Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2025

☆ «Τι αλχημείες κάνεις, βρε Ιορδάνη, και μας τις κρύβεις;» |ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΤΑ ΖΥΜΩΜΑΤΑ




    |γράφει η εγγονή του παππού Ιορδάνη, Μαριάνθη Βαφειάδου.

["αμΦ." επισήμανση:

 Η ειδικότητά που επέλεξε στη ζωή της ήταν, όσο γινόταν, στα χνάρια του παππού. Εκείνος αναισθητοποιούσε την πείνα μέσα από τα αριστουργήματα που έφτιαχνε για όλους. Κι εκείνη, μη μπορώντας να φθάσει το μεγαλείο του, έγινε μια απλή...αναισθησιολόγος... Στον ίδιο δρόμο βαδίζει και η εξίσου υπέροχη κόρη της, Νίκη. Και μεις, μετά απ΄όλα αυτά τα προαπαιτούμενα, ας μπούμε ψιθυριστά σε μια γωνιά της κουζίνας του παππού, απολαμβάνοντας το "έπος" που έγραψε η μικρή εγγονούλα του για τις μέρες που διανύουμε...]


    "Ο παππούς μου ο Ιορδάνης, καταγόταν από το  Ψωμάντων, λίγο έξω από την Αργυρούπολη του Πόντου. 

Χωριό, όνομα και πράμα! 

Οι φούρνοι του τροφοδοτούσαν όλη την περιοχή. 

Ένας  τέτοιος  μεγάλος, ήταν και των γονιών του. Σιτοπαραγωγοί συγχρόνως,  εμπορεύονταν και στην αντίπερα όχθη του Εύξεινου Πόντου τα σιτηρά  τους. 

Η έμφαση στην  ιερότητα του ψωμιού ήταν κάτι που ηχεί στα αυτιά μου από τότε που τον θυμάμαι. ‘

Όταν έλεγε το « Πάτερ  ημών»  τον  στίχο «τον  άρτον  ημών τον επιούσιον», τον τόνιζε ιδιαίτερα. 

Και  κάποια παραμύθια του, που στόλισαν την παιδική μου ψυχή,  για το ψωμί μιλούσαν. 

Παιδάκι ξεριζώθηκε και έφυγε πρώτος  με τον πατέρα του στη Ρωσία, να αποφύγει του Τούρκου το κυνήγι. 

Δεν άργησε να ακολουθήσει και η υπόλοιπη οικογένεια.   

Έκλεισε ο φούρνος, αφέθηκαν τα γεννήματα πίσω και τα χωράφια  έμειναν άσπαρτα. 

    Στην Κριμαία ασχολήθηκαν με το εμπόριο του σίτου και άνοιξαν  αρτοποιεία- ζαχαροπλαστεία εδώ κι εκεί.  Περνούσανε καλά μέχρι που ο Στάλιν κι η παρέα του τους απέλασαν  κακήν κακώς  και βρεθήκαν στην Αθήνα. 

  Αποδείχτηκε μεγάλη η προίκα, η γνώση της τέχνης του ψωμιού.

    Γρήγορα ο παππούς δικτυώθηκε με τους Πόντιους συμπατριώτες του, πρόσφυγες σαν κι εκείνον, που προηγήθηκαν στον ξεριζωμό, τον προσλάβανε σαν αρτεργάτη και έκαναν θαύματα. 

Τα ψωμιά και τα τσουρέκια  μαζί με τα πιροσκί, που με μεγάλη μαστοριά  έφτιαχνε, άφησαν εποχή, τον πρώτο καιρό στην πλατεία Αγάμων στα Πατήσια, στο φούρνο του Σαραφίδη και στο κατόπι, στου Χαραλαμπίδη στην Ηλιούπολη.  

«Τι αλχημείες κάνεις, βρε Ιορδάνη, και μας τις κρύβεις;», τον ρωτούσανε οι συνάδελφοι με απορία.   

    Θαύμαζαν το ταλέντο του, να πιάνει το αλεύρι, να το μεταμορφώνει σε ζυμάρι, να το ζυμώνει με αγάπη και τρόπο, να το κάνει ψωμί ή τσουρέκι και να το προσφέρει κάθε μέρα στον κόσμο, καμαρώνοντας  σαν να έφτιαξε έργο τέχνης. 

    Θαύμαζα κι εγώ, όταν κάποιες φορές με πήρε  μαζί του στο πρατήριο, στην πλατεία Πλαστήρα και με προέτρεψε να τον βοηθήσω να ξεπουλήσει στα γρήγορα. 

Το έκανα με χαρά, απολαμβάνοντας τις θεϊκές μυρωδιές του φρέσκου ψωμιού και του λαχταριστού τσουρεκιού. 

Και τους πελάτες με τα επαινετικά τους λόγια.   

    Όλα αυτά ανακλήθηκαν στη μνήμη μου, λόγω των ημερών.  

  Ήταν μια φορά, θυμάμαι, 10 χρονών θα ήμουν,  που κατεβήκαμε Αθήνα, να γιορτάσουμε Πρωτοχρονιά στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς.   

Παρ' όλη την κούραση των ημερών, τον είδα να δίνει δεύτερο ρεσιτάλ στο σπίτι, μετά τη δουλειά του, χωρίς να δείξει βαρεμάρα. 

Αντίθετα, ένοιωθε χαρά, καθώς  τον περιμέναμε να φτιάξουμε τη βασιλόπιττα, πρώτα η μάνα μου, που ήθελε να αντιγράψει τα κόλπα του κι έπειτα εγώ, που πρωτόμαθα κοντά του να αγαπώ τις ζύμες. 

Η γιαγιά δεν συμμετείχε στη διαδικασία.  

Είχε εκχωρήσει τον ρόλο αυτό στο σύζυγό της και τον πείραζε όταν τον έβλεπε να ζυμώνει λέγοντάς του:  

« Αχ, βρε Ιορδάνη, πώς κατάντησες από δήμαρχος κλητήρας». 

Ποτέ της δεν αποδέχτηκε την προσφυγιά και της φαινόταν ασύλληπτη  τέτοια  αλλαγή στην ζωή τους. 

Από αφεντικά, τώρα στη δούλεψη άλλων.   

Όσο κι αν το προσπάθησε, οι θύμησες της κάποτε  εύπορης ζωής τους, ήταν το  αγκαθάκι  που μόνιμα την κέντριζε.

    Έφτασε γελαστός, έβγαλε τη σάπκα του και το παλτό του και πήγε να πλύνει τα χέρια του με τόση σχολαστικότητα, που κατόπιν όταν δούλεψα μέσα στα χειρουργεία την ξανασυνάντησα. 

Στη συνέχεια θαύμασα  που στέγνωνε τα χέρια του μην μείνει στάλα υγρασία ανάμεσα στη ρίζα των δαχτύλων. 

Μας εξηγούσε πόση σημασία έχει το στέγνωμα για την προστασία της ζύμης, που θα έφτιαχνε. 

    Βέβαια, η ιεροτελεστία είχε αρχίσει μια βδομάδα πριν έρθουμε.   

Ένα πήλινο δοχείο, ο προζυμολόγος, δεχόταν τα υλικά να πιαστεί το προζύμι.  

Σαν ειδικότητα γιατρού μου φαινόταν το όνομά του και μου προκαλούσε δέος, καθώς άκουγα πόση σημασία έχει να ταϊστεί  σωστά  το προζύμι, κάμποσες μέρες, για να γενεί όπως πρέπει.  

Μια υφαντή, ριγωτή ασπρογάλαζη πετσέτα, τον  σκέπαζε και έμενε προστατευμένος, στο πιο ζεστή γωνιά της κάμαρας, που κάθονταν.


    Κι έφτασε η ώρα του ζυμώματος. 

Αέρινα ανάδευε την κρησάρα να κοσκινίσει το αλεύρι. 

Κι άρχιζε με τέχνη και κινήσεις δυναμικές μαζί και τρυφερές να μαλάζει στο ζυμάρι.   

Το  δίπλωνε, το τέντωνε, το χόρευε ανάμεσα στα δάχτυλά του με μαεστρία και μεράκι. 

Κι εκείνο αφηνόταν στα χέρια του, σαν να γλυκαινόταν με τα χάδια του.  


Κοντά του κι η μάνα μου προσπαθούσε να τον μιμηθεί. 

Το χαιρόταν κι εκείνος  και την καθοδηγούσε. 

Όσο για μένα μου δίναν ένα κομματάκι, όσο για να  μαθαίνω την υφή και την αίσθηση της ζύμης, που ζεσταινόταν στα χέρια μου και με χαλάρωνε. 

  Τέλος, ολοκληρώθηκε η επιχείρηση με το πλάσιμο, την τοποθέτηση του φλουριού  κι τη διακόσμηση.  

Είχαμε πια μπροστά μας δυο ολοστρόγγυλες βασιλόπιττες. 

Και μια μικροσκοπική δική μου. 

Τουλάχιστον σε αυτή, εγώ θα εύρισκα το φλουρί,  έτσι κι αλλιώς!  

Τι στιγμές Θεέ μου! 

Τις άφησε σκεπασμένες να ξεκουραστούν στο κρεββατάκι τους, την πινακωτή. 

Και μετά, αφού είχε πυρώσει ο ξυλόφουρνος, από ελιόκλαδα και πουρνάρια της αυλής, τις φούρνισε. 

Η ευωδιά, μετά το ψήσιμο, χάρισε στο σπίτι χαρά και απόλαυση μοναδική. 

 Μια ζωή, βασιλόπιττες φάγαμε σωρό. 

Τόσο σπιτικές όσο κι από ξακουστά ζαχαροπλαστεία, που τις διαφήμιζαν.  

Όμως, η λαχταριστή πίττα του παππού, με τη  μυρωδιά από το μαχλέπι και το προζύμι και την  ιδιαιτερότητα της γεύσης της, που μόνο αυτός ήξερε  τα μυστικά της, δεν συγκρινόταν με καμιά. 

Ήταν πράγματι αλχημιστής, ο γλυκός μου!...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου