Την γνώρισα σε ένα ειδυλλιακό τοπίο: υπό το φόντο πλάτανων και καστανιών, όπου καθόταν χαμογελαστή με κλειστά μάτια και απολάμβανε τον απογευματινό ήλιο… Έτρεξα με λαχτάρα κοντά της. Όλα μαρτυρούσαν πως ήταν αρχόντισσα: η στάση της, το βλέμμα της, η σεμνότητά της… Αυτή ήταν τότε 9 δεκαετιών κι εγώ 22 ετών –μεγάλη διαφορά θα μου πείτε, μα σαν η καρδιά χτυπά, ο έρωτας χρόνια δε λογαριάζει… Και την αγάπησα πολύ αυτήν την αρχοντοπούλα κι ας την γνώρισα λίγο.
Από τις πρώτες στιγμές που ανταμωθήκαμε της φίλησα το χέρι κι έκατσα σαν παιδί –σάμπως παιδί δεν ήμουν;– δίπλα της να τρυγήσω ιστορίες. Και δεν με απογοήτευσε. Ξαφνιάστηκε μάλιστα που κάποιος έδειχνε τόσο ενδιαφέρον να την ακούσει. Και πώς να έκανα και διαφορετικά; Ήταν απλά ακαταμάχητη! Από τρίτους είχα μάθει πως στα νιάτα της ήταν κοκέτα και τσαχπίνα. Πρώτη στο χορό στα πανηγύρια και με μια φωνή αηδονιού που σαν ερχόταν στο κέφι δεν σταμάταγε να κελαηδάει.
Φορούσε ένα σκούρο καφέ φόρεμα και μια κυπαρισσί ποδιά με ακαθόριστα σχέδια. «Πράγματα είναι αυτά παιδάκι μ;», μου έλεγε μες στο παράπονο. «Χήρα γυναίκα, να μου φοράν τα παρδαλά…» και κοκκίνιζε από ντροπή. Τα ροζιασμένα χεράκια της πλέκαν με το βελόνι πολύχρωμα χαλάκια με νήματα που της έφερναν τα παιδιά της για να απασχολείται με κάτι. Απ’ ό,τι μου έλεγε, πιο πολύ τη δυσκόλευαν τα βράδια, γιατί δεν της κολλούσε ύπνος κι οι ώρες κυλούσαν αργά. Την τηλεόραση δεν την ήθελε γιατί την αγρίευε και τη ζάλιζε. «Όλο λένε και λένε… Και τι λένε;»
Καημό το είχε να μάθει να διαβάζει. Μια φορά στα 10 της περίπου, παρακάλεσε ένα συγχωριανόπουλό της να της δείξει… Δεν της χάλασε το χατήρι. Πήρε ένα ξυλάκι και χάραξε πάνω του μερικά γράμματα της Αλφαβήτας. Το πήρε κι αυτή όλο χαρά κι άρχισε να τα αντιγράφει με το δάχτυλο στο χώμα. Τι τα θες όμως… Σαν γύρισε η αδερφή της από τα χωράφια και την είδε τι έκανε, έβαλε τις φωνές: «Τι να τα κάνεις τα γράμματα μωρή; Αν εσύ μάθεις γράμματα, ποιος θα μαζεύει το σπίτι;» Το ξεμάλλιασμα που ακολούθησε, γιατί βεβαίως δεν περιορίστηκαν στις φωνές, καθώς και οι απειλές στον επίδοξο δάσκαλο, ήταν τα αίτια του αναλφαβητισμού της Αναστασίας (γιατί έτσι την λέγανε). Δεν το έβαλε κάτω όμως. Σκόπευε στο δικό της σπίτι να τα κάνει αλλιώς, και τα ‘κανε. Από τα 4 παιδιά της τα 2 σπούδασαν κι έγιναν εκπαιδευτικοί.
Μου μίλησε και για το πώς παντρεύτηκε. Είχε γίνει κάποια προξενιά σε μια χωριανή του παραδιπλανού χωριού και προσκλήθηκε στο γάμο όλος ο καλός ο κόσμος. Η νύφη όμως δεν τον είχε δει τον γαμπρό μέχρι τις προπαραμονές του γάμου και σαν τον είδε, δεν της καλοάρεσε γιατί της φάνηκε πολύ ήσυχος και δήλωσε: «Δεν τον παίρνω!» «Αχ κουμπάρε! Μας ρεζίλεψες! Τι θα πούμε τώρα στο χωριό;», είπανε εύλογα οι συγγενείς του γαμπρού που τα ‘χαν όλα έτοιμα για το γάμο. «Βρε μη σκάτε. Ετοιμάστε σεις το γαμπρό και νύφη βρίσκεται!», αντέτεινε ο προξενητής και μια και δυο ξεκίνησε για το διπλανό χωριό να βρει τη νύφη. Και πράγματι, βρήκε τον πατέρα της Αναστασίας, τα συζητήσανε και τα συμφώνησαν κι ορίστηκε κι ο γάμος στην προκαθορισμένη ημερομηνία. Όπως καταλαβαίνετε, κανείς δεν μπήκε στον κόπο να ρωτήσει την Αναστασία αν είχε κάποια άποψη επί του θέματος. Απλά της το ανακοίνωσαν και της επέτρεψαν να αγοράσει κι ένα τόπι ύφασμα για να ετοιμάσει το νυφικό. Πού να προλάβει όμως η καημένη μέσα σε μια βδομάδα; Το μάζευε από δω, το ίσιωνε από κει, μα από όπου κι αν το κοιτούσε της φαινόταν απαίσιο, ατσούμπαλο, κακοραμμένο, υπερβολικά φαρδύ κ.λπ… Μη φανταστείτε πως έστω και σε αυτό το θέμα μετρούσε η άποψη και η επιθυμία της. «Έλα καημένη, τι έχει;», της έλεγαν οι δικοί της. Ήταν 90 ετών όταν μου το διηγιόταν, μα ακόμη η ανάμνηση της ανέβαζε ολοφάνερα την πίεση και δάκρυα στα μάτια….
«Γιάλαγαν και τα σκλια μαζί μ’ κι ήμαν νύφη» (Γέλαγαν και τα σκυλιά μαζί μου κι ήμουν νύφη), μου έλεγε. Ούτε εκεί το έβαλε κάτω όμως: «Το μεταποίησα αργότερα. Το έκοψα να, τόσο, έτσι και το φόρεγα σε όλα τα πανηγύρια! Το καταφχαριστήθκα!» πρόσθεσε με σκανταλιάρικο χαμόγελο στο τέλος. Την παράδοξη ησυχία του άντρα της η ίδια την απέδιδε σε κάποιον ύπνο κάτω από «σκαμνιά» (συκομουριά), ο οποίος τον έβλαψε σχεδόν ανεπανόρθωτα στο μυαλό κι ούτε γιατροί, ούτε ιερείς μπόρεσαν να τον σώσουν, εκτός από έναν «δεσιματία», ο οποίος γυρνούσε τα χωριά κι «έλυνε» τέτοιες περιπτώσεις. Έτσι, λοιπόν, κάπως συνήλθε κι έφτασε και να παντρευτεί, αλλά ως εκεί. Το όνομα της δεν το άκουσε ποτέ από τα χείλη του. Πολύ απλά, όταν την ήθελε κάτι της έλεγε «ψψψτ», της έλεγε «ε, μωρή…», αλλά όχι «Αναστασία». Του είχε πολλά κρατούμενα του μακαρίτη, αλλά ντρεπόταν που στα 91 της δεν της φορούσαν μαύρα για να τον τιμήσει. Είχε και 6 παιδιά μαζί του, 4 ζωντανά και 2 στον ουρανό…
Η μεγάλη της αδυναμία ήταν απ’ ό,τι διέκρινα η κόρη της, παράδοξο για τις αντιλήψεις με τις οποίες μεγάλωσε και έζησε. Δύσκολη η ζωή της, μα ο Θεός έστειλε δίπλα της αγγέλους για να τη φροντίζουν. Ή έτσι τουλάχιστον μου φαινόταν ο γιος κι η χαμογελαστή νύφη της που τη γηροκομούσαν… Μου χάρισε ένα σωρό γλιστερά πολύχρωμα πατάκια πλεγμένα από τα χεράκια της κι εγώ, με την πρώτη ευκαιρία, της αγόρασα ένα ασημένιο δακτυλίδι. Τόσους θησαυρούς μου είχε εκείνη εμπιστευθεί, να μην έκανα κι εγώ κάτι γι’ αυτήν; Όταν της το πήγα όλο λαχτάρα, έσκασε στα γέλια και μου είπε: «Μ’ αρραβώνιασες λοιπόν;» κι εγώ της απάντησα πως ναι, την αρραβώνιασα και τη διόρισα επίτιμη γιαγιά μου! Χρειάστηκε να της το ανοίξουν το σπουδαίο μου δακτυλίδι και της άρεσε τόσο πολύ που δεν το έβγαλε ποτέ. Σαν έδωσε τις τελευταίες της οδηγίες για το πού είχε τα σάβανο και τα κεριά για την κηδεία της, με το δακτυλίδι μου ταξίδεψε να βρει τον άντρα της κι ίσως και για να του τα ψάλλει λίγο που έφυγε πιο νωρίς και την άφησε πίσω μόνη να ξαγρυπνά τα βράδια…
[η πρώτη δημοσίευση είναι στο frear.gr, η δική μας είναι η δεύτερη δημοσίευση του εξαιρετικού διηγήματος της Ελισάβετ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου