Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

ΨΩΜΙ - ΠΑΙΔΕΙΑ - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ: αίτημα σε εκκρεμότητα

Το κείμενο δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Σαν χθες», στο περ. Η Δράση μας,
τχ. 533, Νοέμβριος 2015.

Ήταν σαν χθες. Γυρίζουν όλα στη μνήμη μου απόψε και αναδύουν τα ίδια αισθήματα κείνου του καιρού. Ζωντανεύουν πάλι τη νεανική δροσιά της ασυνθηκολόγητης εξέγερσης. Όμως το σήμερα συγκρατεί τα συναισθήματα. Μεταστρέφει περήφανες και ενθουσιαστικές σκέψεις.
Γυρίζει  η μνήμη σε πρόσωπα και καταστάσεις. Διαβάζει το χρόνο στιγμιαία και βγάζει τα συμπεράσματά της.
 Ήμουν δεν ήμουν τότε εικοσάρης φοιτητής του Πολυτεχνείου. Μεγαλωμένος με τα ιδανικά της ελευθερίας που φούσκωναν τότε –λόγω ηλικίας– τα νεανικά μου στήθη. Με τ’ Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη χιλιοτριμμένα απ’ τις συνεχείς αναγνώσεις. Με τις οικογενειακές περγαμηνές στα βορειοηπειρωτικά βουνά στον πόλεμο του ’40 να βαραίνουν τους ώμους μου την παράδοση της λευτεριάς.
Γι’ αυτή τη δίψα της λευτεριάς κλείστηκα κι εγώ μέσα στη σχολή μου κείνο το απόγευμα. Έσφιξα τις γροθιές μου και φώναζα για ψωμί, παιδεία, ελευθερία. Όρθωσα κι εγώ τότε το ανάστημά μου ενάντια στην ξενόφερτη δουλεία. Ζητούσα μ’ όλο το νεανικό μου πείσμα την αυτοδιάθεση της χώρας μου. Επόμενος των ηρώων που τίναξαν πριν χρόνια πριν τον οθωμανικό ζυγό. Αυτών που προέταξαν τα στήθη σε σιδηρόφρακτες φασιστικές αυτοκρατορίες. Έβαζα στο πρόσωπό μου ένα βρεγμένο πανί και ύψωνα τη φωνή μου ενάντια στην ξενοκίνητη αμερικανόφερτη εισβολή της δικτατορίας στη ζυμωμένη με τη λευτεριά πατρίδα μου.
Δίπλα μου παιδιά σαν εμένα, αψηφούσαν τη στρατιωτική κινητοποίηση εναντίον μας. Δίχως άλλο και τώρα – χρόνια μετά – που το σκέφτομαι, όλοι μας είχαμε ιδανικά. Ποθούσαμε για λευτεριά. Θέλαμε δημοκρατικό κοινοβούλιο, ελευθεροτυπία, ελεύθερη διακίνηση απόψεων. Φωνάζαμε. Τολμήσαμε. Γίναμε ινδάλματα στα αμέσως επόμενα χρόνια. Είμαστε η γενιά του Πολυτεχνείου.
Σήμερα βλέπω τους γκρίζους κροτάφους μου. Γυρίζω μια στο νεανικό μας επαναστατικό και φιλελεύθερο αγώνα και μια στη σημερινή ελλαδική πραγματικότητα! Η γενιά μου ξαργύρωσε σχεδόν σύσσωμη στην τράπεζα της καθημερινότητας τα εύσημα της επανάστασής της. Πολιτικοί, άνθρωποι των γραμμάτων και της τέχνης, με τη βιτρίνα εκείνων των γεγονότων κατάφεραν να αστικοποιηθούν πλήρως στην ξενόφερτη και υλιστικοδυτικότροπη πραγματικότητα της εποχής. Η κομματική λερναία ύδρα κατάπιε τον αγώνα μας. Τόσο καταλυτικά, που λες και δεν έμεινε τίποτα από την πείνα και δίψα του τότε για ελευθερία και δημοκρατία.
Αυτό το έργο βέβαια το είχα ξαναδεί. Το είδα να παίζεται χρόνια σε βάρος των αγωνιστών του άδολου ’21. Πέσαν πάνω στην ανιδιοτελή φιλοπατρία ένα σωρό στρατευμένοι «ειδικοί» για να ερμηνεύσουν τη θυσιαστική φιλοπατρία των προγόνων τους με τα οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά κριτήριά τους. Τους φόρεσαν την ιδεολογική στολή τους και τους δειγμάτιζαν στην ιστορική πασαρέλα, αδιαφορώντας για την άτιμη αδικία σε βάρος τους.
Το ξανάδα στο ίδιο μοτίβο με τους αδούλωτους του ’40. Τότε πού ἡ ιδεολογική αγκύλωση δε μπορούσε να δεχθεί ότι ο πρωθυπουργός του ΟΧΙ είχε τη φιλοπατρία ν’ ἀντιταχθεί στη φασιστική εισβολή.
Το είδα και πάνω μου. Στον προσωπικό μου αγώνα. Αυτόν που βάφτηκε επιμελημένα κόκκινος και εξαργυρώθηκε ευτελέστατα στα μικροπολιτικά συμφέροντα το μεταπολιτευτικής περιόδου.
Θλίβομαι σήμερα και κάθε τέτοια επέτειο. Θλίβομαι για την πατρίδα πού γέννησε τη δημοκρατία. Θλίβομαι για την Ελλάδα πού απέτρεπε πάντα μέσα στην ιστορική της πορεία την όποια υποδούλωση. Θλίβομαι γιατί λίγοι, ελάχιστοι, μπορούν να προσεγγίσουν και να αφουγκραστούν ελεύθερα και άρα αληθινά τις όποιες θυσίες των προγόνων τους. Λίγοι μπορούν να προσεγγίσουν τα γεγονότα της γενιάς του Πολυτεχνείου μακριά από πολιτικές, οικονομικές και ξενοκίνητες καπελώσεις. Άρα λίγοι αφουγκράζονται τη δίψα για λευτεριά. Τη θυσία και τη νεανική αυταπάρνηση της εξέγερσης.
Μα πιότερο θλίβομαι γιατί αυτή ἡ αδικία δεν έχει να κάνει με την υποτίμηση της δικής μου προσφοράς –τούτο ελάχιστα με νοιάζει– εκείνα τα χρόνια. Όσο έχει να κάνει με την αδυναμία να προσλάβουν οι πολλοί τον ηρωικό και φιλελεύθερο αγώνα του Πολυτεχνείου και της γενιάς του.
Κι όσο θα πλησιάζουμε την ιστορία με τις ιδεολογικές προκαταλήψεις μας, όσο θα γινόμαστε κάπηλοι της ασίγαστης δίψας των νέων κάθε εποχής για ελευθερία, τόσο θα στρώνουμε το χαλί στην όποια ξενόφερτη επιβουλή. Κι όσοι φωνάζουν σήμερα ενάντια στην ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση, ενάντια στον αφελληνισμό της «ευρωπαϊκής ιδέας», ενάντια στην προσπάθεια αποκοπής απ’ το ρίζες τις ρίζες της πολιτισμικής μας παράδοσης, ενάντια στη λήθη της εθνικής μας ιστορικής μνήμης, φωνάζουν –εγώ το αισθάνομαι– το ίδιο σύνθημα προσαρμοσμένο στο τώρα.
Ψωμί, παιδεία, ελευθερία, έξω ἡ ξένη κυριαρχία.
Πού να τα πω αλήθεια όλα αυτά ; Ίδια χθες, ίδια προχθές, ίδια μεθαύριο. Όμοια νιώθω κι εγώ. Ίδια χθες, ίδια προχθές, ίδια μεθαύριο. Ξεφεύγω από την ατομιστική συμφεροντολογία της εκμετάλλευσης της όποιας θυσίας και φθάνω στην ανόθευτη έφεση το πάντοτε νεανικής ψυχής για λευτεριά, δημοκρατία και ιστορική συνέχεια του τόπου μου. Δεν πετώ στα σύννεφα, όπως ειρωνικά υποστηρίζουν κάποιοι «ρεαλιστές». Γνωρίζω πολύ καλά αυτό πού έγραψε ὁ Γιώργος Θεοτοκάς, ότι «όσοι μιλούν τέτοια γλώσσα σε εποχές πού ξεσπάνουν και συγκρούονται οι φανατισμοί και τα εμφύλια μίση, δεν πρέπει βέβαια να περιμένουν πως θα βρουν τριγύρω κατανόηση και επιδοκιμασίες». [1]

Ένα πράγμα μόνο με παρακίνησε κι εμένα να γράψω. Το ίδιο πού παρακίνησε χρόνια πριν και τον Μακρυγιάννη «ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι· όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθένας, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι όλοι μαζί, και να μην λέγη ούτε ο δυνατός ‘εγώ’, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς ‘εγώ’; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκειάση, ή χαλάση, να λέγη ‘εγώ’· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκειάνουν, τότε να λένε ‘εμείς’. Είμαστε εις το ‘εμείς’ κι’ όχι εις το ‘εγώ’». [2]

[1] Γ. Θεοτοκάς, «Η ιδεολογική κρίσις της εποχής μας», στο  Στοχασμοί και θέσεις, πολιτικά κείμενα 1950-1966, τόμ. Β΄, εκδ. Εστία, Αθήνα 1996.
[2] Στρατηγού Mακρυγιάννη, Aπομνημονεύματα, τόμ. B΄, εκδ. Eλληνικά Γράμματα/Tα Nέα, Αθήνα 2006, σε ψηφιακή μορφή εδώ (Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου