Παρασκευή 4 Αυγούστου 2023

* Σπίτι της μαμάς είναι εκεί που μπαίνεις και ακούς «Καλώς το παιδί μου!»

 

Κάθε απόγευμα βρίσκομαι εκεί. Πηγαίνω μετά τη δουλειά να πάρω τα δικά μου τα παιδιά. Αλλά εγώ εκείνη τη στιγμή είμαι το δικό της το παιδί.

Αχ εκείνο το σπίτι.

Που έχω κλειδιά αλλά δεν τα βγάζω ποτέ. Γιατί ξέρω ότι πάντα πίσω από την πόρτα έχω μια μάνα που με περιμένει.

Που θα μου ανοίξει εκείνη για να μπω μες τη φωλιά της.

Που θα φωνάζει από το διάδρομο «Καλώς την!» και θα το εννοεί.

Που θα μου δώσει ένα ρουφηχτό φιλί και μια αγκαλιά και θα μου πάρει όλη την απογοήτευση. Και εγώ μετά θα κάτσω στον καναπέ να περιμένω την ερώτηση της. Την πιο γλυκιά ερώτηση της ημέρας.

«Έφαγες; Να σου βάλω να φας;»

Και ας μη θέλω να φάω. Την ερώτηση τη θέλω. Την αγαπώ. Νιώθω παιδί ακόμα.

Που θα μου ψήσει καφεδάκι και θα τον πιούμε παρέα στο μπαλκόνι της. Και εκεί θα ξαλαφρώσω λοιπόν και θα της πω όσα με βάρυναν όλη τη μέρα. Και μετά περιμένω να ακούσω εκείνο το:

«Πουλάκι μου να προσέχεις τον εαυτό σου, εσύ να μη στεναχωριέσαι.»

Και κάπως έτσι μαγικά το βάρος γίνεται ελαφρύ και εγώ το αντέχω περισσότερο. Σαν να μπήκε στην ψυχή μου και να έβαλε ένα χεράκι να το κουβαλήσουμε μαζί.

Που πιάνω τα φύλλα από τα λουλούδια της και τα χαϊδεύω. Που το μπαλκόνι της μυρίζει μαμαδένια λουλούδια. Μα πώς γίνεται να της ανθίζουν πάντα; Και πώς γίνεται στο δικό μου μπαλκόνι να ανθίζουν μόνο όσα μου δίνει εκείνη;

Που με πιάνει η κούραση στο σπίτι της, που με ρίχνει κάτω και εκείνη φεύγει. Αλλά γυρνάει πάντα με μια κουβέρτα και με σκεπάζει η μάνα. Και εκείνη τη στιγμή νιώθω ότι με σκέπασε με την αγάπη όλου του κόσμου. Και η κούραση φεύγει.

Που είναι η ώρα να φύγουμε με τα παιδιά. Και περιμένω να ακούσω την προσφορά της.

«Περίμενε να σου βάλω φαγητό να πάρεις στο σπίτι. Έκανα και κρέπες, να σου βάλω λίγες;»

Και η ερώτηση είναι πάντα ρητορική. Γιατί αν δεν πάρω τα τάπερ της μαμάς γεμάτα με το φαγητό της αγάπης, δε φεύγω από εκεί.

Δε φεύγω από το σπίτι της μαμάς μου, δε θα φύγω ποτέ.

Όσο μένει εκείνη εκεί, το σπίτι της θα είναι η αγκαλιά της.

Όσο μένει εκείνη εκεί, θα είμαι ακόμα παιδί κάποιου. Το δικό της το παιδί. Θα είμαι ακόμα το μικρό της το κορίτσι.

Όσο μένει εκείνη εκεί θα έχω πάντα μια μάνα να με περιμένει. Να μου ανοίγει την πόρτα. Να μου φωνάζει από το διάδρομο «Καλώς την!» και να το εννοεί. Να με ρωτάει αν θέλω να φάω. Να μου παίρνει το βάρος.

Θα γυρνάω πάντα εκεί. Γιατί είναι το σπίτι της μαμάς...


|από εδώ

[εμείς από την Χρυσή Κοντάκη...

1 σχόλιο:

  1. Βρε παιδί μου, λες και περιγράφει τη δική μου κατάσταση. Έτσι είναι, και όποιοι και όποιες έχουμε ακόμα εν ζωή τις μητέρες μας, να τις προσέχουμε και να τις αγαπάμε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή