Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

* Έφτιαξα την κολυμβήθρα και εκεί βαπτισθήκαμε, η γυναίκα μου κι εγώ

 Ο σύγχρονος άσωτος που κατάφερε να βρει τον δρόμο του Θεού!



Ο Αντώνης κατάγεται από την Αλβανία και ζει εδώ και αρκετά χρόνια στην Ελλάδα. Ο ίδιος αφηγείται την ιστορία της ζωής του, τη μεταστροφή του στην Ορθοδοξία και πώς από τον έκλυτο βίο ξαναβρήκε τη ρίζα της πίστης, την οποία, όπως λέει, είχε χάσει

Τα Ευαγγέλια μιλούν για τη ζωή μας, είναι αφηγήσεις σχετικές με την πραγματική και όχι μια φανταστική ζωή. Η παραβολή του ασώτου λ.χ. είναι μια αφήγηση που έχει βρει την εφαρμογή της σε πολλές ανθρώπινες ζωές, ο Θεός ξέρει πόσες ακριβώς. Μιλήσαμε με έναν άνθρωπο που μη γνωρίζοντας καν τον Πατέρα του, αφού ζούσε στην άθεη παλιότερα Αλβανία, περιπλανήθηκε μακριά Του, έζησε με ένταση μια ζωή απολαύσεων, και όμως μεταστράφηκε στον Θεό που αγνοούσε και άλλαξε ριζικά. Στην ιστορία της ζωής του, την οποία αφηγείται στην «Ορθόδοξη Αλήθεια», βλέπουμε σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά της παραβολής.
 

Mιλάμε με τον Αντώνη, ο οποίος κατάγεται από την Αλβανία και ζει εδώ και αρκετά χρόνια στην Ελλάδα. Ο Αντώνης αποτελεί παράδειγμα μεταστροφής ενός ανθρώπου, η ζωή του άλλαξε με τρόπο ριζικό. Θα θέλαμε να μας πεις αρχικά για τη ζωή σου στην Αλβανία και τους λόγους για τους οποίους έφυγες από εκεί…


Ευχαριστώ που δίνεται η ευκαιρία να πούμε κάτι που πιστεύω ότι είναι πολύ όμορφο και πάνω απ΄ όλα αληθινό. Η παιδική μου ηλικία ήταν πάρα πολύ όμορφη στην Αλβανία. Ζούσαμε στο κέντρο της Αλβανίας, στη Λούσνια, περιοχή μια ώρα μακριά από τη θάλασσα. Εκεί έζησα μέχρι τα δέκα πέντε μου χρόνια. Ο πατέρας μου ήταν τραπεζικός υπάλληλος, η μητέρα μου ήταν με το κομμουνιστικό κόμμα. Το ίδιο και ο πατέρας μου, αφού άλλωστε δεν υπήρχαν άλλα κόμματα παρά μόνο το κομμουνιστικό. Όσοι θα σκέφτονταν κάτι διαφορετικό θα είχαν προβλήματα… Εξαιτίας αυτών, της εργασίας του πατέρα και το ότι ανήκαν στο κόμμα, τα παιδικά μου χρόνια ήταν καλά, δεν είχαμε προβλήματα. Περνούσαμε καλά. Όταν έπεσε ο κομμουνισμός και ήρθε η δημοκρατία πολλοί Αλβανοί φεύγανε. Άλλοι για Ελλάδα και άλλοι για Ιταλία. Άλλοι έφυγαν ως πολιτικοί πρόσφυγες και άλλοι αναζητώντας μια καλύτερη ζωή.


Εγώ όμως δεν είχα να αναζητήσω κάτι καλύτερο, αφού στην παιδική μου ηλικία μού τα πρόσφεραν όλα οι γονείς. Δεν υπήρχε κοινωνικός ή οικονομικός λόγος για να σηκωθώ να φύγω για την Ελλάδα. Όμως δεν ήθελα να μείνω μόνος. Οι πάντες έφευγαν και πάνω απ΄ όλα οι φίλοι μου. Ξεσηκώθηκα κι εγώ λοιπόν και είπα, πάω στην Ελλάδα να δω τι μπορώ να κάνω εκεί. Βλέπαμε στην τηλεόραση εικόνες από την Ελλάδα, τα νησιά, τον τρόπο ζωής των ανθρώπων και μου άρεσε πάρα πολύ. Ε, ας πάμε κι εμείς είπα, να κάνουμε κάτι καλύτερο από ό,τι εδώ στην Αλβανία, να βοηθήσουμε και τους γονείς αν μπορέσουμε, γιατί κι εκείνοι έμειναν χωρίς δουλειά τότε… ήταν λοιπόν για μένα μια ήσυχη ζωή στην Αλβανία αλλά ταυτόχρονα μια ζωή χωρίς ιδιαίτερες προσδοκίες, δεν περίμενα κάτι καλό με άλλα λόγια πέρα από την κάλυψη των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών…

Η θρησκεία, η εκκλησία υπήρχε στην Αλβανία τότε;

Όχι από αυτά δεν υπήρχε τίποτε. Δεν υπήρχε καμία θρησκεία. Μετά την πτώση του καθεστώτος έρχονταν διάφοροι ιεραπόστολοι από διάφορες χώρες του κόσμου και προσπαθούσαν να βοηθήσουν τον κόσμο, ρούχα, τρόφιμα κλπ και να τους μεταστρέψουν έτσι στη δική τους ο καθένας πίστη. Εγώ τότε δεν το δέχτηκα αυτό σαν νεαρός ακόμη. Πήγαν διάφοροι κοντινοί μου άνθρωποι, αλλά εγώ δεν πήγα να πάρω ούτε μια σοκολάτα. Ιδρύθηκε μάλιστα μια τέτοια ενορία κοντά μου, αλλά εγώ δεν πήγα ποτέ. Εξακολουθούσα να εργάζομαι σε αγροτικές εργασίες των γονιών μου και να παίζω με τα άλλα παιδιά. Από εκκλησία λοιπόν δεν υπήρχε τίποτε ουσιαστικά.
 
Ωστόσο μια μικρή ρίζα, μια μικρή φλέβα από τα θέματα αυτά ήταν από τη γιαγιά μου. Η γιαγιά μου όσο τη θυμάμαι κάθε Κυριακή πήγαινε στην εκκλησία. Κι ας μην είχε ιερέα κι ας ήταν κλειστή. Ήταν κλειδωμένη με λουκέτο. Πηγαίνανε οι γιαγιάδες και παίρνανε και κανα δυό παιδάκια μαζί τους και κάθονταν απέξω από την εκκλησία, ανάβανε κεράκια και προσεύχονταν. Κάθονταν τόσες ώρες όσες διαρκούσε παλιά η λειτουργία, δυο ώρες, τρεις ώρες… Εμείς ήμασταν παιδιά, βασικά δεν καταλαβαίναμε και παίζαμε εκεί κοντά, γύρω γύρω από την εκκλησία. Μας μάθαιναν με τον τρόπο τους αυτό: ερχόμαστε, προσευχόμαστε, φιλάμε την εξώπορτα της εκκλησίας, αντί για τις εικόνες που υπήρχαν μέσα, μας το εξηγούσαν αυτό, και καθόμαστε εδώ και προσευχόμαστε αυτές τις ώρες, γιατί είναι ώρες της λειτουργίας που γινότανε παλιά. Αυτό λοιπόν ήταν μια μικρή φλέβα, μια μικρή επαφή με την πίστη αλλά ωστόσο χάθηκε όταν μετά έφυγα για την Ελλάδα. Μπορεί να υπήρχε κάπου βαθιά αλλά δεν το ένιωθα, είχε κάπου χαθεί. Ωστόσο κάποτε επανήλθε.

Ο πατέρας σου τι ρόλο έπαιξε;


Κι ο πατέρας μου έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο. Τον θυμάμαι τις ημέρες του Πάσχα. Την Κυριακή του Πάσχα, την ημέρα της αναστάσεως. Ήμασταν τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια και ένα κορίτσι. Μόλις ξυπνάγαμε μας περίμενε έξω από τα δωμάτιά μας. Ελάτε όλοι, μας έλεγε, να κοινωνήσετε. Είχε φτιάξει το δισκοπότηρο, ένα μεγάλο ποτήρι του κρασιού, είχε βάλει το ψωμί και το κρασί και μας έλεγε ότι ήταν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και ελάτε να κοινωνήσετε. 
 

Οι εικόνες πίστης που έμειναν χαραγμένες στη μνήμη του και η καταλυτική γνωριμία του με τον γέροντα Επιφάνιο


Συμβολικά ασφαλώς όλα αυτά, δεν ήταν κανονική θεία λειτουργία. Δεν υπήρχε καν ιερέας. Ήταν μια συμβολική εικόνα, ένα παράδειγμα για μας… Ωστόσο αυτές οι εικόνες έμειναν βαθιά μέσα μου. Οι γονείς μου λοιπόν είχαν κάποια πίστη. Άλλωστε ήταν βαπτισμένοι. Προσεύχονταν και κρυφά, παρότι ήταν και στο κομμουνιστικό κόμμα, προσπαθούσαν να μας μεταφέρουν το σπόρο της πίστης. Την ημέρα του Πάσχα λοιπόν μετά πηγαίναμε στην εκκλησία και τσουγκρίζαμε τα αυγά εκεί πέρα, γιατί δεν μπορούσες να κάνεις εκεί κάτι άλλο, αφού ήταν κλειστή, παρά μόνο να συζητήσεις με τους άλλους, να πεις το Χριστός Ανέστη, καθόμασταν εκεί δυο τρεις ώρες περίπου. Και επιστρέφαμε για το πασχαλινό τραπέζι.

Θα υπήρχαν συνέπειες από το κράτος αν ήξερε αυτές τις θρησκευτικές πρακτικές;


Το κράτος δεν ήθελε καμιά θρησκεία, όχι μόνο τον χριστιανισμό αλλά καμιά απολύτως θρησκεία ή εκκλησία… Γι΄αυτό και αυτές οι λίγες θρησκευτικές πράξεις γίνονταν επιφυλακτικά, κρυφά.


Έφυγες λοιπόν για την Ελλάδα στην αναζήτηση μιας περιπέτειας…


Ναι, έτσι ακριβώς. Στην ηλικία των 15 ετών περίπου. Περπατάγαμε μια βδομάδα, μας έπιασαν και μας γύρισαν πίσω και μία και δύο φορές, τελικά τα κατάφερα και έφτασα στην Αθήνα. Και από εκεί μεταφέρθηκα στα μέρη της Τροιζηνίας. Σκοπός μας ήταν να δουλέψουμε στις ελιές και να βγάλουμε λίγα χρήματα. Παρότι είχα μάθει σε αγροτικές εργασίες, δεν έπαυε να είμαι τότε ένα μικρό παιδί και η εργασία μού ήταν πολύ βαριά. Και το μεροκάματο, παρότι δούλευα σα μεγάλος, ήταν λειψό. Με πλήρωναν σαν παιδί, με παιδικό ας πούμε μεροκάματο.


Όμως η ζωή μου ανατράπηκε πλήρως και μετά ένα χρόνο ησυχίας και έχοντας γνωρίσει φίλους άρχισα να κάνω τη ζωή της νύχτας, όπως λέμε, με μπαράκια, ξενύχτια κλπ. Μια ζωή κόλαση. Πραγματικά κόλαση. Ποτά, τσιγάρα, ηδονές – δεν μπορώ καν να τα πω όλα όσα έζησα. Δεν σκέφτηκα πώς πολλοί Έλληνες ζούσαν μια τέτοια ζωή, απλά αφέθηκα και τα έζησα πάρα πολύ έντονα. Εν τω μεταξύ δούλευα και σαν οδηγός οικοδομικών υλικών. Ε, η ζωή αυτή αρχικά με ευχαριστούσε. Μετά την κουραστική δουλειά έλεγα πότε θα έρθει το βράδυ να πιω, να καπνίσω, να φάω και να κάνω τρέλες διάφορες μαζί με τους φίλους. Πράγματα που δε λέγονται. Ήταν ένα βούλιαγμα στα πάθη, ζούσα μέσα στη λάσπη και τη βρωμιά. Αυτό το σκέφτομαι τώρα, αλλά τότε μου άρεσε. Και αυτό γινόταν συνεχόμενα από τα 16 ως τα 22 μου. Τα λέω τώρα και σκέφτομαι, πω πω τι έχω κάνει… Ήταν μια κόλαση που όμως τότε μου άρεσε.

Πώς έγινε η αλλαγή;

Λοιπόν είπαμε ότι το ζούσα και το ευχαριστιόμουνα. Μια φορά τα αφεντικά μου μου είπαν ότι πρέπει να ανέβεις στη Μονή Κεχαριτωμένης επάνω να πας υλικά με το φορτηγό. 


Στη Μονή που ήταν ο γέροντας Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος…


Ναι, ακριβώς. Μέχρι τότε στη ζωή που έκανα ήταν φυσικό να ακούω μόνο κακά πράγματα για την εκκλησία, τους ιερείς κλπ. Και βέβαια ήθελες να τα ακούσεις όλα αυτά. Σου άρεσαν, μην τυχόν και αλλάξεις ζωή… Ωστόσο πηγαίνοντας στο μοναστήρι γνωρίστηκα με έναν ιερομόναχο και είπαμε μερικά πράγματα. Και με αυτό τον τρόπο ξύπνησαν μέσα μου οι παιδικές μνήμες που λέγαμε στην αρχή. Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν με καταπίεσε κανένας στο μοναστήρι, να μου πει “Αντώνη είσαι λάθος σε αυτό το δρόμο, πρέπει να εξομολογηθείς”.

Αντίθετα άρχισε να μου αρέσει σιγά σιγά να πηγαίνω στο μοναστήρι, να παίρνω το κέρασμα που κάθε φορά έδιναν και να συζητώ με τον ιερομόναχο. Δεν μου έκανε θεολογική κουβέντα, επρόκειτο για απλή ανθρώπινη συζήτηση. Με φυσικό τρόπο ήρθε κάποτε και η κουβέντα στην πίστη αλλά χωρίς κανένα ζόρι, χωρίς διδασκαλία ότι πρέπει να αλλάξω, ότι είμαι αβάπτιστος, χωρίς πίστη, ότι κάτι πρέπει να κάνεις για αυτό. Όχι, τίποτα από όλα αυτά. Αλλά με τον καιρό εγώ ο ίδιος το έβλεπα ότι είμαι λάθος, ότι πρέπει να μεταστραφώ, ότι πρέπει να φύγω από αυτό τον δρόμο.
Μου έρχονταν σκέψεις ότι μάλλον πρέπει να ηρεμήσω, ότι πρέπει να κάνω οικογένεια…Όλα ήρθαν λοιπόν με έναν απαλό τρόπο μέσα μου, θα έλεγα με ένα θαύμα. Ξέρετε τι είναι στα 22 σου να λες σταματάω μια ζωή που με ευχαριστούσε τόσο, δεν ήμουν ένας μεγάλος άνθρωπος που τα είχε βαρεθεί… Έφτασα λοιπόν στο σημείο να του πω εγώ του ιερομόναχου, πάτερ μου θέλω εγώ να με διδάξεις κάποια πράγματα, θέλω να έρχομαι όχι επειδή έχω εργασία στο μοναστήρι, αλλά θέλω να ακούσω, να διδαχθώ.

Τι ήθελες να ακούσεις και να μάθεις;


Ήθελα πάρα πολύ να μάθω για τον Χριστό, για την ορθόδοξη πίστη, όλα αυτά… Ξύπνησαν μέσα μου οι παιδικές μνήμες. Βέβαια δεν έγιναν όλα μονομιάς. Μπορεί να συζητούσα με τον ιερέα, αλλά τα βράδια εξακολουθούσα να κάνω την ίδια ζωή. Ωστόσο μέσα μου άλλαζε κάτι σιγά σιγά. Ολοένα και περισσότερο περίμενα να ξαναπάω στο μοναστήρι και να ξαναπιάσουμε κουβέντα. Ασυνείδητα ακόμη ήξερα ότι δεν ανήκα πια στη ζωή της νύχτας.

Έβλεπες μια διαφορά δηλαδή…


Ναι, ασφαλώς έβλεπα μια διαφορά, την οποία όμως δεν μπορούσα ακόμη να εξηγήσω με λόγια. Επρόκειτο για ένα μυστήριο θα έλεγα. Ήξερα ότι αυτό που κάνω τα βράδια δεν ήταν σωστό και έπρεπε να μεταστραφώ. Εννοείται ότι ακόμη δεν είχα καμιά σχέση με την εκκλησία. Πήγαινα, όπως πάρα πολλοί, μια φορά το χρόνο στην ανάσταση και μάλιστα απέξω από την εκκλησία. Το βλέπαμε σαν σόου, μετά αμέσως πηγαίναμε στα μπαρ.

Αποφάσισες λοιπόν να γίνεις χριστιανός…


Δεν το αποφάσισα αμέσως. Ήθελα πρώτα να διδαχτώ. Μου πρότεινε ο ιερέας να πάω αν θέλω να δω τη λειτουργία. Πήγα. Ασφαλώς δεν καταλάβαινα τίποτα. Αλλά ήθελα να μάθω και του ζήτησα να μου πει τι είναι αυτή η λειτουργία που γίνεται. Και άλλα πολλά πράγματα. Και αρχίσαμε σιγά σιγά. Αρχίσαμε την κατήχηση. 

Ταυτόχρονα εκείνο τον καιρό γνώρισα μια κοπέλα. Βέβαια ήμουν γνωστός στα μέρη και όλοι ήξεραν ότι εγώ μόνο για οικογένεια δεν κάνω. Της λέω λοιπόν ότι θέλω να κάνω οικογένεια μαζί σου. Η κοπέλα δεν είχε σχέση με την εκκλησία, Αλβανίδα κι αυτή, αλλά εγώ ήθελα στη νέα μου ζωή να συμπορευθώ με κάποια που θα ήθελε να μοιραστεί μαζί μου τη ζωή αυτή. Της μίλησα λοιπόν για τη νέα μου ζωή, της μίλησα για το μοναστήρι και εκείνη μου είπε ότι, το ήθελε κι εκείνη. Έτσι λοιπόν διδαχτήκαμε και οι δύο πλέον την ορθόδοξη κατήχηση, μια ήρεμη κατήχηση που κράτησε τρία χρόνια. Τη γυναίκα μου την ευχαριστούσε όλο αυτό κι ακόμη έβλεπε ότι εγώ άλλαζα συνεχώς. 

Την αλλαγή βέβαια την έβλεπα πρώτος εγώ. Παλιοί μου φίλοι που με έβρισκαν στο δρόμο μού έλεγαν, “πού είσαι εσύ, πού χάθηκες; Εσύ πας στην εκκλησία; Τι έγινε; Εσύ πιστεύεις;” Εγώ, χωρίς να τους παριστάνω τον δάσκαλο, πώς θα μπορούσα άλλωστε, ήθελα με τρόπο να τους περάσω το μήνυμα ότι ο δρόμος που ακολουθούσαμε ήταν λάθος.

Και ήρθε η ώρα της βάπτισης…

Αυτό ήταν μεγάλο θαύμα, δεν μπορεί να το περιγράψει κανένας. Βαπτιστήκαμε μαζί με τη γυναίκα μου σε μια μικρή εκκλησία. Το γεγονός δεν περιγράφεται. Ένιωθα σαν μικρό παιδί. Και τώρα που το λέω συγκινούμαι. Βαθιά, απερίγραπτα συναισθήματα. Σα να είσαι στον παράδεισο. Αστράφτουν όλα γύρω σου. Λες, πού βρίσκομαι; Ζω ένα όνειρο. Η γυναίκα μου ομοίως κι ακόμη περισσότερο. Η γυναίκα μου έχει ακόμη βαθύτερη πίστη.

Κατασκεύασα μάλιστα ο ίδιος την κολυμβήθρα. Ήταν μια επίπονη δουλειά, φτιάξαμε πάνω της και σταυρούς, τη βάψαμε μπλε και μέσα σε αυτή βυθιστήκαμε ολόκληροι με τη γυναίκα μου κατά τη βάπτιση, είχε ύψος κατάλληλο για αυτό. Την επόμενη μέρα της βάπτισης, παντρευτήκαμε. Και την επόμενη μέρα ήταν η πρώτη θεία Κοινωνία μας. Μετά τρία χρόνια κατήχησης και αναμονής καταλαβαίνετε τι προσμονή νιώθαμε και τι χαρά πήραμε… Πρόκειται για ένα θαύμα…

Τώρα έχουν περάσει δέκα χρόνια και έχουμε τέσσερα παιδιά. Και βέβαια τα βαπτίσαμε νήπια, όπως καθορίζει η εκκλησία. Έχω ακόμη με τη χάρη του Θεού μια ζωντανή σχέση με τον Θεό, μια χαρούμενη ζωή γεμάτη ευλογία, αλλά πάντα υπάρχει πολύς δρόμος να διανύσω ακόμη. Καθότι στην πνευματική ζωή δεν υπάρχει όριο, κανένα όριο. Η χαρά η αληθινή είναι ο Χριστός, δεν υπάρχει άλλη χαρά. Αυτό προσπαθώ να περάσω και στα δικά μου παιδιά.
****

Ο Θεός καλεί όλους τους ανθρώπους κοντά Του, έτσι και τον Αντώνη. Αλλά ενώ η κλήση του Θεού δεν γίνεται αποδεκτή απ’ όλες τις καρδιές, στην καρδιά του Αντώνη ήταν καλοδεχούμενη, παρότι τίποτε στη ζωή του δεν έδειχνε ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί. Από τη μία χαιρόταν τη ζωή της αμαρτίας, από την άλλη κάτι του έλεγε ότι δεν είναι προορισμένος για μια τέτοια ζωή. Δέχτηκε την κλήση του Θεού και η πραγματικότητα της ζωής του άλλαξε, όπως ακριβώς συνέβη με τους μαθητές του Χριστού και με τόσους και τόσους ανθρώπους που έγιναν χριστιανοί μέχρι σήμερα. Και το ότι δέχτηκε την κλήση του Θεού φάνηκε από τα σημάδια που αυτή άφησε πάνω του. Είδε τη βρωμιά της αμαρτίας, την άφησε πίσω του και αγκιστρώθηκε στη ζωή του Θεού και τις εντολές Του. Δεν έκανε μια δήλωση, σαν αυτή που κάνουμε όλοι μας με άνεση, ότι είναι αμαρτωλός. Έζησε βαθιά μέσα του τι είναι η αμαρτία και την απαρνήθηκε χωρίς επιφυλάξεις. Τον ευχαριστούμε για τη μαρτυρία και τη χαρά που μας έδωσε.

_____________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, 13.11.2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου