Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

Αὐτό, ἦταν ἁγίου κέρασμα...

 


«Δι’ εχν τν γίων πατέρων μν... λέησον μς», επε  ερες κα τελείωσε  Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία. Προσκυνήσαμε τς εκόνες, πήραμε ντίδωρο κα βγήκαμε στν αλ τς Μονς, περιμένοντας ν κτυπήσει  καμπάνα γι τν Τράπεζα.

μασταν ρκετο πισκέπτες στ Μον παρ' λο πο ταν ρχ νοίξεως. 

 καιρς εχε μιά λαφρι ψυχρ κα ναν πλούσιο λιο. 

Μο ρεσε ν βλέπω μέσα στν πρωιν δροσι τ θάλασσα στ πόδια μου κα πάνω π τ κεφάλι μου, τν γηραι θωνα, πο μ τς βαθεις κα πάτητες χαράδρες του κατέβαινε μέχρι τ μοναστήρι, γι ν λειτουργηθ κι ατός.

Κοίταξα γύρω μου κα προτίμησα μιά θέση δίπλα σ' να γηραι μοναχό, πο καθόταν κάτω π τν νοιξιάτικο λιο περιμένοντας τν ρα τς Τραπέζης. 

λα δ χουν τν δικό τους χρόνο.

Κάθησα σιωπηλός, προσεκτικά, γι ν μν ταράξω τν συχία το παππο, πο μ κλειστ τ μάτια κάτι σιγανομουρμούριζε. 

Βυθίστηκα κα γ στς σκέψεις μου, γι τ ραα πού μς χαρίζει  κυρία Θεοτόκος μέσα στ Περιβόλι της. 

Μο ταν μως πρόκληση τ παρατεινόμενο ψαλμομουρμουρητ το παππο

στησα ατ λοιπν κα σιγά-σιγ μπκα κα γ στν παναλαμβανόμενο ρυθμό του. 

«γίω Πνεύματι, πσα  κτίσις καινουργεται, παλινδρομοσα ες τ πρτον...». 

ταν  πρτος χος κα  «βελόνα» εχε «κολήσει» στος ναβαθμούς. 

ραο «κόλημα», σκέφθηκα.

Τ σιγόψαλλα κα γ μερικς φορές. 

Γύρισε τότε  παππος κα μ κύταξε. 

Χαμογέλασε κα μ ρώτησε: 

π πο εσαι σύ;

π τς Καρυές, Γέροντα.

- Πάτερ μου, εναι τιμ γι μς πού μς φερε  Κυρ  Παναγι στ Περιβόλι της, κα μς τ χαρίζει λα πλόχερα. 

Ν προσέχουμε ν μ τν στενοχωρομε, κα σες ο μικρότεροι μ τς ταξίες σας, κα μες ο γεροντότεροι μ τν ξεροκεφαλιά μας. 

χεις χρόνια μοναχός;

- Τί ν σς π Γέροντα, δν τ μετράω, κουσα, καλ ρα, ναν λλον παλαι μοναχό, τι  Θες δν τ μετράει τ χρόνια το μοναχο, παρ μόνον τ ζυγίζει, κα τσι κοψα τ μέτρημα κα φροντίζω ν παίρνω βάρος.

Χαμογέλασε  Γέροντας.

- Σοφς  λόγος πο κουσες. Θέλεις ν' κούσης κα π μένα κάτι γι τν σοφία τς Παναγίας μας; Πς μ φερε δ στ Περιβόλι της;

ν θέλω λέει. Διψάω γι ν' κούσω, πάντησα, αξάνοντας τν προσοχή μου.

 καταγωγή μου εναι π τ ργος ρεστικν -ρχισε  παππούς- κα γινα μοναχς στ 22 μου χρόνια. 

πηρετοσα τότε, παιδί μου, στν Μ.Ο.Μ.Α., ν τν ξέρης; 

ταν μιά τεχνικ πηρεσία το στρατο, στν ποία δούλευαν κα πολίτες. 

γ μουν δηγός. 

Βέβαια,  ζωή μου δν εχε καμμία σχέση μ τν κκλησία. 

Καταλαβαίνεις, μιά ζω κοσμική, καφενεα, σφαιριστήρια, γλέντια κα λα τ συνακόλουθα.

Μία μέρα, λοιπόν, δηγώντας τ φορτηγ μ γεμάτο φορτίο, κατέβαινα π τ ργος ρεστικν κα εχα στ δεξί μου χέρι τν γκρεμό. 

μουν μόνος, χωρς συνοδηγό. 

Καθς ταν κατηφόρα μ στροφές, θέλησα ν μειώσω τν ταχύτητα γι ν λέγχω τ χημα. 

Πατώντας τ φρένα, βλέπω τι δν λειτουργοσαν. 

Μ πιασε πανικός. 

Προσπαθοσα, λλ τίποτε. 

Προχώρησα μερικς στροφς το βουνο, προσπαθώντας ν μειώσω τν ταχύτητα, λλ ες μάτην. 

 ταχύτητα αξανόταν. 

 δρόμος ταν χωματένιος, εχε λακκοβες, πέτρες π' τ βουνό. 

Σ μιά μεγάλη λακκούβα, πο δν μπόρεσα ν ποφύγω, γινε ατ πο φοβόμουν. 

Χάνω τν λεγχο το τιμονιο κα στρέφεται τ φορτηγ πρς τν γκρεμό. 

Μ τ πο βλέπω τς μπροστινς ρόδες στν έρα, κλείνω μ τ χέρια τ μάτια μου, γι ν μ δ τν θάνατό μου κα μ κραυγ πελπισίας, φωνάζω: 

«Παναγία μου». 

κε πο εχα τ μάτια μου σφαλισμένα μ τ χέρια, πάτερ μου, πς συνέβη δν ξέρω, ασθάνομαι να τράνταγμα. 

Κατεβάζω τ χέρια μου κα τί λς τι βλέπω; 

Βλέπω τ φορτηγ σταματημένο στν λλη πλευρ το δρόμου μ κατεύθυνση πρς τ πάνω.

τρεμα λόκληρος. 

Δν μπόρεσα ν τ συνειδητοποιήσω. 

κατσα λίγη ρα ν συνέλθω. 

Μ τ πολλά, λεγξα τ φορτηγ κα λα λειτουργοσαν μιά χαρά. 

Επα τ γεγονς σ μερικος συναδέλφους, λλοι μο επαν «φοβερ πργμα», λλοι μισοκορόϊδευαν. 

Δν τ καλλιέργησα μως μέσα μου περισσότερο, τ προσπέρασα.

Τ πόγευμα συνάντησα ναν φίλο μου, πο ταν πολ τς κκλησίας, λλ δν τν κανα συχν παρέα, γιατί τν περνοσα γι ψιλοχαζό. 

Δν πήγαινε σ καφενεα, οτε σ λλα μέρη, πως λοι ο φίλοι μας. 

Το επα τ γεγονός. 

Μεγάλη κα συγκινητική, μο λέει,  στορία σου. 

Ν' νάψης να κερί, ν προσευχηθς κα ν εχαριστήσης τν Θεό. 

Μο πρότεινε, πρν πμε μαζ στν κκλησία ν πισκεφθομε μία οκογένεια πο εχε να ατιστικό, να καθυστερημένο παιδάκι, γι ν δώσουμε μιά παρηγοριά. Δέχθηκα κα πήγαμε. 

Φθάσαμε κα κτυπήσαμε τν πόρτα. 

Τν εχα κουστ ατ τν φουκαριάρα τ μάνα μ τ παιδί. 

λα, μως, πο τ παιδάκι δν ταν καθυστερημένο. 

Μ τ πο μπήκαμε στ σπίτι, πρτος  φίλος κα γ πίσω του, μόλις μ βλέπει τ παιδί, σηκώνεται κα ρχισε ν φωνάζη μ μιά φων καθόλου παιδική, λλ γρια, βραχνή, μ βρυχηθμό.

- Φύγε σύ. σ κε, φύγε π δξαφανίσου. Φύγε σ πο κάνεις παρέα μ τν μαυροφόρα.

γ τάχασα. 

Δν καταλάβαινα τίποτε. 

Δν μποροσα ν καταλάβω, γι ποι λόγο ξαφνικ ο φωνές, κα γι ποι μαυροφόρα λέει. 

Στεκόμουν μ πορία. 

Γιατί φωνάζει ατ τ μικρ ξαλλο;

ρχισε τότε  μικρς ν μο πετάη ντικείμενα. 

,τι βρισκε μπροστά του. 

Μπκε στ μέση  φίλος μου κα φύγαμε βιαστικά. 

γ μουν μήχανος.

- Τί ρθαμε δ, το λέω, κα μ βρίζει ατ τ μικρό; Πο μ ξέρει κα γι ποι μαυροφόρα λέει;

Φύγαμε, λοιπόν, κα πήγαμε στν κκλησία.

ναψα τ κερί μου, επα τι θυμόμουν π προσευχή, χαιρέτησα τν παπ κα κίνησα γι τ σπίτι μου, γιατί εχε βραδυάσει. 

Μέσα μου, μως ναλογιζόμουν: 

- Τί εναι λα ατά; Γι ποι μαυροφόρα λέει; 

τσι προβληματισμένος καθς πλησίαζα σπίτι μου, π τν πλάγια μερι πο ταν λο τοχος, ν ταν νύχτα προχωρημένη -π' ψη τι ατ γιναν πρν τν κατοχή, πο δν πρχαν οτε τηλεοράσεις, οτε στ χωρι κινηματογράφοι- πάνω σ' ατν τν τοχο, λοιπν νοίγει να φς δυνατ κα βλέπω. 

Τί λς ν βλέπω; 

Βλέπω σν σ κινηματογράφο να φορτηγ ν κατεβαίνη π τ βουνό, τν αυτό μου ν δηγ, ν προσπαθ ν λέγξη τ χημα, ατ ν τρέχη, ν πέφτη στ λακκούβα, ν χάνω τν λεγχο, ν στρέφεται τ φορτηγ πρς τν γκρεμό, ν κλείνω τ μάτια μου, φωνάζοντας «Παναγία μου»... κα ξαφνικά, στν οραν ψηλά, πάνω π τν γκρεμό, βλέπω μιά πανύψηλη γυναίκα, μ μαρα ροχα, ν πιάνη τ φορτηγ στν έρα, πως πιάνουμε μες να σπιρτόκουτο, ν τ γυρνάη κα ν τ βάζη στν ντίθετη κατεύθυνση το δρόμου. 

ταν, δελφέ μου,  Κυρά μας  Παναγία. Τότε ναγνώρισα τ περιστατικ πού μο συνέβη μ τ φορτηγό. 

πεσα κάτω μέσως, συγκλονισμένος κα ρχισα ν κλαίω μ λυγμούς. 

Τότε κατάλαβα τ φοβερ πού μο συνέβη.

Σηκώνομαι μετ π ρα, μ δάκρυα κα τρέχω κα τ λέω το παπ

Το επα τ πάντα, κα εδικ τ τελευταο, πο τ εδα λα σ ταινία, κα εδικ γι τν ψηλ κα μορφη μαυροφόρα, πο σταμάτησε τ φορτηγ στν έρα κα μουν γ μέσα. 

Συγκλονίσθηκε  παπς ταν τ' κουσε λα. 

Μεγάλο θαμα, παιδί μου, ν εχαριστήσουμε κα ν δοξάσουμε τν Θε κα τν Παναγία μας.

Τότε, πάτερ μου, συνειδητοποίησα μέσα μου, μο ρθε κάτι σν φωτισμός, τι δν εμαι γι τν κόσμον ατόν. Τέτοιο θαμα μο κανε  Παναγία μας κα γ κάθομαι στν κόσμο; 

Πο ν πάω, μως; 

Μο λέει, καλ ρα  παπάς, ν θς ν εχαρίστησης τν Θε κα ν σώσης τν ψυχή σου, ν πς στ Περιβόλι τς Παναγίας, σ' ατ πο σ σωσε. 

τσι, δελφέ μου, ρθα στ γιον ρος κα δοξάζω τν Θε γι τν πανάγαθη Πρόνοιά Του. 

Θ μποροσα ν π κι γώ, μαζ μ τν πόστολο Παλο, «οκ γενόμην πειθής τ ορανί πτασί» (Πράξ. 26, 19).

Μ συγκίνηση κουσα τν στορία το παππο κα τ θαυμάσια τς Κυρς μας τς Παναγίας. 

Θέλησα ν τν ρωτήσω γι κάποιες πορίες μου, λλ κούσθηκε  καμπάνα τς Τραπέζης. 

Σηκωθήκαμε κα μαζ μ λους τούς πατέρες μπήκαμε στν Τράπεζα. 

Τν ναγνώστη δν τν πολυπρόσεχα, γιατί φερνα στ νο μου λο τ γεγονς πο κουσα κα μ εχε συγκλονίσει. 

Κρυφ λοξοκύταγα τν γαλήνια μορφ το παππο

Περίμενα ν γίνη προσευχή, ν βγομε κα ν ξανασυναντήσω τν Γέροντα. 

Τουλάχιστον ν μάθω τ νομά του. 

Μιλάγαμε τόση ρα κα δν ξερα πς τν λένε. 

Κτύπησε τ κουδούνι  γούμενος, κάναμε προσευχ κα ρχίσαμε ν βγαίνουμε. 

 παππος βγκε π τος πρώτους. 

Μέχρι ν βγ εχε ξαφανισθε

Χρόνο δν εχα ν τν ψάξω, γιατί τ καραβάκι φευγε. 

τσι, πρα τν ντορβά μου κα κίνησα γι τν παραλία, εχαριστώντας μέσα μου τν κτίτορα, τ Βασιλόπουλο κενο πο γίασε, γι τν παρηγορι πού μο δωσε.

 

Ατό, ταν γίου κέρασμα.

 

Καρυές, Σεπτέμβριος 2008


Παΐσιος Καρεώτης (Μοναχς)

( μας έστειλε ο Κ.Κ)

5 σχόλια:

  1. Εύχομαι, όπως καθαρίζουν τα μάτια μου από τα δάκρυα διαβάζοντας τέτοια γεγονότα, το ίδιο να καθάριζε και η καρδιά...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κάτι τέτοια υπέροχα κείμενα δημοσιεύσεις Αμφοτεροδέξιε στο blog σου, και έχουμε... κολλήσει σ' αυτό! Ευχαριστώ που με ταξιδεψες νοητά στο Άγιον Όρος...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Η Παναγια μας να φιλαει ολο τον κοσμο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή