Ὅταν γύρισαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, τοὺς πρόφτασε καὶ τὸ νέο γιὰ τὸν «σεισμό»:
Ὁ ἀγαπημένος τοὺς ἐγγονός, ὁ Παντελής, εἶχε χτυπηθεῖ, τὸ παλικάρι τους. Νεκρὸς ἦταν; Ζωντανός; Ἀκριβῶς στὶς πέντε παρὰ τέταρτο ἔγινε τὸ ἀτύχημα. Τὸ ἀκυβέρνητο ἁμάξι δύο μεθυσμένων ἔπεσε πάνω….στὸ δικό του καὶ τὸν τσάκισε τὸν λεβέντη τους.
Τώρα χαροπαλεύει διασωληνωμένος στὴν ἐντατική τοῦ μεγάλου νοσοκομείου στὰ Γιάννενα. Ἄχ, καὶ τί νὰ κάνουν τώρα αὐτοὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη τῆς Ἑλλάδος ὅπου βρίσκονται;… Νὰ ξεκινήσουν γιὰ Γιάννενα; Μὰ ὁ γαμπρός τους οὔτε νὰ τ’ ἀκούσει:
– Νὰ ἔρθετε νὰ κάνετε τί; Νὰ δεῖτε ἕνα νεκρό; Κι οὔτε νὰ τὸν δεῖτε θὰ μπορέσετε. Κι ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε ἐδῶ δὲν τὸν βλέπουμε. Προσευχὴ νὰ κάνετε νὰ μᾶς τὸν χαρίσει ὁ θεός.
– Νὰ ἔρθετε νὰ κάνετε τί; Νὰ δεῖτε ἕνα νεκρό; Κι οὔτε νὰ τὸν δεῖτε θὰ μπορέσετε. Κι ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε ἐδῶ δὲν τὸν βλέπουμε. Προσευχὴ νὰ κάνετε νὰ μᾶς τὸν χαρίσει ὁ θεός.
Πέρασαν δέκα μέρες μαρτυρικές. Οἱ γιατροὶ τέσσερις φορὲς ἐπιχείρησαν νὰ τὸν ἀποσωληνώσουν χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ξημέρωσε ἡ 27η Ἰουλίου. Τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Ἡμέρα τῆς γιορτῆς του. Ὁ διευθυντὴς τῆς Ἐνταντικῆς τὸ εἶπε καθαρὰ στὸν πατέρα:
– Κύριε Γιῶργο, σήμερα θὰ κάνουμε τὴν τελευταία προσπάθεια. Ἂν δὲν πετύχει, θὰ σοῦ τὸ δώσουμε ἔτσι μισοπεθαμένο το παιδί σου… Καὶ δὲν στὸ κρύβω. Ἐλπίδες δὲν ἔχουμε πολλές. Γιὰ νὰ μὴ πῶ καθόλου. Μὰ θὰ παλέψουμε…
Ἔτρεμε ὁ δόλιος ὁ πατέρας. Μὲ τὴ γυναίκα του καὶ ἄλλους συγγενεῖς περίμεναν στὸν προθάλαμο τῆς ἐντατικῆς. Πέρασαν ὧρες… Τοὺς φάνηκαν αἰῶνες.
Ξαφνικὰ τινάχτηκαν. Τραντάχτηκε ἡ πόρτα τῆς κλινικῆς καὶ βγῆκε ὁρμητικὸς ὁ διευθυντὴς καὶ πίσω του οἱ ἄλλοι γιατροὶ ἀλαφιασμένοι. Ἁρπάζει τὸν πατέρα ὁ διευθυντής, τοῦ δίνει μιὰ γερὴ στὸ στῆθος καὶ ἄλλη μιὰ στὴν πλάτη καὶ τοῦ φωνάζει:
– Γιώργη, ζεῖ τὸ παλικάρι σου! Τ’ ἀκοῦς; Ζεῖ ὁ λεβέντης σου. Μπὲς τώρα ἀμέσως νὰ τὸν δεῖς. Γιατροί, συγγενεῖς ἀγκαλιάστηκαν, ἔκλαιγαν ὅλοι ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη χαρά. Μπῆκε πρῶτος μέσα ὁ πατέρας. Σὰν πλησίασε, τὸν εἶδε ὁ Παντελὴς καὶ ἔβαλε φωνή:
– Πατέρα, τὸ «Πάτερ ἠμῶν…»!
Ὁ Γιώργης τὰ ‘χασε. Ὁ Παντελής του τὸ «Πάτερ ἠμῶν…»; Μὰ αὐτὸς δὲν εἶχε ἰδέα ἀπὸ ἐκκλησιαστικά. Κι ὄχι πὼς ἔφταιγε τὸ παιδί. Ὁ ἴδιος ἔφταιγε. Πού παρόλο παπαδοπαίδι -κι ἦταν Ἅγιος παπάς ὁ πατέρας του- τὰ εἶχε ξεχάσει ὅλα κι ἔτσι ἀνέθρεψε τὴν οἰκογένειά του.
Ὁ Γιώργης τὰ ‘χασε. Ὁ Παντελής του τὸ «Πάτερ ἠμῶν…»; Μὰ αὐτὸς δὲν εἶχε ἰδέα ἀπὸ ἐκκλησιαστικά. Κι ὄχι πὼς ἔφταιγε τὸ παιδί. Ὁ ἴδιος ἔφταιγε. Πού παρόλο παπαδοπαίδι -κι ἦταν Ἅγιος παπάς ὁ πατέρας του- τὰ εἶχε ξεχάσει ὅλα κι ἔτσι ἀνέθρεψε τὴν οἰκογένειά του.
– Τὸ «Πάτερ ἠμῶν…» εἶπες, Παντελάκη μου;
– Ναί, πατέρα, τὸ «Πάτερ ἠμῶν…»! Θ’ ἀλλάξω ζωή. Ἔτσι μου εἶπε ὁ Ἅγιος Παΐσιος.
– Τί λές, παιδάκι μου; Τί Ἅγιος Παΐσιος λές;
– Ὁ Ἅγιος Παΐσιος, πατέρα! Αὐτὸς μὲ ἔσωσε. Ἔμεινε ὁ Γιώργης ἄφωνος. Κι ὁ Παντελής του τὰ ἐξιστόρησε λεπτομερῶς. Εἶχε φτάσει, λέει, σὲ ἕναν τόπο ὑπέροχο, ποὺ στὸ βάθος τοῦ ἔλαμπε ἕνα φῶς θαυμάσιο, μοναδικό. Γλώσσα ἀνθρώπινη ἀδύνατο νὰ τὸ περιγράψει. Καὶ ἐκεῖ μπροστά του βλέπει τὸν ἅγιο Παΐσιο γονατιστό, μαζὶ καὶ μὲ ἄλλους, νὰ προσεύχεται θερμά. Ἔκανε νὰ περάσει ὁ Παντελής, μὰ ὁ Ἅγιος τὸν σταμάτησε.
«Στάσου, Παντελῆ μου», τοῦ εἶπε. «Δὲν ἦρθε ἀκόμα ἡ ὥρα νὰ πᾶς σ’αὐτὸ τὸ φῶς. Θὰ γυρίσεις πίσω. Μὰ νὰ προσέξεις ἀπὸ ‘δω καὶ πέρα τὴ ζωή σου».
– Καλά, Παντελῆ, κι ἀπὸ ποῦ ξέρεις ἐσὺ πῶς αὐτὸς ἦταν ὁ Ἅγιος Παΐσιος;
– Τὸν Ἅγιο Παΐσιο δὲν ξέρω, πατέρα; Δὲν ἔχουμε τὴν εἰκόνα του στὸ σπίτι μας; Ποιὸς δὲν ξέρει τὸν ἅγιο Παΐσιο;
– Τὸν Ἅγιο Παΐσιο δὲν ξέρω, πατέρα; Δὲν ἔχουμε τὴν εἰκόνα του στὸ σπίτι μας; Ποιὸς δὲν ξέρει τὸν ἅγιο Παΐσιο;
Καὶ θέλω, πατέρα, μόλις γίνω καλά, νὰ πᾶμε στὸ μοναστήρι τοῦ Στομίου στὴν πατρίδα μας τὴν Κόνιτσα, ἀπ’ ὅπου ξεκίνησε τὴν μοναχική του ζωὴ ὁ Ἅγιος Παΐσιος, νὰ τὸν εὐχαριστήσω πού μου χάρισε τὴ ζωή.
Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕναν ἀκόμη λόγο θέλω νὰ πάω. Διότι ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς μὲ τοὺς ὁποίους προσευχόταν ὁ Ἅγιος ἔμοιαζε μὲ τὸν ἡγούμενο τῆς Μονῆς Στομίου, τὸν πατέρα Κοσμᾶ.
– Θὰ πᾶμε, Παντελῆ μου, θὰ πᾶμε. Νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Ἅγιο!
Περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ», τεύχος 2154, Ιούλιος 2017
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου