(Λίγα «αδέξια» λόγια αγάπης, αφιερωμένα στον δικό μου Σωτήρη…)
Πάντα ήμουν ένα αδύνατο, χλωμό, ασθενικό παιδί. Οι «δικοί μου» τα καλοκαίρια, για ν’ αλλάξω κλίμα και για να πάρουν χρώμα τα μάγουλά μου, μ’ έστελναν στην Ξάνθη, στον επίγειο παράδεισο μου, μακριά απ’ όλους και απ’ όλα τα άσχημα της πόλης, που μαύριζαν την αθώα ψυχή μου και ταλαιπωρούσαν το λιπόσαρκο κορμάκι μου.
Ο πατέρας μου έφυγε νέος από την Ξάνθη για σπουδές και δεν επέστρεψε ποτέ, παρά μόνο για τις καλοκαιρινές του διακοπές, αλλά οι δύο αδερφές του παρέμειναν, καλοπαντρεύτηκαν και έφτιαξε η κάθε μία το δικό της σπιτικό. Σπουδαίες νοικοκυρές!
Έτσι τα καλοκαίρια ενώ κοιμόμουν, ερχόταν απρόσμενα, αργά το βράδυ στο σπίτι ο θείος μου, ο μικρός αδελφός του πατέρα μου από την Ξάνθη, με την μερσεντές- ταξί που είχε και…
…και με τύλιγε στοργικά σε μια λεπτή κουβέρτα, μ’ έπαιρνε αγκαλιά και μ’ έβαζε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, ενώ εγώ, έκανα τον «ψόφιο κοριό» και συνέχιζα ευτυχισμένη τον ύπνο μου, με ένα τεράστιο χαμόγελο ευτυχίας, ζωγραφισμένο από τα χείλη ίσαμε τ’ αυτιά!
Φτάναμε ξημερώματα στην Ξάνθη, στο λατρευτό σπίτι της θείας μου και του θείου μου.
Όπως ήμουν τυλιγμένη μέσα στην κουβέρτα, με ακουμπούσαν τρυφερά πάνω σε ένα μικρό αυτοσχέδιο κρεβάτι, φτιαγμένο με δύο αντικριστές φαρδιές πολυθρόνες, ένα χάδι στα μαλλιά, ένα φιλί στο μέτωπο και το πρωί και κάθε πρωί, κάτω από το μαξιλάρι με περίμενε μια τεράαααστια σοκολάτα!
Τι χρόνια Θεέ μου, πόση ανεμελιά και πόση αγάπη ξεχείλιζε απ’ αυτό το ευλογημένο σπιτικό. Αυτή η θεία ήταν η αγαπημένη μου, η δεύτερη μάνα μου και η γιάτρισσά μου!
Όταν έκλεισε τα μάτια της, μαθεύτηκαν οι καλοσύνες και οι ευεργεσίες της σε όλη τη περιοχή. Ακόμα πίνουν νερό στο όνομά της.
Από τα τρία ξαδέλφια μου, η «αδελφή ψυχή», ήταν ο καλοσυνάτος και πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, Σωτηράκης.
Μόλις πατούσα το πόδι μου στην Ξάνθη, η καρδιά μου πετάριζε, βιαζόμουν να πάω τρέχοντας με μια ανάσα στο σπίτι του, στην παλιά Ξάνθη, στο πατρικό του πατέρα μου.
Ο λόγος ήταν ένας και μοναδικός, το ξαδερφάκι μου είχε στον δεύτερο όροφο του σπιτιού του, ένα τεράστιο ντουλάπι «θησαυρό» γεμάτο καλούδια, μπογιές, βιβλία, περιοδικά, παιχνίδια …..που ποτέ μου δεν πρόλαβα να τα δω όλα.
Άνοιγε το ντουλάπι καμαρωτός και μου έλεγε: «ξαδερφούλα όλα δικά σου!»
Τα χρόνια πέρασαν, μεγαλώσαμε και ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Όλα τα ξαδέλφια σκορπιστήκαμε… αλλά μόνο εγώ με τον Σωτήρη δεν σταματήσαμε ποτέ να μιλάμε και να βλεπόμαστε. Είχε γίνει δυο μέτρα λεβέντης, μελαχρινός με το παχύ του το μουστάκι, που όταν περπατούσε με την ολόλευκη στολή του, δεν περνούσε απαρατήρητος.
Ήταν όμορφος μέσα κι έξω!
Ο Σωτήρης κάποια στιγμή παντρεύτηκε κι έκανε τη δική του οικογένεια, σπουδαίος πατέρας και εξαιρετικός σύντροφος.
Ένα καλοκαίρι, αδειούχος από την υπηρεσία του, πήρε την οικογένεια του και ξεκίνησαν ανέμελοι για τις διακοπές τους. Στη μέση της διαδρομής, μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο, με έντονο πόνο στη μέση, αυτές τις ξένοιαστες διακοπές δεν της έκανε ποτέ…
… η κατάσταση μη αναστρέψιμη.
Η ώρα της μεγάλης δοκιμασίας … μόλις είχε αρχίσει!
Βίωσε την αρρώστια του, λεπτό το λεπτό, λες και ήταν θεατής κάποιας κινηματογραφικής ταινίας. Όταν τον επισκεπτόμασταν, μας έδινε λεπτομερή περιγραφή, που τον έκοψαν, τι του έκοψαν, πόσους εμετούς έκανε από την χημειοθεραπεία…και… και… και πόσες τούφες από τα πυκνά μαλλιά του, είχε βρει στο πάτωμα και στο κάτασπρο σεντόνι του κρεβατιού του.
Πάντα όμως με το χαμόγελο στα χείλη… «έχω γίνει σαν γυμνοσάλιαγκας»… συνήθιζε να λέει, όταν έχασε κάποια στιγμή όλα τα μαλλιά του… και το καμάρι του, το παχύ και κιμπάρικο μουστάκι του!
Ο Σωτήρης αγαπήθηκε απ’ όλους στο νοσοκομείο, ασθενείς, συγγενείς, γιατρούς και από το προσωπικό. Ήταν αυτός που έδινε κουράγιο σε όλους, κάθε μέρα με τον ορό στο χέρι και με όσες δυνάμεις είχε, «τοίχο τοίχο» καλημέριζε τους «γείτονες!»
Παιδική χαρά γινόταν ο όροφος του νοσοκομείου! Έξω καρδιά και κυλούσαν οι μέρες!
Ο διαρκής πόνος και οι ταλαιπωρίες, ποτέ δεν έσβησαν αυτό το «πεισματάρικο» χαμόγελο, ο Σωτήρης πάλευε με το θεριό στήθος με στήθος παλικαρίσια και ήταν πάντα ο νικητής, γιατί το πάλευε με την καρδιά του και γιατί γνώριζε τη «συνέχεια…»
Μόνο μια μέρα, την ώρα που τον αποχαιρετούσα μου είπε στ’ αυτί: «θέλω να σου μιλήσω, έλα την Τετάρτη που θα είμαι μόνος» και με ξάφνιασε.
Ανυπομονούσα να ξημερώσει ο Θεός την Τετάρτη, όλη την νύχτα είχα μείνει ξάγρυπνη.
Ανέβηκα τρέχοντας τις σκάλες του νοσοκομείου και βρήκα τον Σωτήρη ν’ ακούει μουσική και να αγναντεύει έξω από το παράθυρο.
Τον πλησίασα ανυπόμονη, κάθισα δίπλα του και…. όρμησε σαν μωρό στην αγκαλιά μου ξεσπώντας σε λυγμούς, «φοβάμαι ξαδερφούλα, φοβάμαι…»
Σφίχτηκε η ψυχή μου από το ξαφνικό και μου κόπηκε η ανάσα, όμως έπρεπε να τον σηκώσω, να τον ατσαλώσω, όσο περνούσε από το χέρι μου, είχε δρόμο μπροστά του και δεν έπρεπε να λυγίσει, ούτε να φοβάται, αλλά να χαίρεται…
…»φοβάσαι τώρα που θα μετακομίσεις στην πιο ηλιόλουστη γειτονιά;;»
Πάγωσε κι αυτός κι εγώ αντάμα,» τι άκαρδη χοντράδα ξεστόμισα; γιατί τον πλήγωσα η άχρηστη; Θέε μου συγχώρα με!»
Βούρκωσα γεμάτη ενοχές….
…»τι έγινε ξαδερφούλα, θα κλαίμε εκ περιτροπής σήμερα;;»
Αυτό ήταν και όλος ο όροφος τραντάχτηκε από τα χαχανητά μας.
Δύο ώρες μιλούσαμε για τα παιδικά μας χρόνια και για τις ζαβολιές μας και ο Σωτήρης θέριεψε και ο φόβος νικήθηκε. Εκείνη τη μέρα μάθαμε, ότι είχαμε γεννηθεί την ίδια ημερομηνία, τον ίδιο μήνα και την ίδια χρονιά.
Απίστευτο!! ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ! «Αδελφές ψυχές!»
Στις 5 Οκτωβρίου κατέφθασε στο νοσοκομείο μια σοκολατένια τούρτα με δύο κεράκια, ένα ροζ και ένα γαλάζιο. Τα ωραιότερα γενέθλια της ζωής ΜΑΣ!
Ο Σωτήρης ήρεμος και πανέτοιμος για το αιώνιο ταξίδι, έκλεισε τα μάτια του στις 6 Αυγούστου ανήμερα της γιορτής του, άφησε πίσω του μία γλύκα, έζησε, δοκιμάστηκε, πάλεψε και έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο, με το κεφάλι ψηλά!
Σαν άνθρωπος!
Τον συνοδέψαμε συγγενείς και φίλοι στο τελευταίο του σπιτικό, λίγο πριν η μάνα γη αγκαλιάσει το χιλιοτρυπημένο του κορμί και γίνει ένα μαζί του, έφτασε η δύσκολη στιγμή της μάνας να αποχωριστεί το παιδί της, το σπλάχνο της, το τζιγέρι της….
… «αχ αγορούδιμ τα χερούδια‘ς» …. του ψιθύρισε και σκοτείνιασε ο ουρανός και έσβησε ο ήλιος…..
Τόσα χρόνια, αλλά αυτή η βαθιά χαρακιά που άφησαν στην καρδιά μου τα σπαρακτικά λόγια της μάνας, δεν λέει να κλείσει!!
Χρόνια πολλά Σωτήρη μου, να περνάς καλά, καλή αντάμωση… και μη κλειδώνεις το ντουλάπι!
Μέλια.
Εικόνα: «Another World» του Christian Schoe
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου