Όλη η Τραπεζούντα σκεπασμένη με χιόνι, που δεν έπαψε να πέφτει πυκνό.
Ο Νίκος κοιμότανε ακόμη – χόρταινε ύπνο τώρα που είχαν διακοπές, – όταν η Δέσποινα * τυλιγμένη στο σάλι της βγήκε απ’ το σπίτι και τράβηξε κατά την αγορά, περνώντας απ’ τα στενοσόκακα του Αγίου Βασιλείου.
Βρήκε τον Μολλά Μουσταφά τον ωρολογά στο εργαστήρι του, ένα πραγματικό μεγάλο κιβώτιο κολλημένο στο ντουβάρι του τζαμιού που ήταν εκεί στην άκρη της αγοράς. Στην πρόσοψη του δίπλα στην πόρτα είχε ένα παράθυρο, όπου ήταν ακουμπισμένος από μέσα ο πάγκος της δουλειάς του.
Ένα τενεκεδένιο μαγκάλι ζέσταινε όπως-όπως το ιδιόρρυθμο εκείνο εργαστήρι.
-Καλώς την κυρα Δέσποινα! Τι κάνει το παλληκάρι σου;
Κάθισε η Δέσποινα κοντά στο μαγκάλι και, ζεσταίνοντας τα παγωμένα χέρια της, λέγει του Τούρκου:
-Μολλά Μουσταφά, ο μακαρίτης ο άντρας μου μου 'λεγε πως σ’ αγαπούσε σαν πατέρα και συ τον αγαπούσες σαν παιδί σου. Έτσι κι εγώ, όπως έμεινα έρμη με τ’ ορφανό μου χωρίς κανένα συγγενή, ήρθα σε σένα για μια χάρη, που δεν μπορώ να την ζητήσω από κανένα Χριστιανό, γιατί δεν θα θελα να μάθει κανείς το μυστικό μου…
-Σ’ ακούγω, κυρα Δέσποινα, όπως θα 'κουγα την κόρη μου λέγε…
Η Δέσποινα έβγαλε απ’ τις δίπλες του ζωναριού της τ’ ωρολόγι με τη χρυσή του καδένα και τ’ άπλωσε του γέρου:
-Είναι τ’ ωρολόγι του Σάββα. Δεν θέλω να το πουλήσω. Μα έχω ανάγκη από χρήματα. Θέλω να στ’ αφήσω ενέχυρο για μια λίρα.
Και του διηγήθηκε την ιστορία «της στολής» του Νίκου. Του είπε στο τέλος πως ήταν πρόθυμη να δώσει τον τόκο που θα όριζε εκείνος.
Ο Μολλά Μουσταφάς την άκουσε τραβώντας το χοντρό του κομπολόι. Σηκώθηκε έπειτα, σκάλισε μέσ’ στο συρτάρι του πάγκου του και βγάζοντας δυο λίρες χρυσές, τις άπλωσε της Δέσποινας.
-Τ’ ωρολόγι αξίζει πολύ περισσότερα. Πάρε δυο λίρες, γιατί δεν θα χρειαστείς μόνο τα ραφτικά… Όσο για τον τόκο, να μη γίνεται λόγος… Μόνη σου το είπες. Τον Σάββα τον αγαπούσα σαν παιδί μου.
Πήρε τ’ ωρολόγι με την καδένα και το 'κλεισε στο ίδιο συρτάρι απ’ όπου έβγαλε τις λίρες.
Η Δέσποινα τον ευχαρίστησε κι ετοιμάστηκε να φύγει.
-Μια στιγμή, της λέγει ο Μολλάς. Θα σου ζητήσω κι εγώ μια χάρη.
-Σ’ ακούω, Μολλά Μουσταφά.
Ο Τούρκος σηκώθηκε και στάθηκε με την πλάτη μπρος στην πόρτα, σε τρόπο που να μη μπορεί να την ανοίξει κανείς απ’ έξω.
-Άκου, κόρη μου! …Πρώτα θέλω να μ’ ορκιστείς στην ψυχή του Σάββα πως θα κρατήσεις μυστικό αυτό που θα σου πω… Μπορείς;
-Στην ψυχή του Σάββα; Ορκίζομαι, είπε κατηγορηματικά η Δέσποινα.
-Σ’ ευχαριστώ, παιδί μου. Άκουσε τώρα… Απόψε τη νύκτα… ίσως τα μεσάνυχτα θα στείλω σπίτι σου μια γυναίκα με το κοριτσάκι της… Πρέπει να πάνε μ’ εσένα και τον Νίκο μαζί στην εκκλησία… Είναι Χριστούγεννα και πρέπει να κοινωνήσουν…
-Δεν είν’ απ’ εδώ;
-Μη μ’ αρωτάς… Άφησε να τελειώσω… Μετά την μετάληψη θα τις πάρετε μαζί στο σπίτι σου. Θα φύγουν πάλι την νύχτα… Όποιος σ’ αρωτήσει ποιες είναι, θα πεις πως είναι γνωστές σας από το χωριό, για από κάποια άλλη πολιτεία.
-Μα, αφού ορκίστηκα, γιατί δεν μου λες ποιες είναι;
Ο Μολλά Μουσταφάς δεν απήντησε αμέσως. Άνοιξε την πόρτα, έριξε μια ματιά έξω στο δρόμο. Ξανάκλεισε και ακούμπησε και πάλι με την πλάτη στην πόρτα και μίλησε:
-Κυρα Δέσποινα. Η γυναίκα που θα σουρθεί είναι η κόρη μου και το κοριτσάκι της, εγγονή μου! …Για να καταλάβεις πόσο είναι επικίνδυνο αυτό που θα γίνει, μάθε πως ο άντρας της, ο γαμπρός μου, είναι ο γιουζπασής ο Σελίμ, …Τούρκος, μουσουλμάνος. Μένουν στα Πλάτανα. Τις έφερα εδώ για μια βδομάδα στο σπίτι μου… για τα Χριστούγεννα…
-Θεέ μου…, ξέφυγε σαν κραυγή τρόμου η επίκληση αυτή απ’ το στόμα της Δέσποινας…
-Αν φοβάσαι, δεν θα σου έρθουν, λέγει με χαμηλή φωνή ο Μολλά Μουσταφάς.
-Όχι… όχι… να έρθουν… να έρθουν, φωνάζει η Δέσποινα και τα μάτια της γεμίζουν με δάκρυα.
Δακρύζει κι ο Μολλάς, και ξεκολλάει από την πόρτα, τραβά και κάθεται δίπλα στο μαγγάλι χωρίς να πει τίποτε άλλο.
Σηκώνεται η Δέσποινα. Προτού ν’ ανοίξει την πόρτα, ρωτάει με σιγανή φωνή:
-Πώς είν’ τ’ όνομα της;
-Η κόρη μου Μαρία, η κορούλα της Άννα. Εκείνες ας κοινωνήσουν. Εγώ θα κάμω Χριστούγεννα με «τ’ αντίδωρο» που θα μου φέρουν…
Δυο ώρες απ’ τα ξημερώματα τράβηξαν για την εκκλησία η Δέσποινα με την Μαρία και την οκτάχρονη Άννα. Ο Νίκος, με την καινούργια του στολή, τους συνόδευε. Ήταν ακόμη άδεια η εκκλησία. Οι γυναίκες ανέβηκαν στον «γυναικωνίτη» και έπιασαν την πιο απόμερη σκοτεινή γωνιά.
Με το τέλος της λειτουργίας κατέβηκαν, κοινωνήσανε και επέστρεψαν στο σπίτι κρύβοντας το πρόσωπο κάτω απ’ το σάλι τους, όπως έκανε όλος ο κόσμος το παγωμένο εκείνο πρωινό…
Πέρασαν δέκα χρόνια από κείνα τα Χριστούγεννα… Πέθανε σ’ αυτό το διάστημα ο Μολλά Μουσταφάς. Πέθανε κι ο Σελίμ, ο γαμπρός του. Σκοτώθηκε σε κάποια μάχη.
Είκοσι τρία χρόνια ύστερα απ’ τον θάνατο του Σάββα, η Δέσποινα έδωσε το χρυσό τ’ ωρολόγι με την καδένα του στον γυιό της τον Νίκο, την ημέρα που τον στεφάνωνε με την Άννα, την εγγονή του Μολλά Μουσταφά.
Ποντιακή Εστία, 5(1954) σσ. 2885-88
στά «Κρυπτοχριστιανικά κείμενα»
του Νικ. Π. Ανδριώτη, Θεσσαλονίκη, 1974.
στά «Κρυπτοχριστιανικά κείμενα»
του Νικ. Π. Ανδριώτη, Θεσσαλονίκη, 1974.
* Η Δέσποινα, νεαρή χήρα, πασχίζει νά μεγαλώσει το τρίχρονο αγοράκι της δουλεύοντας ράφτρα. Όταν πια, γερασμένη πρόωρα, δεν μπορεί να εργασθεί, αρχίζει να ξεπουλά όσα πολύτιμα είχε με τελευταίο το χρυσό ωρολόγι του μακαρίτη, που δεν της κάνει καρδιά να το αποχωρισθεί. Όμως ο Νίκος της έπρεπε να έχει τη μαθητική «στολή» του πριν τα Χριστούγεννα…
"Εγώ θα κάμω Χριστούγεννα με «τ’ αντίδωρο» που θα μου φέρουν . . ."
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εμείς; Οι "χριστιανοί" κατ' όνομα που δεν αινούμε τον Χριστό μας, τι θα κάνουμε τώρα με τις εκκλησίες κλειστές; Κι εμείς μάλλον με το αντίδωρο θα την περάσουμε, με μια όμως διαφορά. Ο Μουσταφά ένιωθε "έστω με αυτό", εμείς νιώθουμε το ίδιο, ή θα μας λέιψει πιο πολύ το . . . ρεβεγιόν, κι όχι η κοινωνία μας με τον Θεάνθρωπο; Δυστυχώς, μάλλον το δεύτερο. Κι ευτυχώς, επέτρεψε ο Κύριος τον κορονοϊό για να μας προστατέψει από την αγνωμοσύνη μας απέναντί Του και να μας (ξανα)βοηθήσει να καταλάβουμε ότι στραβά αρμενίζουμε τόσο καιρό . . .
Ευχαριστούμε για αυτό το κείμενο - καμπανάκι, δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν.
Και μεις ευχαριστούμε για την εύστοχη παρέμβασή σας!
ΑπάντησηΔιαγραφή