Σαν ψέμα φαινόταν τότε ...
«Ἤτανε νέοι, ἤτανε νέοι, ἦταν παιδιὰ
καὶ ἔτυχε νά ῾ναι καὶ καλὴ σοδειὰ…»
Έμελλε, οι δικοί μας παππούδες, να κτίσουν έναν άλλον κόσμο πριν 64 χρόνια. Να απορρίψουν τον μαρασμό και να ομορφύνουν αυτή τη γωνιά της γης. Έμελλε να γεννήσει τούτος ο τόπος ανθρώπους συνδεδεμένους άπαξ και διά παντός με τη μοίρα αυτού του τόπου. Φτωχούς, εργάτες, μαθητές, αγροτόπαιδα, δασκάλους, μορφωμένους και αμόρφωτους, που θα έδιναν χαριστική βολή στη μεμψιμοιρία και θα καθιστούσαν τον πήχη ανυπέρβλητο. Έμελλε να χάριζαν στην 1η Απρίλη άλλη έννοια, μια καθόλα ανθρώπινη έννοια που θα εδραιώνει στο παρόν και στο μέλλον τις έννοιες: Ελλάδα, Ελευθερία, Ένωση, Επανάσταση, Έρωτας, Δικαιοσύνη, Οικογένεια, Πατρίδα.
Κι όμως, είναι δυσνόητο για μερικούς. Πώς αυτή η 1η Απρίλη συγκλονίζει. Πώς συγκινεί ακόμα δεκαεξάρηδες και πώς καθορίζει ακόμα τις σχέσεις μας, τη ζωή μας, τους συλλογισμούς μας. Πώς η Ε.Ο.Κ.Α. στέκεται ακόμα καλά και καθαρίζει τον τόπο από τη δυσωδία του ρεαλισμού. Πώς η Ε.Ο.Κ.Α. των μαθητών και των ποιητών, των ανταρτών και των παπάδων, των μανάδων και των κόρων, ομορφαίνει τους έρωτές μας, τις ψυχές μας, τον μαρασμό της νέας εποχής. Πώς οι εκρήξεις της 1ης Απριλίου αντιλαλούν ακόμα και τραντάζουν τα μίζερα στήθη των τωρινών.
Πώς το εδραίωσε ο Αναγνωστάκης; «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει…». Όμως, εκείνοι –πέρκαλλοι σπόροι, ήρωες και άνθρωποι, μάγκες αντάρτες– δεν παραδέχτηκαν την ήττα. Ο ένας διέταξε τους συντρόφους του να ζήσουν και ο άλλος παρακαλούσε να είναι ο τελευταίος. Ο ένας χαμογελούσε στις τελευταίες του στιγμές και ο άλλος επιβεβαίωνε τον λόγο του θανάτου του: «Μάστρε μου πεθαίνω, ζήτω η Ελλάς».
Ακατανόητα πράματα. Ψάχνουν οι φαιδροί να υποβαθμίσουν την αντίσταση, την ωραία εκείνη εξέγερση που για πάντα θα ρυθμίζει τον αγώνα της Κύπρου. Αναζητούν τον πήχη για να τον κατεβάσουν και δεν καταλαβαίνουν πως η Ε.Ο.Κ.Α. είναι «ο κόσμος ούλλος» του ποιητή. Η αγωνία της κοπελιάς που διερωτάται μαραζώνοντας:
Ποιος ήσουν, ρε μιτσή;
Ποιος ήσουν και ψύχραιμα περπάτησες στην αγχόνη για την Ελευθερία;
Ποιος ήσουν και ήξερες πως η μοίρα σου ήταν να πεθάνεις για την Ελλάδα;
Ποιος ήσουν, μάστρε μας, και κάηκες ζωντανός για την Ένωση;
Ποιος ήσουν κι έμεινες στο κρυσφήγετο με πεντέξι τσιγάρα, ένα πολυβόλο και μια ολόκληρη πατρίδα στοιβαγμένη στους ρότσους γύρω σου;
Απαντά επαρκώς το μάγκικο χαμόγελό τους.
Και τα δικά μας μαράζια που εξαφανίζονται διά παντός κάθε 1η Απρίλη.
Ακούς;
«Ήταν στρατιώτες, καπεταναίοι και λαϊκοί,
όρκο σταυρώσαν πάνω στο σπαθί τους,
η λευτεριά να μην χαθεί, όρκο σταυρώσαν στο σπαθί,
καπεταναίοι, στρατιώτες, λαϊκοί».
όρκο σταυρώσαν πάνω στο σπαθί τους,
η λευτεριά να μην χαθεί, όρκο σταυρώσαν στο σπαθί,
καπεταναίοι, στρατιώτες, λαϊκοί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου