|μια ακόμα υπ-έροχη αληθινή ιστορία από την πένα της Υπ. μας...
«Έλα δω» είπε συνωμοτικά ο κυρ Τζαννής στην δεκαεννιάχρονη εγγονή του, σαν την είδε από την ανοιχτή πόρτα του δωματίου του να διασχίζει το χωλ του σπιτιού.
«Ήρθα, τι θες;» είπε απρόθυμα εκείνη.
Ο ενενηντάχρονος παππούς τής έκανε νόημα να καθίσει στην καρέκλα και με αργές κινήσεις άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου του.
Έβγαλε από μέσα ένα κουτί Depon, ένα πακέτο χαρτομάντιλα, τα γυαλιά του, ένα κουτί Primacor…
Σαν είδε πως δεν βγήκε αυτό που ήθελε, ανασηκώθηκε κι έβαλε το χέρι πιο βαθιά στο συρτάρι.
«Μα πες μου τι θέλεις, να στο βρω εγώ».
«Εσύ δεν ξέρεις» της είπε με στόμφο εκείνος και συνέχισε το ψάξιμο.
Κάποια στιγμή η παλάμη του βγήκε έξω από το συρτάρι κρατώντας ένα κουτί γάζες.
«Γι’ αυτό με ήθελες;» είπε η εγγόνα με μια δόση εκνευρισμού.
Της έγνεψε καταφατικά και άνοιξε το κουτί. Από μέσα ξεχύθηκαν ένα χαρτονόμισμα των 50€ και δυο των 20€. Έβαλε μέσα τα εικοσάευρα και της πρότεινε το άλλο χαρτονόμισμα.
«Άκουσα πως θα πας στη Χώρα το απόγιομα».
«Έτσι λέω» αποκρίθηκε το κορίτσι.
«Να, πάρε αυτά και πήγαινε στο ανθοπωλείο. Πες του να σου κάνει μια ανθοδέσμη με 17 κόκκινα τριαντάφυλλα. Αύριο ξημερώνει η γιορτή της γιαγιάς …».
«Ποιας γιαγιάς βρε παππού;» τον έκοψε το κορίτσι.
«Η γιαγιά πλέον δεν θυμάται κανέναν. Ούτε τις κόρες της ούτε τα εγγόνια της ούτε εσένα. Αντί για Τζαννή, σε φωνάζει Μπατή, το όνομα του πατέρα της. Πάρε το απόφαση. Η γιαγιά τα έχει χαμένα».
«Εκείνη μπορεί να μη με γνωρίζει, αλλά εγώ τη γνωρίζω. Όπως γνωρίζω πως αύριο, 8 Αυγούστου, είναι του αγίου Τριαντάφυλλου και γιορτάζει η Φιλιώ μου».
Το κορίτσι πήρε τα χρήματα βιαστικά και βγήκε από το δωμάτιο μουρμουρίζοντας.
Σαν γύρισε νωρίς το βραδάκι, είχε μιαν άλλη διάθεση.
Μπήκε κρατώντας την ανθοδέσμη με τα 17 πορφυρά τριαντάφυλλα.
17 χρονών την είχε πρωτοδεί ο παππούς και σε κάθε επέτειο ή γιορτή φρόντιζε να της το θυμίζει, αγοράζοντας πάντα 17 κατακόκκινα τριαντάφυλλα.
Ο παππούς είδε τη ανθοδέσμη και φώτισε το πρόσωπό του.
«Παππού τι να σου πω! Ο ανθοπώλης μόλις έμαθε για ποιαν προορίζεται η ανθοδέσμη, μου ’πε με θαυμασμό:
“Η γιαγιά σου είναι πολύ τυχερή γυναίκα!”»
«Κάνει μεγάλο λάθος πες του» την έκοψε ο παππούς.
«Εγώ είμαι ο τυχερός που την έχω τόσα χρόνια κοντά μου» και έβαλε με τρόπο τα ρέστα στην τσέπη του κοριτσιού.
«Βάλε τα λέλουδα, σε παρακαλώ, σε ένα κουβά με νερό να μη μαραθούν με τόση ζέστη κι αύριο σαν θα ξυπνήσει, πες της μαμάς σου να με φωνάξει».
«Παππού, αλήθεια δεν ξέρω ποιος από τους δυο σας είναι πιο τυχερός. Άντε, καληνύχτα και θα τα πούμε αύριο».
Ο παππούς πράγματι, ήταν χρυσή καρδιά.
Βασίλισσα την είχε την κοκόνα του.
Στα μέρη των γονιών του στο Τσεσμέ, μα και σ’ ολόκληρη την Ιωνία, το είχαν κακό η γυναίκα να κάνει αγροτικές δουλειές.
Κι ο παππούς κράτησε με ευλάβεια τούτη τη συνήθεια και δεν άφησε ποτέ τη Φιλιώ του να δουλέψει έξω από το σπίτι.
Κι εκείνη όμως, ένα τριαντάφυλλο ήταν, όνομα και πράγμα.
60 χρόνια μαζί, πικρό λόγο δεν του είχε ξεστομίσει.
Είναι που την είχε προικίσει ο Μεγαλοδύναμος με υπομονή.
Γιατί αλλιώς, δεν θα κάνανε χωριό με τον Τζαννή, που ’τανε κομματάκι απότομος.
Δεν του ’χε γυρίσει ποτέ κουβέντα.
Και σχεδόν πάντα ο Τζαννής της ζητούσε μετανιωμένος συγγνώμη για τα άδικα φερσίματά του.
Σε ένα μόνο δεν τον είχε καταφέρει: να τα βρει με το Θεό, να σκύψει κάτω από πετραχήλι και να πει τα κρίματά του και ύστερα να κοινωνήσει.
Είχε να κοινωνήσει από τότε που παντρεύτηκαν.
Όσο κι αν το έφερνε από δω, όσο κι αν το έλεγε καλυμμένα, ο Τζαννής ήταν ανένδοτος.
Στην αρχή καμωνόταν πως ψάχνει κάποιον καλό πνευματικό και δεν βρίσκει.
Ύστερα βρήκε ως άλλοθι τα σκάνδαλα:
«Εγώ με τους παπάδες δεν θέλω να έχω καμία σχέση» έλεγε με εκνευρισμό.
Κι άρχιζε να απαριθμεί πραγματικά ή φανταστικά πταίσματα κληρικών που άκουγε στην τηλεόραση, πάντα μεγεθυμένα (πώς θα γεμίσει αλλιώς ο τηλεοπτικός χρόνος του κάθε μεσημεριανού magazinο;).
Τα χρόνια περνούσαν και τους έφερναν όλο και πιο κοντά στο μόνο βέβαιο γεγονός της ζωής, το θάνατο.
Ο Τζαννής όμως, όχι μόνο δεν ήθελε να ακούσει για πνευματικό, αλλά στο τέλος τον ενοχλούσε που η Φιλιώ νήστευε, δυσανασχετούσε που ήθελε να πηγαίνει κάθε Κυριακή στην εκκλησία.
Από τότε η Φιλιώ αποφάσισε να μην του ξαναμιλήσει.
Για τίποτα.
Παραιτήθηκε όμως, μόνο στα λόγια.
Γιατί κάθε φορά που θυμιάτιζε, κάθε φορά που μουρμούραγε το απόδειπνο, κάθε φορά που άναβε κερί στην εκκλησιά έλεγε πάντα την ίδια ικεσία κι έκανε πάντα την ίδια δήλωση:
«Βαγγελίστρα μου, ας τον δω μετανοημένο και δεν με πειράζει να με πάρεις την ίδια ώρα».
Μόλις όμως, το έλεγε -θες από ντροπή, θες από φόβο μην επιβάλλει το δικό της θέλημα στη Δέσποινα του κόσμου- συμπλήρωνε:
«Όποτε θέλεις εσύ Παναγιά μου, κι ας μη ζω, κι ας μην το καταλάβω … Αρκεί να έλθει κοντά Σου».
Λίγο καιρό αργότερα μια σειρά από περίεργα συμπτώματα έκαναν τις τρεις κόρες τους να φωνάξουν νευρολόγο, που με τη σειρά του τις οδήγησε σε Διαγνωστικό Κέντρο.
Τα αποτελέσματα ήταν ξεκάθαρα: η μάνα τους είχε άνοια σε αρχικό στάδιο.
Η γιαγιά Φιλιώ το δέχθηκε ήρεμα.
Πήγε στον πνευματικό και …
«Έλα να σου πω, όσα κρίματα θυμάμαι από τότε που ήμουν κοριτσάκι, γιατί αργότερα, όταν θα τα έχω χάσει τελείως, δεν θα μπορώ πια ούτε να θυμηθώ ούτε να εξομολογηθώ».
Λένε πως η άνοια κάνει τον άνθρωπο να χάνει την αξιοπρέπειά του.
Άλλοι ασθενείς έχουν εμμονές με τα χρήματα -συνήθως φαντάζονται ότι τους κλέβουν, ξένοι και δικοί- κι άλλοι λένε φοβερά πράγματα.
Βρίζουν με λέξεις του λιμανιού ή διηγούνται τολμηρές ιστορίες που κάνουν τους οικείους τους να ντρέπονται και τους γειτόνους να γελάνε.
Μέχρι κι ο υπέργηρος ηγούμενος του νησιού τους λένε, πως σαν προχώρησε η ασθένεια, είπε μια μέρα στην τράπεζα της μονής, μπροστά σε όλους, περιγραφές από φοβερά και τρομερά αμαρτήματα, έτσι που αναγκάστηκε ο νέος ηγούμενος να τον περιορίσει στο κελί του και να μην επιτρέπει να δέχεται απολύτως κανέναν επισκέπτη.
«Να ξέρετε», είπε μετά στα νέα καλογέρια που κοιτούσαν με λύπηση τον Γέροντα «πως είναι τερτίπια του διαβόλου.
Του βάζει δηλαδή, στη γλώσσα αμαρτήματα που είχε ακούσει στην εξομολόγηση πριν από σαράντα και βάλε χρόνια, για να τον ρεζιλέψει στα μάτια μας.
Το άλλο τερτίπι είναι να τα ακούσετε εσείς και να βάλετε κακό λογισμό για τον άγιο αυτό άνθρωπο.
Ήμουνα υποτακτικός του τόσα χρόνια, όσα βαστά η καλογερική μου ζωή.
Τον ξέρω καλύτερα από όσο ξέρω τον καθέναν στο μοναστήρι.
Είναι άγιος άνθρωπος».
Η γιαγιά Φιλιώ δεν έκανε τίποτα από όσα κάνουν συνήθως οι ανοϊκοί ασθενείς.
Μόνο προσευχές έλεγε όλη μέρα και έψελνε σιγανά.
Βέβαια ήταν λιγουλάκι αστείο να την ακούς να ψέλνει με κατάνυξη μες το κατακαλόκαιρο και με το ισοκράτημα των τζιτζικιών το Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί ή να την βλέπεις πρωί πρωί να κάνει μετάνοιες και να λέει με κάθε σοβαρότητα Καὶ δὸς ἡμῖν, Δέσποτα, πρὸς ὕπνον ἀπιοῦσιν...
«Τι κι αν στην Αθήνα έχουμε χαράματα;» σκέφτηκε μια μέρα που την άκουσε η μεγάλη της κόρη.
«Στην Αυστραλία τώρα είναι νύχτα. Η μάνα μας προσεύχεται για όλους τους ανθρώπους της γης».
Όσο για τις γιορτές του χρόνου, ο Θεός που δεν εγκλωβίζεται στο χώρο και το χρόνο, τις ακούει με ευχαρίστηση.
Γιατί είναι βγαλμένες από εκείνα που είχε τόσα χρόνια φυλαγμένα στην καρδιά της.
Τώρα βγαίνουν αφιλτράριστα, αφού το μυαλό δεν στέκει φρουρός στη γλώσσα.
Αλί σε άλλους που έχουν ανομολόγητα κρίματα…»
Από τότε κανείς δεν γέλασε με τα καμώματα της γιαγιάς Φιλιώς.
Οι μήνες περνούσαν, η άνοια όλο και επιδεινωνόταν κι ο γιατρός συνέστησε να πάνε για όσο μπορούσαν στο χωριό του παππού και της γιαγιάς σε ένα όμορφο Κυκλαδίτικο νησί.
«Η αλλαγή περιβάλλοντος και μάλιστα σε οικεία μέρη, πάντα κάνει καλό στους ηλικιωμένους» τους τόνισε.
Έτσι, κουβαλήθηκαν οι τρεις κόρες μαζί με τους γαμπρούς και μερικά εγγόνια κι εγκαταστάθηκαν στο μεγάλο πέτρινο σπίτι των παιδικών τους ονείρων.
Δυο βήματα από τη θάλασσα που ένωνε τον παφλασμό της με το τραγούδι των γλάρων…
Όμως, τη δεύτερη κιόλας μέρα ο παππούς παρουσίασε μια καρδιακή κρίση.
Στο νησί υπήρχε μόνο ένας αγροτικός γιατρός.
Επικοινώνησαν με το φίλο τους, που ήταν διευθυντής της πανεπιστημιακής καρδιολογικής κλινικής, αλλά έλειπε σε άδεια.
Τους ρύθμισε τηλεφωνικά τη δόση των φαρμάκων και κανόνισαν όταν θα επέστρεφε στο Νοσοκομείο, να τον μετέφεραν με ιδιωτικό ασθενοφόρο-ελικόπτερο σε ημέρα που θα εφημέρευε το Νοσοκομείο.
«Είναι ωραία η ζωή στην ελληνική επαρχία, αρκεί να είσαι απολύτως υγιής! Σε κάθε άλλη περίπτωση, καλό είναι να έχεις κονέ με τους αγίους»
σχολίασε ο δημοσιογράφος που είχε νοικιάσει το διπλανό σπίτι με Airbnb, αλλά κανείς δεν είχε την όρεξη να του απαντήσει.
Ο παππούς σε τρεις μέρες είχε δεύτερη κρίση.
Τότε ήταν, που ο φίλος τους ο διευθυντής τούς ρώτησε απέξω-απέξω αν έχουν τακτοποιήσει τα κληρονομικά και άλλαξε πάλι τη δοσολογία των φαρμάκων.
Φαίνεται πως αυτή τη φορά ο παππούς ανταποκρίθηκε στη φαρμακευτική αγωγή και αισθανόταν πιο καλά από πριν.
Μόνο ο Μάριος, ο γαμπρός της μεγάλης του κόρης ήτανε σκεφτικός.
Σαν απόφαγαν μπήκε στο δωμάτιο του παππού και του ’πιασε την κουβέντα.
«Πατέρα, θυμάσαι που δούλεψες στα καράβια;»
«Πού το θυμήθηκες γιόκα μου;» απάντησε ο Τζαννής και σκοτείνιασε το πρόσωπό του.
«Το θυμήθηκα, γιατί πατέρα, σε θαυμάζω πολύ.
Θυμάμαι που έλεγες πως δεν ήθελες τη θάλασσα με τίποτα …»
«Αχχχχ …» έκανε με νόημα ο Τζαννής και βρήκε ευκαιρία να αρχίσει να διηγείται.
«Ούτε που θα φανταζόμουν ποτέ ότι θα γινόμουν ναυτικός, εγώ που ανέβαινα σε βαρκούλα και ζαλιζόμουν.
Η Αγλαΐα μας όμως, είχε πατήσει τα 25.
Και γαμπρός δεν φαινόταν στον ορίζοντα.
Βλέπεις ήμασταν φτωχοί και ήξεραν όλοι πως η αδελφή μου δεν είχε προίκα.
Τότε η μάνα μου με πήρε μια μέρα παράμερα και μου ’πε πως η μοναδική λύση για να μαζέψουμε χρήματα ήταν να κάνω μια δουλειά με πολλά χρήματα.
Και χωρίς πολλά λόγια μου είπε να μπαρκάρω.
Εγώ ίσα που δεν έπεσα από την καρέκλα μόλις το άκουσα.
Δεν είχα όμως άλλο δρόμο.
Πήγα, βρήκα τη Φιλιώ μου, της είπα να με περιμένει μέχρι να μαζέψω χρήματα και μπάρκαρα σε ένα φορτηγό.
Γύρισα τον κόσμο όλο, Μπουένος Άιρες, Ινδία, Φιλιππίνες, Αμέρικα, Κίνα, Αυστράλια …
Και πού δεν πήγα!
Έσφιξα την καρδιά και είπα “για την Αγλαΐα μας”.
Όταν γύρισα είχα μαζέψει τόσες λίρες, που όχι μόνο καλοπαντρεύτηκε η αδελφή μου, μα κι εγώ έκανα με την Φιλιώ μου γάμο και νέο νοικοκυριό.
Ορκίστηκα όμως, να μην ξαναπατήσω το πόδι μου σε παπόρι.
Κι ας είναι και υπερωκεάνειο».
«Δύσκολα πατέρα τα χρόνια στα καράβια, ε;»
«Ό,τι δυσκολότερο έχω περάσει στη ζωή μου γιόκα μου.
Είναι που είναι δύσκολη η ζωή του ναυτικού, για μένα ήταν δυο φορές δύσκολη».
Ο Μάριος σώπασε.
Κοίταξε τον πατέρα κατευθείαν στα μάτια, πήρε μια ανάσα κι ύστερα του ’πε:
«Αυτά που θα περάσεις είναι δυσκολότερα».
Ο παππούς στήλωσε τα μάτια με έκδηλη απορία και αγωνία.
«Όλοι μας, πατέρα, όλοι μας θα τα περάσουμε.
Άλλος τώρα, άλλος σε λίγες μέρες, άλλος σε χρόνια…»
Και πριν προλάβει ο παππούς να ζητήσει εξηγήσεις, ο γαμπρός του -συνέχισε σοβαρά:
«Όλοι μας θα μπαρκάρουμε για την άλλη ζωή.
Μα, είναι δύσκολα την ώρα που φεύγουμε.
Πρέπει να είμαστε έτοιμοι.
Γιατί αλίμονο αν δεν μπορέσει ο άγγελος να πάρει την ψυχή μας να την πάει στο Θεό.
Αλίμονο αν την πάρει ο διάβολος».
Ο παππούς στεκόταν με τα μάτια ορθάνοιχτα, σαν να έκανε εικόνα τούτα τα φοβερά που άκουγε από το γαμπρό του.
«Πατέρα, όλοι πρέπει να έχουμε εφόδιο γι’ αυτό το ταξίδι.
Τι λες;
Δεν είναι ώρα να ετοιμαστείς κι εσύ;
Σήμερα τη γλίτωσες με την καρδιά.
Κανείς δεν ξέρει, όμως, για πόσο…»
«Εγώ γιε μου, είμαι μεγάλος αμαρτωλός» ψιθύρισε ο παππούς.
«Μα, γι’ αυτό παίρνουμε το Χριστό πατέρα.
Εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον.
Πατέρα, και τα δυο τα θέλουμε:
να μας συγχωρέσει ο Θεός και να μας χαρίσει αιώνια ζωή κοντά Του».
Ο Μάριος έσκυψε, φίλησε τον πεθερό του στο μέτωπο και βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο.
Ύστερα όλα γίνανε σαν σκηνές από φιλμάκι μικρής διάρκειας.
Με πυκνή πλοκή.
Η Αριάδνη, η μεγάλη κόρη πήγε το Σαββατόβραδο στον εσπερινό.
«Παπα Μιχάλη, ο πατέρας γύρεψε να τον κοινωνήσεις».
Την άλλη μέρα προτού καταλύσει, ο σεβάσμιος λευίτης βγήκε από την εκκλησιά κρατώντας με φόβο το άγιο Δισκοπότηρο.
Προχώρησε γοργά στα στενά σοκάκια του νησιώτικου χωριού κι έφτασε στην μισάνοιχτη αυλόπορτα.
Του άνοιξε η Αριάδνη το σπίτι και του έκανε νόημα για να προχωρήσει στην κάμαρα του πατέρα της.
Ύστερα έσπρωξε απαλά την πόρτα και βγήκε.
«Κυρ Τζαννή, ήρθε ο Χριστός μας να σε επισκεφθεί» του είπε γλυκά.
«Σε εμένα τον αμαρτωλό;»
«Σε εσένα, αδελφέ μου».
«Έχω πολλά κρίματα παππούλη μου».
Δίχως χρονοτριβή άρχισε να ιστορεί γεγονότα και πρόσωπα και καταστάσεις από τότε που θυμάται τον εαυτό του ίσαμε τώρα, ένα βήμα πριν από τον τάφο.
Ο παππούλης ακούει προσεκτικά χωρίς να τον διακόπτει.
Του διαβάζει τη συγχωρητική ευχή,
ενώ νιώθει τα δάκρυα να λούζουν το πετραχήλι του,
καθώς ο Τζαννής σκύβει και το φιλά.
Κι ύστερα…
«Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος του Θεοῦ Ἰωάννης εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον».
Ετούτη η αιώνια ζωή, που μόλις είχε προγευτεί μια στάλα από τη γλύκα της, έκανε τον παππού Τζαννή για δυο μέρες -την Κυριακή και τη Δευτέρα που ήταν παραμονή της Παναγίας- να μιλά ελάχιστα.
Μόνο ανήμερα στη χάρη Της ζήτησε να τον μεταφέρουν στο γιορτινό τραπέζι.
Έδειχνε χαρούμενος, με μια αλλιώτικη χαρά.
Ζήτησε να του βάλουν ένα δάχτυλο κρασί στο ποτήρι.
Η μικρή κόρη τινάχτηκε.
«Άσε τον» της έκανε νόημα ο Μάριος.
Ευχήθηκε σε όλους, ευχές καρδιακές.
Κι όταν ήρθε η σειρά του Μάριου που γιόρταζε κιόλας, του ’πε μέσα στα δάκρυά του:
«Να ’χεις όλες τις ευλογίες του Ουρανού γιόκα μου».
Το απόγιομα αργά, όταν πήγαν να τον ξυπνήσουν, τον βρήκαν ακίνητο πάνω στο κρεβάτι του, με σταυρωμένα τα χεράκια του και μια υποψία μειδιάματος στα γερασμένα του χείλη.
Από το απέναντι δωμάτιο η γιαγιά Φιλιώ ψιθύριζε:
«Τζαννή, Τζαννή μου…»
Ήταν η πρώτη της φορά -από τότε που τα είχε χάσει-, που τον φώναξε με το όνομά του, «Τζαννή μου!» κι είχε μια αλλιώτικη χροιά η φωνής της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου