Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πλούσιος πολύ. Εἶχε τήν δυνατότητα νά κάνει καί πολλά ἄλλα πράγματα, πού συνηθίζουν νά κάνουν οἱ πλούσιοι. Τά συνήθιζαν τήν παλαιά ἐποχή, τά συνηθίζουν καί σήμερα.
Μᾶς λέγει λοιπόν τό Εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ πλούσιος, εἶχε δίπλα του, ἔξω ἀπό τήν ἐξώπορτά του ἕνα φτωχό. Τόν Λάζαρο. Ἤταν τόσο φτωχός, πού δέν εἶχε νά φάει τίποτε, προσπαθοῦσε νά μαζέψει ἀπό τά «ψιχία τά πίπτοντα ἀπό τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου». Δηλαδή ἔψαχε στό σκουπιδοντενεκέ του.
Βρισκόταν σέ ἄθλια κατάσταση. Ἦταν ἄρρωστος καί γεμάτος πληγές. Καί τόσο ἀδύνατος, πού πήγαιναν τά σκυλιά καί ἔλειχαν τίς πληγές του. Ὄχι ὅπως κάνουν τά σκυλιά καί γλύφουν τά χέρια τοῦ ἀφέντη τους, ἀπό ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη. Ἐκεῖ ἔλειχαν τίς πληγές του, προσπαθώντας κάτι νά φᾶνε ἀπό πάνω του. Καί ὁ πλούσιος δέν ἐστράφη ποτέ νά τοῦ δώσει κάτι, νά τόν ἀνακουφίσει. Νά τοῦ φερθεῖ σάν ἀδελφό, νά τόν καταλάβει σάν ἀδελφό. Νά τόν πονέσει σάν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, σάν πλάσμα τοῦ Θεοῦ, σάν ἀδελφό του.
«Ἀπέθανε ὁ πλούσιος καί ἐτάφη». Τό «ἐτάφη» σημαίνει σ’ αὐτή τήν περίπτωση, ὅτι τοῦ ἔκαναν μιά μεγαλοπρεπή κηδεία. Τοῦ ἔφτειαξαν πάνω ἀπό τόν τάφο του, ἕνα μνῆμα μέ ὡραῖα μάρμαρα, μέ ὡραῖο ἄγαλμα καί μέ ὡραῖα στολίδια.
Ἐπῆραν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τόν δοῦλο του, τόν Λάζαρο, τόν φτωχό. Καί γιά ἀμοιβή τῆς ὑπομονῆς πού εἶχε στή ζωή του, τόν πῆγαν στήν ἀγκαλιά τοῦ Πατριάρχη Ἀβραάμ. Τοῦ μεγάλου αὐτοῦ φίλου τοῦ Θεοῦ.
Καί τόν πλούσιο τόν πῆγαν στήν κόλαση.
Βλέποντας λοιπόν ὁ πλούσιος τόν Ἀβραάμ καί τόν Λάζαρο στήν ἀγκαλιά του, φώναξε:
—Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησέ με. Λυπήσου με καί στεῖλε τόν Λάζαρο νά βρέξει τό δάχτυλό του μέ λίγο νερό γιά νά μοῦ τό ἀκουμπίσει στό στόμα μου νά δροσισθῶ. Δέν θέλω πολύ. Μιά σταγόνα.
Ὑπάρχει πιό φτηνό πράγμα ἀπό μιά σταγόνα νερό; Ζήλεψε κανείς στήν ἐπίγεια ζωή, μιά σταγόνα νερό. Καί νά, ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔδειξε εὐσπλαγχνία, νά δώσει κάτι στό φτωχό ἀδελφό του, ἐκεῖνος πού δέν εἶχε ἀγάπη, δέν εἶχε σταγόνα ἀγάπης, γιά τόν ἄλλο ἄνθρωπο, στήν ἄλλη ζωή νοσταλγεῖ μιά σταγόνα νερό.
Ἀλλά ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ τοῦ ἔδωσε μία κοφτή ἀπάντηση:
—Ζητᾶς τά ἀδύνατα. Βλέπεις, ἀνάμεσά μας εἶναι χάος.
Ἐδῶ ζοῦμε ἀνάκατα καλοί καί κακοί, πιστοί καί ἄπιστοι, δοῦλοι τοῦ Θεοῦ καί ἄνθρωποι πού καταπατοῦμε καί ποδοπατοῦμε τό ἅγιο θέλημά του. Καί εἶναι καί δύσκολο νά μᾶς ξεχωρίσει κανείς. Ἀλλά ἐκεῖ πέρα θά ξεχωριστοῦμε, καί ὅπως εἴμαστε ψυχικά μακρυά, ἔτσι θά βρισκόμαστε καί τοπικά μακρυά.
Λέει λοιπόν ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ:
—Βλέπεις; Ἡ ἀπόσταση εἶναι μεγάλη. Οὔτε ἀπό δῶ μποροῦμε νά ρθοῦμε κεῖ πέρα, οὔτε ἀπό κεῖθε μπορεῖ νά ἔρθει κανείς καί νά τρυπώσει ἐδῶ. Δέν μπορεῖ νά φτάσει καί τρυπώσει στά κλεφτά καί στά κρυφά μέσα στόν Παράδεισο.
—Τότε Πατέρα μου Ἀβραάμ, λέει ὁ πλούσιος, στεῖλτον τοὐλάχιστον τόν Λάζαρο –βλέπετε; ὅπως τόν εἶχε κλωτσοσκούφι στή ζωή του, ἔτσι τόν εἶχε καί στόν Παράδεισο ὁ ἐγωισμός δέν τοὔφυγε. Στεῖλτο αὐτό τό ἄχρηστο ἀνθρωπάκι, τόν ἄνθρωπο πού μόνο γιά θελήματα ἦταν, καί ἄν τά ἔκανε καί αὐτά. Ἄν βέβαια τόν ἐμπιστευόταν κανείς, νά τοῦ κάνει τίποτε μικροθελήματα... Στεῖλτον λοιπόν στό σπίτι τοῦ πατέρα μου, ἔχω ἀκόμη πέντε ἀδέλφια. Ζοῦνε ὅπως ζοῦσα καί ἐγώ. Νά τούς πεῖ τί γίνεται ἐδῶ πέρα. Γιά νά μετανοήσουν νά σωθοῦν.
Ἀπάντησε ὁ Ἀβραάμ:
—Ἔχουν τόν Μωυσῆ καί τούς προφῆτες. Νά ἀκοῦν.
Ἔχουν θά λέγαμε σήμερα Εὐαγγέλιο, ἔχουν βίους ἁγίων, ἔχουν παραδείγματα. Νά διαβάζουν, νά ἀκοῦνε. Νά μήν ἀκοῦνε ἐπιπόλαια, ἀπό τὄνα αὐτί μπαίνει καί ἀπό τό ἄλλο βγαίνει. Νά τά βάλουν στήν καρδιά τους. Γιατί ἔτσι θά ἀποκτήσουν αἰώνια ζωή.
Λέει ὁ πλούσιος:
—Ὄχι Πατέρα μου. Ἄν πάει πεθαμένος, θά τόν ἀκούσουν.
Πῆγαν καί πεθαμένοι καί γύρισαν. Καί ἦρθαν καί μᾶς εἶπαν.
Ἀδελφοί μου, πόσο θά κρατήσει ἡ ἐπίγεια ζωή γιά τόν ὁποία σκοτωνόμαστε στή δουλειά; Πενήντα χρόνια, ἑξήντα, ὀγδόντα, ἑκατό. Σιγά νά μήν πᾶμε ἑκατό. Συμβαίνει βέβαια κι’ αὐτό πότε-πότε. Ἀλλά εἶναι ζήτημα ἄν θά βρεῖς ἕνα στούς χίλιους. Πόσο λοιπόν περισσότερο πρέπει νά κοπιάζομε γιά τήν αἰώνια ζωή, πού εἶναι αἰώνια καί ἀτελεύτητη;
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ (†)
ἀπόσπασμα ἀπό ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Ἀκροποταμιά
στίς 3/11/1996
Ἀναφέρεται στούς βίους τῶν ἁγίων μιά ἱστορία ἀστεῖα μέν ἀλλά πολύ διδακτική. Γράφτηκε παληά, ἀλλά τό μήνυμά της εἶναι γιά τήν ἐποχή μας ὅ,τι πρέπει. Μᾶς ἀφορᾶ ὅλους. Ἕνας πλανόδιος εἶχε μία μαϊμοῦ. Τήν εἶχε ἐκπαιδεύσει νά χορεύει σάν ἐξαιρετική χορεύτρια. Τήν ἔντυνε φανταχτερά, τῆς ἔβαζε ἕνα προσωπεῖο πού φαινόταν σάν ὄμορφη κοπέλλα καί τήν γύριζε στίς γειτονιές παίζοντας τό ταμποῦρλο του. Ἡ μαϊμοῦ, σάν μαϊμοῦ, πιό εὐκίνητη ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἔκανε τέτοιους χορούς καί τέτοια τσαλιμάκια, πού τρελλαινόταν ὁ κόσμος νά τήν βλέπει καί νά τήν χειροκροτεῖ.
Ἀλλά κάποιος ἔξυπνος ἔκανε στό ἀφεντικό της ἕνα μεγάλο χουνέρι. Ἐνῶ ἐκεῖνος ἔπαιζε τό ταμποῦρλο του καί τραγουδοῦσε καί ἡ μαϊμοῦ χόρευε, ἔριξε πάνω στήν ἐξέδρα καρύδια καί μύγδαλα. Ἡ μαϊμοῦ τρελλαίνεται γιά καρύδια καί μύγδαλα. Γι' αὐτό, ὅταν τά εἶδε, ξέχασε τήν «ἀποστολή» της, πέταξε τήν μάσκα καί ὅρμησε στίς λιχουδιές. Καί ὁ κόσμος ἀπό κάτω γελοῦσε καί γιουχάιζε.
Αὐτό παθαίνουμε καί ἐμεῖς, γιατί ἀντί νά ἔχομε τό νοῦ μας στό Θεό, στά καλά ἔργα καί στήν αἰώνια ζωή, στήνομε ἐδῶ στή γῆ μιά παράσταση. Ποιά εἶναι ἡ παράσταση; Ἡ βιτρίνα τοῦ «καθώς πρέπει ἀνθρώπου καί τοῦ ἐπιτυχημένου». Καί μᾶς χειροκροτεῖ ὁ ἐπιπόλαιος κόσμος καί μᾶς λέγει: «Μπράβο, μπράβο. Αὐτό θά πεῖ ἦθος». Ἤ, «Τί καλά τά κατάφερες. Μπράβο πού πλούτησες. Μπράβο γιά ἐκεῖνο, μπράβο γιά τό ἄλλο». Καί χορταίνουν τά αὐτιά μας μέ τά «μπράβο» καί τά παλαμάκια τοῦ κόσμου.
Ἀλλά ἀδελφοί, ἔρχεται μιά στιγμή πού κάποιο «καρύδι» πέφτει κοντά μας καί τότε τό προσωπεῖο μας πέφτει. Δέν τό πετᾶμε πάντοτε μόνοι μας, ἀλλά καμιά φορά μᾶς τό βγάζει ὁ Θεός. Καί τότε φαίνεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν ἦταν ἄνθρωπος ἀλλά μαϊμοῦ. Καί ἔπαιζε θέατρο στή ζωή. Τό θέατρο τῆς ἀξιοπρέπειας καί τῆς κοινωνικῆς ἐπιφάνειας. Ὅπως τό ἔκανε καί ὁ πλούσιος γιά τόν ὁποῖο μᾶς εἶπε τό Εὐαγγέλιο. Πού τοῦ ἔφτειαξαν τόν πολυτελή τάφο, ἀλλά ὁ ἴδιος ἔφυγε γιά τήν ἄλλη ζωή κενός, μηδενικό, ἀποτυχημένος.
Γιατί ὑπάρχει πιό μεγάλη ἀποτυχία ἀπό τό νά βρεθεῖ κάποιος στήν αἰώνια κόλαση καί στήν αἰώνια ἀπώλεια;
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ (†)
ἀπόσπασμα ἀπό ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία πού ἔγινε στήν Ἀκροποταμιά
στίς 3/11/1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου