Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Ένας σύγχρονος ομολογητής του Χριστού στις φυλακές της Ρουμανίας

Με την ευκαιρία των 100 χρόνων από τη γέννηση του π. Ιουστίνου Πίρβου, η γερόντισσα Ιουστίνα, Ηγουμένη της Ι.Μ. Πάλτιν – Πέτρου Βόντα, αναφέρεται στη ζωή, τις διδαχές και τα θαύματά του.

«Ο Θεός ήταν πιο κοντά μας στη φυλακή, απ’ ό,τι σε άλλες καταστάσεις. Βλέπαμε τα σημεία και τα θαύματά του όλη την ώρα. Στη φυλακή η προσευχή μας εισακουγόταν κι έπαιρνε πιο γρήγορα απάντηση. Ο Θεός ήταν εκεί μαζί μας. Ο ίδιος ο Θεός διώχθηκε και φυλακίστηκε από μια θεσμοποιημένη κοινωνία που ήθελε να υπάρχει χωρίς τον Θεό».

Εκατό χρόνια συμπληρώθηκαν από τη γέννηση ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ρουμάνους γέροντες, του πατρός Ιουστίνου Πίρβου. Ο μεγάλος αυτός σύγχρονος ασκητής και ομολογητής γεννήθηκε στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου. Υπέμεινε ανελέητο διωγμό και ομολόγησε τον Χριστό στις φυλακές της Ρουμανίας την εποχή που κυριαρχούσε το ανελεύθερο καθεστώς. Χαριτώθηκε πνευματικά μέσα στη φυλακή και την αιχμαλωσία και όταν ελευθερώθηκε αναδείχθηκε σε πνευματικό φάρο.

Έγινε πνευματικός πατέρας πολυάριθμων μοναχών αλλά και λαϊκών και στήριξε τον λαό του σε δύσκολους καιρούς.

Με την ευκαιρία των εκατό ετών από τη γέννησή του και την ταυτόχρονη κυκλοφορία ενός τόμου αφιερωμένου στη ζωή, στις διδαχές και στα θαύματά του επισκέφτηκαν την Ελλάδα άνθρωποι που τον γνώρισαν από κοντά.

Με την αφορμή αυτή συναντήσαμε τη γερόντισσα Ιουστίνα, ηγουμένη της Ιεράς Μονής Πάλτιν Πέτρου Βόντα. Το γυναικείο αυτό μοναστήρι είναι το μεγαλύτερο σήμερα γυναικείο κοινόβιο στη Ρουμανία με μεγάλο πνευματικό και φιλανθρωπικό έργο. Στη συνομιλία μας διακρίναμε την ευγένεια της αεικίνητης γερόντισσας. Είναι πολύ προσιτή και ταπεινή. Τίποτε πάνω της δεν μαρτυρεί ότι ηγείται μιας μεγάλης αδελφότητας. 
Γερόντισα Ιουστίνα, Θεωρείτε σημαντική την παρουσίαση της μορφής του γέροντος Ιουστίνου Πίρβου στην Ελλάδα;

Ο γέροντας Ιουστίνος αγαπούσε ιδιαίτερα τους Έλληνες και συχνά τους έφερνε ως παράδειγμα όταν μιλούσε στη Ρουμανία. Τόνιζε ότι οι Έλληνες προσπαθούν να μαθαίνουν την αλήθεια πίσω από τα γεγονότα. Toυς θαύμαζε για το κουράγιο και την τόλμη τους να αντιστέκονται σε ό,τι αντιστρατεύεται τις χριστιανικές αξίες.

Θεωρώ ότι είναι σημαντικό να γνωρίσει ο ελληνικός λαός τον γέροντα Ιουστίνο και να στηριχθεί από τον αγώνα του. Ο γέροντας Ιουστίνος ήταν ένας πνευματικός ηγέτης που όλοι τον άκουγαν, διανοούμενοι, πολιτικοί, καλλιτέχνες αλλά και ο απλός λαός. Ήταν μια σημαντική φωνή. 


Να έλθουμε τώρα στην περίοδο που ο γέροντας είχε φυλακιστεί. Περιγράψτε μας εκείνη την εποχή.

Όταν έφθασε ο Ρωσικός στρατός με τους μυημένους ήδη στον κομμουνισμό στρατιώτες του, ξεκίνησε μια εποχή μεγάλου τρόμου και πνευματικής αγωνίας για τους Ορθοδόξους στη Ρουμανία. Μετά από λίγο ξέσπασαν διωγμοί, έρευνες, ανακρίσεις, συλλήψεις. Ήταν τέτοιες εποχές εκείνες, που ήσουν ύποπτος ακόμη κι επειδή φορούσες ένα φανταχτερό ρούχο η επειδή μιλούσες συχνά με κάποιον συγκεκριμένο άνθρωπο. Πολλοί αθώοι άνθρωποι κατέληξαν έτσι στη φυλακή, χωρίς να ξέρουν γιατί· ορισμένοι μάλιστα πέθαναν εκεί μέσα. Στόχος της Ασφάλειας ήταν να συλλάβει όσο το δυνατόν περισσότερους, για να δικαιολογήσει τη δράση της. Από σεβαστός άνθρωπος που ήσουν στην κοινωνία, γινόσουν αίφνης ένας παρίας, ένα ‘κάθαρμα’, ‘απατεώνας’, ένας ‘εχθρός του έθνους’, ένας ‘λεγεωνάριος’, ένας ‘οπισθοδρομικός’ και πολύ περισσότερα κι έτσι σου φόρτωναν πολλά και πολύ δύσκολα χρόνια στη φυλακή. Όσο για τον γέροντα κατέληξε κι ο ίδιος στη φυλακή. Στα 1947 συνέβη να δει ο πατήρ Ιουστίνος τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας του Ντουράου, εικόνα που είχε ξεχωριστή θέση στην καρδιά του, λίγες μέρες μετά το Πάσχα να σπάει. Μόλις δύο εβδομάδες αργότερα τον συνέλαβαν και δεν επέστρεψε στο μοναστήρι και στην εικόνα, παρά ύστερα από δεκαεπτά χρόνια».

Πώς αντιμετώπιζε ο π. Ιουστίνος το μαρτύριο του εγκλεισμού και της αδικίας.

Χρειαζόσουν δυνατή πίστη για να επιβιώσεις σ’ αυτές τις φοβερές συνθήκες. Το 1948, όταν μπήκε ο γέροντας στη φυλακή, απαγορεύτηκαν τα βιβλία, έτσι ούτε ένα προσευχητάριο δεν μπορούσε να κυκλοφορεί στα χέρια κρατουμένων. Οι φυλακισμένοι πριν το 1948 που ακόμη επιτρέπονταν τα βιβλία είχαν μάθει προσευχές απέξω, ακόμη και τη Φιλοκαλία. Σας μεταφέρω τα λογια του:

«Ήταν εκπληκτικό: ίσως πουθενά, σ’ όλον τον κόσμο, δεν είχαν τόση αξία και σημασία οι προσευχές, όσο είχαν εκεί, σ' εκείνες τις μεγάλες δυσκολίες!». Αργότερα μας έλεγε ενθυμούμενος τα χρόνια των βασανιστηρίων:

«Η μόνη διαύγεια που μας προσφέρεται είναι η σταγόνα αίματος των μαρτύρων μας. Τι είναι το αίμα των μαρτύρων; Είναι ο σπόρος του χριστιανισμού. Οι δε ήρωές μας, οι μάρτυρες της Εκκλησίας και του έθνους μας, οι οποίοι δεν έχουν ακόμη αναγνωριστεί άγιοι, μέσα από τις φυλακές του Αιούντ, της Γκέρλα, του Πιτέστι, αυτοί πρέπει να αποτελέσουν το πρότυπό μας».


Ο γέροντας Ιουστίνος θεωρείται από τον λαό της Ρουμανίας ως ένας άγιος και ομολογητής της πίστεως;

Μάλιστα, πιστεύω ότι ο ρουμανικός λαός είναι πεισμένος για την αγιότητά του. Μετά την κοίμησή του πλείστα θαύματα μαρτυρούν ότι βρήκε παρρησία από τον Θεό. 


Όλοι οι άγιοι τονίζουν τη συγχώρηση και την αγάπη. Ο γέρων Ιουστίνος είχε καταφέρει να συγχωρήσει τους ανθρώπους που τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν;

Τους είχε συγχωρήσει και προσευχόταν για αυτούς. Βέβαια αυτό έρχεται σταδιακά μέσα από μια πορεία και κυρίως μέσα από τη Χάρη του Θεού, γιατί δεν είναι καθόλου εύκολο να ξεχάσει κανείς όλες τις απίστευτες βιαιότητες που υπέστη. Όμως τελικά τόσο ο γέροντας Ιουστίνος όσο και οι άλλοι πατέρες που μαρτύρησαν στις φυλακές έδειξαν συγχωρητική στάση και δεν κατονόμασαν καν τους βασανιστές τους ελπίζοντας ότι θα τους δινόταν η ευκαιρία να μετανοήσουν. 


Σας είχε μιλήσει για τα πράγματα που αποκόμισε στη φυλακή, αλλά και από τη μοναστική του εμπειρία;

Η μοναστικὴ εμπειρία του και η μακρόχρονη περιπέτειά του στη φυλακή τον δίδαξαν να φροντίζει τους πάσχοντες, να προσφέρει σε όλους ελπίδα και παρηγοριά, να διάγει πνευματικό βίο, τον δίδαξε να μεριμνά για τους πάσχοντες, να προσφέρει ελπίδα και παρηγορία.

Ο γέροντας Ιουστίνος έλεγε: «Ο άνθρωπος πρέπει ν’ αγαπιέται. Αλλά για να τον αγαπήσεις χρειάζεται να τον καταλάβεις. Εάν τον δεις πεσμένο, πρέπει να του δώσεις το χέρι σου. Η αγάπη προς τον πλησίον μας είναι μία έκφραση της αγάπης μας προς τον Θεό. Αν δεν αγαπάς ή δεν βοηθάς τον άνθρωπο που είναι κοντά σου, δεν μπορείς να αγαπήσεις τον Θεό. Η αγάπη για τον πλησίον είναι το πρώτο βήμα προς τη σωτηρία, αλλά βήμα απαραίτητο, για να μπορείς να κάνεις πράξη την αγάπη σου για τον Θεό». 


Είναι καλό για την ιστορία, να γνωρίζουμε πώς ξεκίνησε ο γέροντας τη μοναστική του ζωή; Ποιοι τον γαλούχησαν;

Ο π. Ιουστίνος πήγε για πρώτη φορά στα δεκαεπτά του στο μοναστήρι του Ντουράου όπου έζησε δυνατές πνευματικές εμπειρίες ανάμεσα σε μεγάλους ζηλωτές ασκητές. Όπως αναφέρεται στον τόμο που κυκλοφορεί στα ελληνικά με τίτλο «Ζωή θυσιαζόμενης αγάπης» ο ίδιος ο π. Ιουστίνος είχε πει: «Ήταν μεγάλοι ασκητές αυτοί και άνθρωποι προσευχής, ειρήνης, αγάπης και φιλοξενίας, περιζήτητοι από πολλούς στην Μπουκοβίνα, τη Μολδαβία και την Τρανσυλβανία. Ήταν πνευματικοί πατέρες μιας γενιάς που είχε συμπαγή πνευματική παράδοση. Επωμίστηκαν μεγάλη ευθύνη ενώπιον του λαού, αγαπούσαν τις Ορθόδοξες αξίες και ήταν τελείως αφιερωμένοι στην Εκκλησία». Ο π. Ιουστίνος θυμάται ακόμη: «Η μονή Ντουράου ήταν στ’ αλήθεια ένα πνευματικό σχολείο. Εκεί έζησα τις πιο όμορφες στιγμές, δίπλα στους αγωνιζόμενους τον πνευματικό αγώνα πατέρες. Όπως για παράδειγμα ο ιερομόναχος πατήρ Ιερεμίας, που προσευχόταν αδιαλείπτως και ζούσε σε διαρκή σιωπή. Αυτές οι δύο αρετές ήταν οι πηγές της πελώριας αγάπης του. Μας δίδαξε την Ευχή στον Ιησού. Υπήρξε μεγάλος νηστευτής και ποτέ δεν χρησιμοποιούσε πιρούνι ή κουτάλι. Έτρωγε μόνο τρεις-τέσσερις μπουκιές φαγητό, με τα χέρια και ύστερα έσκυβε το κεφάλι· αυτό ήταν όλο το γεύμα του. Αντίθετα με άλλους, εκείνος κλειδωνόταν στο κελί του, μετά την εκκλησία και δεν έβγαινε παρά την ώρα του εσπερινού ή την επόμενη ημέρα. Τη νύχτα πηγαίναμε και ‘κατασκοπεύαμε’ να δούμε τι έκανε: κάθε ώρα υπήρχε κερί αναμμένο κι εκείνος έκανε τον Κανόνα του, μικρές και μεγάλες μετάνοιες, μελετούσε. Είχε μεγάλο ζήλο να μνημονεύει ονόματα κεκοιμημένων. Οι γέροντες εκείνοι ήταν άνθρωποι χωρίς σπουδαία μόρφωση, αλλά μεγάλοι ασκητές με τεράστια ζωντανή εμπειρία: αυτοί ήταν η ζωντανή Φιλοκαλία. Ο π. Ιουστίνος έφυγε από τη μονή για να σπουδάσει στη Θεολογική σχολή η οποία όμως έκλεισε στη διάρκεια του Πολέμου. 


Ας έρθουμε στις διδαχές του. Ο γέροντας μιλούσε με μεγάλη ευθύτητα. Όπως λέμε εδώ στην Ελλάδα «δεν μασούσε τα λόγια του».

Ο γέροντας ήταν όντως ευθύς και τολμηρός. Πολλές φορές μιλούσε έντονα για να συνειδητοποιήσουμε την κατάσταση. Μας έλεγε ότι χωρίς πίστη στον Θεό δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα! 


Τον απασχολούσε η πολιτική και η επίσημη εκκλησιαστική ζωή;

Ναι, τον απασχολούσε. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ο γέροντας υποστήριζε ότι ο λαός πρέπει να ζητήσει από τον Θεό με προσευχή και ταπείνωση να στείλει ηγέτη που θα έχει φόβο Θεού, κατάλληλο και έντιμο ώστε να βγάλει τη Ρουμανία από την κρίση. Έλεγε:

«Δεν βλέπεις κανέναν, ο οποίος να απομακρύνεται από το προσωπικό του συμφέρον. Τους ενδιαφέρει μόνο να μείνουν όσο γίνεται περισσότερο στην εξουσία, να μπορούν να γλύφουν τα κοκαλάκια». 


Για την ένταξη της Ρουμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ποια ήταν η γνώμη του;

Έλεγε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, θέλει να γίνει μία νέα Σοβιετική Ένωση. Αυτές οι ενώσεις θέλουν να παγκοσμιοποιήσουν τα κράτη και κρύβουν ένα δικτατορικό σχέδιο: να φθάσουμε σε μία μοναδική παγκόσμια Τράπεζα, σ’ ένα ενιαίο νόμισμα, σε μια κατάσταση, όπου ο πολίτης θα περιορίζεται και θα υπάρχει μία κεντρική εξουσία, για να μπορεί να ξεκινήσει η «Νέα εποχή». 


Ας έρθουμε τώρα στο μοναστήρι σας και στη σχέση του με τον γέροντα Ιουστίνο.

Ο γέρων Ιουστίνος ήταν κτήτωρ του μοναστηριού. Στην αρχή δεν είχε στο νου του να γίνει μοναστήρι, αλλά ένα φιλανθρωπικό κέντρο που να φροντίζει τους ηλικιωμένους. Ύστερα ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι για τα εγκαταλελειμένα παιδιά και να είναι κοντά του για να μπορεί να φροντίζει για τις ανάγκες.

Όταν άρχισε αυτές τις δραστηριότητες εμφανίστηκαν διάφορες νέες γυναίκες, πνευματικά του παιδιά, που θέλησαν να γίνουν μοναχές αλλά και να διακονούν τους αρρώστους και τα παιδιά. Ήταν πέντε οι πρώτες μοναχές. Οι δύο ήλθαν από το μοναστήρι Αγάπια που ήταν κοντά σε εμάς. Μετά άρχισε να εξελίσσεται τόσο πολύ ώστε έγινε ένα μεγάλο κοινόβιο. Όταν ο γέροντας αρρώστησε ήμασταν 70. Στα τρία χρόνια που έμεινα στο μοναστήρι οι μοναχές διπλασιάστηκαν.

Ήταν πάντα ο πνευματικός μας, ο οδηγός μας και είναι πάντοτε. Το μοναστήρι προσπαθεί να κρατήσει και την πνευματική του παρακαταθήκη και το έργο του. 


Μαθαίνοντας τη ζωή, το μαρτύριο, αλλά και την προσφορά αργότερα του γέροντα από την ηγουμένη Ιουστίνα, αντιλαμβανόμαστε ότι όσοι έζησαν μαρτύρια για τον Χριστό, όπως ο γέροντας Ιουστίνος, έζησαν πολύ από τον Θεό, γι’ αυτό και έδωσαν τον ίδιο τους τον εαυτό, το αίμα τους, το φόβο για τη ζωή τους. Πολέμησαν με το φυσικό ένστικτο της επιβίωσης, για να μπορέσουν να απολαύσουν το πολύ του Θεού.  
Σε όσους δίνουν πολλά, ο Θεός τούς δίνεται πολύς. 
Και ίσως δώρο για τους κόπους τους, ο Θεός δίνεται κληρονομιά και στα παιδιά τους. Όπως η ολοκληρωτικά αφιερωμένη στον Θεό ζωή του γέροντα Ιουστίνου, στάθηκε αφορμή για τη συνάντηση του Θεού με τα παιδιά του της Ιεράς μονής Πάλτιν Πέτρου Βόντα.
___________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου