Τρίτη 18 Ιουνίου 2019

"Θέλησα να κρατήσω την υπόσχεση στον παππού μου και να μάθουν όλοι τι απέγιναν οι Έλληνες της Σμύρνης που βρέθηκαν στον Λίβανο..."



Ο Λιβανέζος δημοσιογράφος Τζορτζ Ιντ George Eid...μπορεί να μην έχει την ελληνική υπηκοότητα, έχει όμως ελληνικές ρίζες 🇬🇷
Στο σαλόνι του σπιτιού του μια καρτ-ποστάλ από το Βαθύ της Σάμου το 1957, πλαισιωμένη από άλλα οικογενειακά κειμήλια, κι ένα μπαούλο, μέσα στο οποίο ο παππούς του και οι γονείς του «στρίμωξαν» άρον άρον τη ζωή τους, εξαναγκαζόμενοι στη μεγάλη φυγή από τη Σμύρνη το μακρινό 1922, δίνουν την απάντηση στο ερώτημα «...από πού πηγάζει αυτό το αστείρευτο πάθος σου για την Ελλάδα;»
Ο Λιβανέζος δημοσιογράφος Τζορτζ Ιντ (George Eid) μπορεί να μην έχει την ελληνική υπηκοότητα, έχει όμως ελληνικές ρίζες και φροντίζει όχι μόνο να το διατρανώνει με κάθε τρόπο αλλά και να δουλεύει συστηματικά για να κρατήσει ζωντανή τη «φλόγα» του ελληνισμού στην όμορφη αλλά «πληγωμένη» από τις νωπές μνήμες του Εμφυλίου αραβική χώρα.
Η καρτ-ποστάλ από συγγενικό τους πρόσωπο που βίωσε επίσης τον ξεριζωμό, την οποία πήρε από τα χέρια του πολυαγαπημένου του παππού περίπου δυο δεκαετίες πριν, όταν εκείνος βρισκόταν στη «δύση» της ζωής του, ήταν η αφορμή για να γυρίσει το ντοκιμαντέρ «Kalimera Men Beirut/Καλημέρα από τη Βηρυτό», ανασυνθέτοντας την ιστορία των Ελλήνων του Λιβάνου. 
Το δε φορτωμένο με ...αναμνήσεις από τον ξεριζωμό μπαούλο αποτέλεσε το κίνητρο για να κάνει ό,τι μπορεί για την ευρύτερη διάδοση του ελληνισμού στην περιοχή, επενδύοντας προσωπικό χρόνο και κόπο και συσπειρώνοντας γύρω από τις ιδέες του μια ομάδα ανθρώπων που είτε έχουν ελληνική καταγωγή είτε απλώς δηλώνουν λάτρεις του ελληνικού πολιτισμού.
Σε μια τέτοια ιδέα έδωσαν πρόσφατα «σάρκα και οστά» ο Τζορτζ Ιντ και οι συνεργάτες του, έχοντας τη στήριξη του υπουργείου Τουρισμού του Λιβάνου, του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού και της ελληνικής πρεσβείας στη Βηρυτό-  ιδιαιτέρως, δε, του πρέσβη Φραγκίσκου Βέρρου. Πρόκειται για το 1ο Ελληνικό Φεστιβάλ Λιβάνου, που προσέλκυσε πάνω από 12.000 ανθρώπους το τριήμερο που διήρκεσε (7-9/6) βάζοντας γερά θεμέλια, ώστε όχι μόνο να επαναληφθεί του χρόνου, όπως ήδη δεσμεύτηκαν οι διοργανωτές του, αλλά και να εξελιχθεί -γιατί όχι- σε θεσμό!
«Ό,τι κάνεις με την καρδιά σου, κάποια μέρα αποδίδει. Αν φροντίζεις ένα φυτό, μια μέρα θα γίνει ένα όμορφο δέντρο. Όταν φροντίζεις τις ρίζες σου και τις παραδόσεις, αυτό είναι το αποτέλεσμα, να "αγκαλιάσει" ο κόσμος την προσπάθειά σου», 
λέει στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Τζορτζ Ιντ, γνωστός δημοσιογράφος σε μεγάλο τηλεοπτικό δίκτυο του Λιβάνου,......
«Στόχος μου», εξηγεί, «είναι τα νέα παιδιά να είναι περήφανα για την καταγωγή τους και να είναι κοντά στην ελληνική κοινότητα ώστε να κρατηθεί "ζωντανή"», εξηγεί σε «σπασμένα», όπως λέει χαριτολογώντας, ελληνικά.
Από μικρό παιδί στο σχολείο ήταν, όπως αφηγείται, ο ...ξένος. 
«Στο σχολείο ήμουν αυτός που σηκωνόταν για να χορέψει στους ρυθμούς του Ζορμπά και που μιλούσε συνεχώς για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της».......................
Στο σαλόνι του σπιτιού του μια καρτ-ποστάλ από το Βαθύ της Σάμου το 1957, πλαισιωμένη από άλλα οικογενειακά κειμήλια, κι ένα μπαούλο, μέσα στο οποίο ο παππούς του και οι γονείς του «στρίμωξαν» άρον άρον τη ζωή τους, εξαναγκαζόμενοι στη μεγάλη φυγή από τη Σμύρνη το μακρινό 1922, δίνουν την απάντηση στο ερώτημα 
«...από πού πηγάζει αυτό το αστείρευτο πάθος σου για την Ελλάδα;». 
Ο Λιβανέζος δημοσιογράφος Τζορτζ Ιντ (George Eid) μπορεί να μην έχει την ελληνική υπηκοότητα, έχει όμως ελληνικές ρίζες και φροντίζει όχι μόνο να το διατρανώνει με κάθε τρόπο αλλά και να δουλεύει συστηματικά για να κρατήσει ζωντανή τη «φλόγα» του ελληνισμού στην όμορφη αλλά «πληγωμένη» από τις νωπές μνήμες του Εμφυλίου αραβική χώρα.
Η καρτ-ποστάλ από συγγενικό τους πρόσωπο που βίωσε επίσης τον ξεριζωμό, την οποία πήρε από τα χέρια του πολυαγαπημένου του παππού περίπου δυο δεκαετίες πριν, όταν εκείνος βρισκόταν στη «δύση» της ζωής του, ήταν η αφορμή για να γυρίσει το ντοκιμαντέρ «Kalimera Men Beirut/Καλημέρα από τη Βηρυτό», ανασυνθέτοντας την ιστορία των Ελλήνων του Λιβάνου.
Λίγο πριν την ολοκλήρωση του ντοκιμαντέρ, ο Τζορτζ Ιντ είχε αφηγηθεί, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, την ιστορία της οικογένειάς του κι αυτή των Ελλήνων του Λιβάνου:


«Ο παππούς μου, μαζί με τον πατέρα του Ιωσήφ και τη μητέρα του Γαλάτεια, η οποία καταγόταν από τη Σάμο, έφτασαν στο λιμάνι της Βηρυτού το 1922, όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν άρον άρον τη Σμύρνη, επιβιβαζόμενοι σε μια μικρή βάρκα, και να αναζητήσουν μια νέα πατρίδα στον Λίβανο.
»Ο ξεριζωμός τούς στοίχισε όχι μόνο γιατί άφησαν πίσω όλα τα υπάρχοντά τους και ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής τους, αλλά κυρίως επειδή η ευρύτερη οικογένειά τους «έσπασε» σε τρία κομμάτια- άλλοι πήγαν στη Σάμο, άλλοι στην Αμερική και κάποιοι λίγοι, όπως ο παππούς του Τζορτζ, στον Λίβανο.
Η ιστορία (της αναζήτησης των οικογενειακών μας ριζών, αλλά και του ίδιου του ντοκιμαντέρ) ξεκίνησε πριν από 16 χρόνια, όταν πέθαινε ο παππούς μου. 
Μου είχε αφηγηθεί πώς έφτασε στον Λίβανο και μεγαλώνοντας δίπλα του έμαθα κάποια ελληνικά και πάντα άκουγα τις ιστορίες του. Πριν από την τηλεόραση, διασκεδάζαμε ακούγοντας τις ιστορίες των παππούδων μας.
Ο παππούς μου και οι γονείς του δημιούργησαν στη Βηρυτό ένα από τα πρώτα εργοστάσια υποδημάτων το 1927. Να σας θυμίσω ότι ο Λίβανος ανακήρυξε την ανεξαρτησία του το 1942, γεγονός που σημαίνει ότι οι Έλληνες έφτασαν εδώ πολύ πριν και όταν έγινε το κράτος θεωρήθηκαν τμήμα του πληθυσμού της Βηρυτού. Υπολογίζεται ότι περίπου 30.000 Έλληνες κατέφτασαν στον Λίβανο το 1922, μεταξύ των οποίων ο προπάππος και η προγιαγιά μου.
Έζησαν εδώ, ξεκίνησαν τη δική τους επιχείρηση, έβγαλαν χρήματα αλλά παράλληλα διατήρησαν και δεσμούς με την Ελλάδα, όπου ζούσε η αδελφή της προγιαγιάς μου, Μαρία, και ο σύζυγός της, Μιχάλης Λουλιάς. Ήταν μαζί στη Σμύρνη. Η μισή οικογένεια πήγε στη Σάμο μετά την καταστροφή και σχεδόν η άλλη μισή στην Αμερική μ΄ένα μικρό μέρος της να καταλήγει στον Λίβανο.
Έως το 1958 είχαν το εργοστάσιο, έβγαζαν καλά χρήματα και -μεταξύ άλλων- μαζί με άλλους συνέβαλαν στη δημιουργία ενός ελληνικού σχολείου στον Λίβανο, για το οποίο γίνεται αναφορά στο ντοκιμαντέρ. Είχε περίπου 250 μαθητές το σχολείο και η κοινότητα ήταν μεγάλη και εύρωστη. Οι περισσότεροι Έλληνες εργάζονταν στον ναυτιλιακό τομέα, σε εταιρείες χάλυβα και στον τομέα της σιδηρουργίας.
Οικογένειες όπως οι Παπαδόπουλος, Ελευθεριάδης, Αγγελόπουλος ήταν γνωστές την εποχή εκείνη και μέχρι σήμερα κάποιες οικογένειες παραμένουν στον Λίβανο. Οι περισσότεροι Έλληνες έφυγαν από τον Λίβανο, όταν άρχισε ο πόλεμος το 1975. Ήταν ένας μακρύς πόλεμος. Διήρκεσε έως το 1990.
»Το 1958 σημειώθηκε η πρώτη επανάσταση στον Λίβανο, το εργοστάσιο επλήγη και ξεκίνησε η πτώση. Η οικογένειά μας είχε δύο επιλογές: να επιστρέψει στην Ελλάδα ή να συνεχίσει να μένει εδώ αλλά, φυσικά, λόγω του ότι είχαν δημιουργήσει εδώ τη βάση της επιχείρησής τους, προτίμησαν να μείνουν.
Το 1975 άρχισε ο πόλεμος, το εργοστάσιο καταστράφηκε πλήρως και ξεκίνησε μια ραγδαία πτώση. Τα διαβατήρια, οι ταυτότητες, κάποια πράγματα που είχαν φέρει μαζί τους και συνέθεταν το παζλ των αναμνήσεών τους καταστράφηκαν. 
Ένα μέρος του σπιτιού παρέμεινε όρθιο κι αυτό το κληρονόμησα εν τέλει από τον παππού μου μαζί με πολλές απ΄αυτές τις ιστορίες για τη Σμύρνη και το πώς έφτασαν εδώ.
Ούτε ο προπάππος μου ούτε η προγιαγιά μου μιλούσαν αραβικά. Πέθαναν μιλώντας μόνο ελληνικά. 
Ακόμη και ο παππούς μου μιλούσε κυρίως ελληνικά και λίγα αραβικά. 
Η γλώσσα για τους Έλληνες του Λιβάνου ήταν πολύ σημαντική γι αυτό και τη διαφύλαξαν ως κόρη οφθαλμού. Ακόμη κι εγώ που είμαι Έλληνας κατά το ήμισυ, τρίτης γενιάς, έμαθα ελληνικά. Ο παππούς μου μού έμαθε να μιλάω και πήγα και τρία χρόνια σε ελληνικό σχολείο στη Βηρυτό. Ξέρω να γράφω και κάποια βασικά ώστε να συνεννοούμαι. Οι περισσότεροι από την τρίτη γενιά δεν μιλούν ελληνικά, αλλά υπάρχει ακόμη η δεύτερη γενιά που μιλάει, έχουμε ελληνικό όμιλο στη Βηρυτό και την Τρίπολη και μέχρι σήμερα ο ελληνισμός είναι παρών σε αρκετές περιοχές του Λιβάνου. 
Πολλοί από τους Έλληνες του Λιβάνου έχασαν τις ταυτότητές τους αλλά και οικογενειακές φωτογραφίες κατά τη διάρκεια του πολέμου και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να αποκτήσουν και πάλι επαφή με τους συγγενείς τους στην Ελλάδα. Αυτό συνέβη και στη δική μου περίπτωση.
Δεκαέξι χρόνια πριν, υποσχέθηκα στον παππού μου πως δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ αυτό που μού είπε και το τι έγινε στους Έλληνες της Σμύρνης, να μάθω τη γλώσσα και να βρω τους συγγενείς τους. 
Ως την τελευταία μέρα ήθελε να μάθει για την τύχη των δικών του ανθρώπων πίσω στην Ελλάδα. Το 1958 ξεκίνησαν οι αναταραχές και υπήρχαν προβλήματα στην αλληλογραφία. Οι δύο αδελφές (η προγιαγιά μου και η αδελφή της Μαρία) πέθαναν χωρίς να γνωρίζουν η μία τι απέγινε η άλλη. Και άλλα μέλη της οικογένειας πέθαναν νωρίς εξαιτίας του πολέμου.
Μ’ αυτή την καρτ-ποστάλ ανά χείρας αποφάσισα να πάω ο ίδιος στη Σάμο και να ανακαλύψω τι πραγματικά είχε συμβεί. 
Κάποιοι άλλοι είχαν πάει πριν από μένα, αλλά κανείς δεν είχε βρει κάποιον. 
Πήρα λοιπόν την καρτ-ποστάλ και μια παλιά φωτογραφία και πήγα στη Σάμο σε μια αποστολή που τότε φάνταζε αδύνατη. 
Προσπάθησα να βρω τα ονόματά τους στα αρχεία, αλλά δεν κατόρθωσα να βρω κάτι που θα με οδηγούσε σε κάποιον από τους μακρινούς μου συγγενείς. Ήταν ένας 86χρονος ιδιοκτήτης ξενοδοχείου αυτός ο οποίος αναγνώρισε τα ονόματα και αρχίσαμε να καλούμε όλους όσοι ονομάζονταν Μιχάλης Λουλιάς.
Κι αυτό επειδή στην Ελλάδα, όπως και στον Λίβανο, τα εγγόνια παίρνουν συχνά τα ονόματα των παππούδων. 
Αφού ψάξαμε όλους τους Μιχάληδες με το συγκεκριμένο επώνυμο στο Βαθύ κατορθώσαμε να βρούμε τον Μιχάλη που χρειαζόμασταν προκειμένου να αρχίσει να ξετυλίγεται το κουβάρι της ιστορίας. 
Μόνο που ήταν στη Νορβηγία και έτσι του στείλαμε τη φωτογραφία της γιαγιάς του και την καρτ-ποστάλ και καταφέραμε να επανενώσουμε την οικογένεια ύστερα από 50-60 χρόνια. 
Εξακολουθούμε να ψάχνουμε τις ρίζες μας καθώς βρήκαμε μόνο μια ληξιαρχική πράξη θανάτου μιας γυναίκας μ΄αυτό το όνομα που ψάχναμε με ημερομηνία θανάτου 1973.
Κάπως έτσι είναι οι ιστορίες των περισσότερων Ελλήνων που ζουν στον Λίβανο. Εξακολουθούμε να συλλέγουμε τις ιστορίες αυτές. Κάθε Σάββατο συγκεντρωνόμαστε στον ελληνικό όμιλο στη Βηρυτό, θυμόμαστε ιστορίες των παππούδων μας και ακούμε παλιά καλά ρεμπέτικα. Διατηρούμε κάποιες παλιές καλές συνήθειες, συναντιόμαστε την Πρωτομαγιά, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα.
Θέλησα να κρατήσω την υπόσχεση στον παππού μου και να μάθουν όλοι τι απέγιναν οι Έλληνες της Σμύρνης που βρέθηκαν στον Λίβανο. 
Ποιοι είναι, πώς έχουμε ελληνικά ονόματα στη λιβανέζικη κοινωνία, ποιες είναι οι ρίζες και η καταγωγή τους.
Όταν άρχισα τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ πολλοί Λιβανέζοι μου έλεγαν ότι είναι καλή ιδέα, καθώς γνωρίζουν την ιστορία των Αρμενίων π.χ. αλλά όχι των Ελλήνων. Ήταν μια γενιά Ελλήνων που έφτασαν εδώ ως πρόσφυγες αλλά και στον τόπο απ΄όπου ήρθαν ήταν για τους άλλους «ο ξένος» αφού μιλούσαν κυρίως ελληνικά και μετά γαλλικά και τουρκικά. Σταδιακά άρχισαν να ενσωματώνονται στην κοινωνία και συχνά είχαμε και μεικτούς γάμους, όπως στην περίπτωση της μητέρας μου».

 της ΣοφίαςΠαπαδοπούλου

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ  & εδώ
(εμείς από την Ιωάννα Ξέρα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου