Αυτό το γκρι πουλόβερ του κυρ Γιάννη το ξέρω πολύ καλά. Εσείς βέβαια γνωρίζετε τον μακαριστό Χριστόδουλο, τον διάσημο αδελφό του και πιθανώς και τον ίδιο τον αείμνηστο πλέον Ιωάννη Παρασκευαΐδη.
Όμως το γκρι πουλόβερ είναι που κρύβει μυστικά... Όπως και ένα άλλο που φορούσε, θαλασσί στο χρώμα της αεροπορίας όπως λέγαμε κάποτε. Αυτά τα δύο είχε.
Αρχικά είχε μόνο το γκρι το οποίο με τα χρόνια τρίφτηκε στους αγκώνες και μετά στο σημείο αυτό εμφανίστηκαν κάτι διακριτικές μεν, τρύπες δε.
Ο κυρ Γιάννης όμως δεν ενοχλείτο απ' αυτό. Συνέχιζε να το φοράει και κουβέντα δεν δεχόταν περί αντικατάστασης καθώς δεν ήθελε να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του. Πολλοί (ακόμη και από τους κοντινούς του ανθρώπους) τον θεωρούσαν τσιγκούνη αλλά αυτός ήταν σφιχτοχέρης σε ό,τι αφορούσε τον ίδιο και ανοιχτοχέρης για τους έχοντες ανάγκη συνανθρώπους του.
Χρόνια ολόκληρα τον βλέπαμε καθημερινά στο μητροπολιτικό μέγαρο να ζει στο μικρό του δωματιάκι μια ιδιότυπα ασκητική ζωή, παράλληλη με την ζωή του αδελφού του (του δεσπότη) και των πατέρων που μπαινόβγαιναν εκεί. Λες και υπήρχε ένας κόσμος που αφορούσε μόνο τον ίδιο ενώ ταυτόχρονα δεν έπαυε να είναι ενήμερος για όσα συνέβαιναν γύρω του. Ουδέποτε δανείστηκε από τα επισκοπικά "μεγαλεία", τις υψηλές γνωριμίες και την τεράστια φήμη του αδελφού του και μάλιστα πολλές φορές ήταν αντίθετος με κάποια από αυτά που δεν είχαν ασκητική υφή. Ο ίδιος είχε εσωτερικές διαδρομές, ασυμβίβαστο φρόνημα, χαμόγελο παντοτινό και αγάπη για την απαρέγκλιτη Ορθοδοξία (πλεονασμός βέβαια γιατί πως θα είναι ορθοδοξία αν δεν είναι απαρέγκλιτη αλλά αναγκαίο σχήμα στους καιρούς όπου τα πράγματα πολλάκις βαπτίζονται αλλιώς...).
Άνθρωπος πανεπιστημιακής μόρφωσης, γραμματέας υπουργείου στα νιάτα του, εραστής της ελληνικής παιδείας και βαθύς γνώστης της αρχαιοπρεπούς ελληνικής γλώσσης, περνούσε της ημέρες του στην κυριολεξία με νηστεία και προσευχή και με μόνη "διασκέδαση" να σκουπίζει την αυλή του μητροπολιτικού οίκου και να ποτίζει τις γλάστρες.
Ξημεροβραδιάζονταν στο διπλανό εκκλησάκι του Αγίου Νεκταρίου, περπατούσε στην πόλη και κοιμόταν νωρίς.
Το φαγητό του ήταν λιτό και συνήθως αλάδωτο και όταν δεν ήταν περίοδος νηστείας έκανε "ελέγχους" στο ψυγείο μην τυχόν και πεταχτεί κάτι που οι άλλοι χαρακτήριζαν "χαλασμένο". Τον είχαμε "συλλάβει" πολλάκις να καθαρίζει την μούχλα και να τρώει το τυρί και ποτέ δεν έπαθε τίποτε. Το χειρότερό του ήταν να πετιέται κάτι φαγώσιμο και γενικώς η σπατάλη, με τον τρόπο που εκείνος αντιλαμβανόταν τον όρο. Και δεν τον αντιλαμβανόταν πάντα σωστά... Έχω πέσει πολλές φορές "θύμα" αυτής του της αντίληψης όταν βλέποντας το κόκκινο φως αναμμένο έξω από το στούντιο του ραδιοφωνικού μας σταθμού, που έδειχνε ότι είμαστε on air, στον αέρα, εισέβαλε φωνάζοντας να σβήσουμε το φωτάκι και μεις είχαμε ζωντανή εκπομπή! Δεν του θυμώσαμε όμως ποτέ διότι ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει, όσες φορές και αν του εξηγούσαμε... Και πώς να καταλάβει όταν στην πατρίδα του, την Ξάνθη, για να κάνουν οικονομία διάβαζαν τα μαθήματά τους στο φως του στύλου ηλεκτρικού ρεύματος που -κατά ευτυχή συγκυρία- υπήρχε έξω από το παράθυρό τους!
Στο μητροπολιτικό περιβάλλον κυκλοφορούσε σαν ένα ανάλαφρο αερικό που κανέναν δεν ενοχλούσε και κανείς δεν το ενοχλούσε. Έτσι απλός που ήταν σχεδόν δεν αφορούσε κανέναν. Οπότε δεν υπήρχε και ανάγκη να τον αγαπούμε ιδιαίτερα...
Ήταν κάτι σαν το καλό στοιχειό του μεγάρου: Απαραίτητο μεν για την ισορροπία αλλά χωρίς να εγείρει έντονα συναισθήματα. Το πολύ-πολύ να χαμογελάσουμε με τις παραξενιές του.
Μόνο η κυρα Μαρία, η νεωκόρος του γειτονικού ναϊδρίου του Αγίου Νεκταρίου τον αγαπούσε σαν τον πατέρα της, όπως έλεγε.
Εκείνη ήξερε κάποια από τα μυστικά που ζηλότυπα φύλαγε δικά του. Όμως αυτή που είναι πανέξυπνη Σμυρνιά κατάφερνε να τον "εξομολογεί" στο πρωινό τσάι. Σχεδόν αξημέρωτα, αφού άνοιγε την εκκλησία και άναβε τα καντηλάκια, του έψηνε τσάι και το σερβίριζε με ένα παξιμάδι και λίγες ελιές. Για τον εαυτό της έψηνε καφέ και καθισμένοι στο καναπεδάκι του ραδιοφωνικού σταθμού (επικοινωνούσε με εσωτερική σκάλα με το σπίτι) τα έλεγαν, μέχρι να έρθουν οι πρώτοι ραδιοφωνικοί παραγωγοί. Ακριβώς τι έλεγαν δεν το μάθαμε ποτέ αλλά για το ότι η σύνταξή του πήγαινε σε αγαθοεργίες, μέσω της κυρα Μαρίας που ήξερε τους αναγκεμένους, το είχαμε πληροφορηθεί. Ήταν άλλωστε ο καημός της ευλαβούς γυναίκας που κατέληγε: "Μα να τα δίνει όλα και να μην παίρνει ούτε ένα πουλόβερ και να φοράει το τρύπιο. Του λέγω, του ξαναλέγω, δεν σηκώνει κουβέντα".
Ώσπου δεν άντεξε και πήγε και του αγόρασε η ίδια δώρο ένα καινούργιο στο θαλασσί της αεροπορίας, που αναφέρω πιο πάνω...
Ο κυρ Γιάννης θύμωσε αλλά το φόρεσε και όταν του λέγαμε "με γειά" απαντούσε δήθεν τσαντισμένος: " Να αυτή η Μαρία". Ήταν σαν να απολογείτο που είχε προσελκύσει την συμπάθεια και που έγινε αιτία αυτός ο λιτός ασκητής να ξοδευτούν χρήματα!
Χαμογελούσε όμως.
Βλέπεις στην αγάπη κανείς δεν μπορεί να... κάνει μούτρα. Ούτε καν ο κυρ Γιάννης που ποτέ δεν διανοήθηκε να την προκαλέσει, την αγάπη του Ουρανού προσδοκώντας πάντα και μόνον αυτή.
Το γκρι πουλόβερ όμως δεν το πέταξε.Το κράτησε και συνέχισε να το φοράει, νευριάζοντας την κυρα Μαρία που ποτέ δεν κατάλαβε αλλά και πολύ γρήγορα παραιτήθηκε από κάθε προσπάθεια, λέγοντας "Εγώ του αγόρασα καινούργιο και νιώθω ήσυχη. Ας κάνει ότι θέλει".
Και αυτή μεν συνέχισε να του σερβίρει τσάι με ελιές μέχρι που ο κυρ Γιάννης έφυγε για Αθήνα όταν έγινε αρχιεπίσκοπος ο αδελφός του, αυτός δε καμάρωνε με το γκρι τρύπιο πουλόβερ σαν γύφτικο σκεπάρνι ενώ με εμφανή στεναχώρια, λες και φορούσε ξένο πράγμα, ντυνόταν σπανίως εκείνο το μπλε της αεροπορίας το καινούργιο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου