’ τὴ στιγ­μὴ ποὺ δὲν σταυ­ρώ­νει τὶς ἁ­μαρ­τω­λὲς (νό­ει πάν­τα: ἐ­γω­κεν­τρι­κὲς) ἐ­πι­θυ­μί­ες καὶ τὰ πά­θη του (Γαλ. 5, 24), ἀλ­λὰ συ­σχη­μα­τί­ζε­ται (Ρωμ. 12, 2) καὶ ζεῖ σὰν ὅ­λο τὸν κό­σμο ποὺ «κεῖ­ται ἐν τῷ πο­νη­ρῷ» (Α΄ Ἰ­ω. 5, 19), ζεῖ δη­λα­δὴ μό­νο γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του, τότε δὲν εἶ­ναι πιὰ Χρι­στια­νός, ἀλ­λὰ ἀρ­νη­τὴς τοῦ Χρι­στοῦ. Δὲν ἔ­χει καμ­μιὰ σχέ­ση μα­ζί του. Δὲν εἶ­ναι τοῦ Χρι­στοῦ. Τε­λεί­α καὶ παῦ­λα. Δὲν γί­νε­ται νὰ πλέ­ει ἀδιάκοπα πα­τών­τας σὲ δυ­ὸ βάρ­κες ταυ­τό­χρο­να. Εἶ­ναι «υἱ­ὸς τοῦ αἰ­ῶ­νος τού­του» (Λουκ. 16, 8· 13), ναί! Ὄ­χι ὅ­μως καὶ Χρι­στια­νός.
Καὶ ὁ Χρι­στὸς μὲ τὴ σει­ρά του, σε­βό­με­νος ἁ­πλῶς ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος ἐν ἐ­λευ­θε­ρί­ᾳ ἐ­πιλέγει, δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸν ἀ­να­γνω­ρί­σει γιὰ δι­κόν του (Λουκ. 13, 25-27).
7.              Ἡ ἀν­τι­στρο­φὴ τῆς πο­ρεί­ας
Ὁ ση­με­ρι­νὸς Χρι­στια­νὸς θά ‘πρε­πε νὰ συγ­κλο­νι­σθεῖ ἀ­πὸ τὴν εἰ­λι­κρι­νῆ ὁ­μο­λο­γί­α τῆς Γαλ­λί­δας συγ­γρα­φέ­ως Σι­μὸν ντὲ Μπο­βου­ὰρ (στὸ ἔρ­γο της «Πῶς ἔ­γι­να συγ­γρα­φέ­ας»): «Πο­τὲ δὲν ἀ­παρ­νι­ό­μουν πράγ­μα­τα ποὺ μ’ εὐ­χα­ρι­στοῦ­σαν, ἐ­πει­δὴ δῆ­θεν ὁ Θε­ὸς τὰ ἀ­πα­γό­ρευ­ε. Ἄ­ρα δὲν πί­στευ­α πιὰ σ’ ἐ­κεῖ­νον!»
Και­ρὸς λοιπὸν νὰ ἀλ­λά­ξει πο­ρεί­α, νὰ δι­α­χω­ρί­σει τὸν δρό­μο του ἀ­πὸ τὸν κό­σμο. Νὰ ἀρ­χί­σει νὰ γί­νε­ται σι­γὰ-σι­γὰ τοῦ Χρι­στοῦ, σταυ­ρώ­νον­τας τὰ ἀ­να­ρίθ­μη­τα, ἀ­νό­η­τα καὶ κα­τα­στρο­φι­κὰ «θέ­λω» του, τὰ φυσικά του (καὶ γι’ αὐτὸ καθόλου πνευματικὰ) αἰσθήματα, ἀ­πο­δε­χό­με­νος μὲ καλή, θυσιαστικὴ καὶ ἀγαπητικὴ διάθεση τὸν κά­θε ἄλ­λον «ἀ­δελ­φὸ» τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀ­πὸ τὴ λα­τρεί­α τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του, ποὺ συ­νι­στᾶ ἔμ­πρα­κτη ἀ­πι­στί­α καὶ ἀ­θε­ΐ­α, νὰ γί­νε­ται ὅ­λο καὶ πιὸ συ­νει­δη­τὰ πι­στός, «ποι­ῶν τὸ θέ­λη­μα τοῦ Πα­τρὸς» (Ματθ. 7, 21), δηλαδὴ τὴ μία καὶ μοναδικὴ ἐντολή του γιὰ γνήσια, θυσιαστικὴ ἀγάπη, χωρὶς ὅρους καὶ ὑπολογισμό, πρὸς τὸν κάθε ἄλλον (Α΄ Ἰω. κεφ. 3, 4, 5· Β΄ Ἰω.· Α΄ Κορ. 10, 24· 33). Καὶ ὁ Χρι­στὸς ἀπ’ τὴ μεριά του πάν­τα τὸν περιμένει, τὸν ἀγαπάει, τὸν ἀγκαλιάζει ὁποτεδήποτε θελήσει νὰ ἐπιστρέψει, νὰ ξαναγίνει πιστός.
Ἡ ἁ­γί­α Πα­ρα­σκευ­ὴ ποὺ θυ­σί­α­σε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ τὴ ζω­ή της προ­σφέ­ρον­τας τὸ αἷ­μα της γιὰ τὸν Χρι­στό, ἂς μᾶς ἐ­νι­σχύ­ει μὲ τὶς πρε­σβεῖ­ες της νὰ κα­τα­νο­οῦ­με πρῶτα καὶ κατόπιν νὰ ἀ­πο­δε­χό­μα­στε τὸ κα­θη­με­ρι­νό μαρ­τύ­ριο τῆς θυ­σί­ας τῶν ἐ­γω­κεν­τρι­κῶν μας θε­λη­μά­των. Καὶ ἐν συνεχείᾳ νὰ προ­σφέ­ρου­με μὲ πρό­θυ­μη δι­ά­θε­ση τὸ «αἷ­μα» τῆς θυ­σί­ας μας αὐ­τῆς ὡς λο­γι­κὴ λα­τρεί­α στὸν Κύ­ριο (Ρωμ. 12, 1), γιὰ νὰ λά­βου­με κι ἐ­μεῖς πνεῦ­μα, χά­ρη, ζω­ὴ ἀ­λη­θι­νή, ὅ­πως ἐ­κεί­νη, με­τὰ πάν­των τῶν ἁ­γί­ων. Ἀ­μήν.


Ἀ ν τ ι ύ λ η
Ἱ. Ναὸς Ἁγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα
Τηλ. 26820 25861/23075/6980 898 504
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου