Όχι δεν είναι αυτή η λίστα με τους 50 τόσους νεκρούς του δυστυχήματος στα Τέμπη που συνεχώς αυξάνει. Η λίστα είναι τριπλάσια, τετραπλάσια. Οι νεκροί κι οι ζωντανοί νεκροί δεν μετριούνται…
Κάποτε, πριν από χρόνια πολλά, άκουσα τη διήγηση του φίλου μου του Γιώργου όταν τον κάλεσαν – ξημερώματα – από κάποιο νοσοκομείο για να του ανακοινώσουν ότι είχαν στα χέρια τους τον πατέρα του, που είχε διακομιστεί εκεί με σοβαρό πρόβλημα.
Σαν έφτασε ασθμαίνοντας - μας περιέγραφε πασχίζοντας να κρατήσει χείμαρρο δακρύων που του πλημμύριζαν τις κόχες των ματιών - ρώτησαν το όνομά του και μια νοσηλεύτρια είπε με λόγια που ακούστηκαν σαν σφαίρες: «…ο κύριος να περάσει για την αναγνώριση»!
«Κατάλαβα. Γκρεμίστηκα!» κατάφερε να μας πει ο Γιώργος και συνέχισε να ιστορεί τα επόμενα βήματα του.
«Με πιάσανε από το χέρι και καθώς περπατούσαμε προς το κτήριο του νεκροτομείου, ήθελα ο δρόμος εκείνος να μην τελειώσει ποτέ. Αν μου έλεγες τότε ότι πρέπει να περπατήσω χιλιόμετρα αργά αργά για να φθάσω μπρος στο άψυχο κορμί του πατέρα μου, θα το έκανα. Δεν ήθελα να συγκρουστώ γρήγορα με την σκληρή σαν πάγο πραγματικότητα»… Κι όσο κι’ αν αργοπερπάτησε, όσο κι αν σκουντούσε τον χρόνο προς τα πίσω, κάποτε έφτασε πάνω από ένα παγωμένο κορμί, έσκυψε πάνω από ένα γνώριμο ασάλευτο πρόσωπο, το χάιδεψε με χέρι που έτρεμε και ψέλλισε: «Ο πατέρας μου είναι…».
Κι ο Γιώργος συνέχιζε: «Έχουν περάσει τριάντα χρόνια από τότε και δεν ξημερώνω νύχτα, που να μην πεταχτώ στον ύπνο μου ξυπνώντας από το ίδιο όνειρο: βλέπω έναν άλλον άνθρωπο στο συρτάρι του νεκροτομείου κι εγώ δίνω πάντα την ίδια απάντηση: «Δεν είναι αυτός ο πατέρας μου»!
Κι έλα τώρα, σήμερα, χθες, αύριο, τούτες τις μέρες, στη θέση ενός πατέρα και μιας μάνας, που καλούνται να αναγνωρίσουν το άψυχο κορμί του παιδιού τους…
Έλα στη θέση εκείνων που ακολουθούν ένα καρφωμένο κιβούρι, φορτωμένο τ’ αποκαΐδια μιας τρυφερής ύπαρξης που πυρπολούσε με αγάπη τη ζωή τους: ό,τι απόμεινε απ’ το παιδί τους!
Μπες μέσα στο νου εκείνων που έχουν τον θάνατο να τους πιάνει από το ώμο και να τρεκλίζουν πλάι πλάι· εκείνων που γύρισαν σπίτι με χέρια αδειανά γιατί δεν βρήκαν ένα κομμάτι του παιδιού τους να θάψουν, κι εκείνων που ακόμα με μια φωτογραφία στα παγωμένα τους δάχτυλα αναζητούν κάτι που είναι σίγουροι πως έχασαν, άλλα δεν έχουν το κουράγιο να το πιστέψουν.
Κι όλοι τους είναι κι' αυτοί νεκροί! Κι όλοι αυτοί καταχωρούνται πια στη λίστα με εκείνα τα παιδιά, τα πεθαμένα παιδιά που ποτέ δε φεύγουν απ’ τα σπίτια τους… Που μένουν πάντα εκεί πλάι στους ζωντανούς - νεκρούς γονιούς τους.
Κι όλοι αυτοί, λίγο που τους νοιάζει αν έφταιγε η Πολιτεία, αν ο σταθμάρχης ήταν άπειρος, αν τα τρένα ταξίδευαν με τον χάρο μηχανοδηγό, αν φταίει η μοίρα, η κακιά η ώρα, ο ανάποδος χρόνος… Ούτε που ακούνε τα άθλια φληναφήματα δημοσιογράφων, που αγωνιούν να δικαιολογήσουν το κόκκαλο που άρπαξαν κάτω από το τραπέζι… Γιατί τίποτα δεν τους διεγείρει τις αισθήσεις πια! Γιατί ανασάινουν, αλλά για νεκροί λογίζονται!
Όλοι αυτοί, όσα χρόνια κι αν περάσουν θα υπάρχουν απλά· θα τους παίρνουν κάθε τόσο τα τρένα και θα τους γυρίζουν «εκεί», σαν τους εξόριστους. Κι όταν πάλι ακούνε τις ράγες να βροντούν, θα τους ξεφεύγει μια κουβέντα από τα παγωμένα χείλη τους, μια κουβέντα που τους στοιχειώνει τα βράδια: «Όχι, δεν ήταν μέσα το παιδί μου»!
Κι έτσι θα ταξιδεύουν, μέχρι ο Μεγάλος Σταθμάρχης να τους αλλάξει την πορεία τους μια για πάντα...
Συντάκτης-Αρθρογράφος
|μας έστειλε η μικρή Ελενίτσα
https://youtu.be/bGKotxwLVAw
ΑπάντησηΔιαγραφή