Ενα απίστευτο και όμως αληθινό γεγονός!
Το ιστορικό αυτό γεγονός δημοσιεύτηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα στο περιοδικό «Μοσκόβοσκιε Βέντομοστι» (Τα χρονικά της Μόσχας).
Αργότερα κυκλοφόρησε από την Λαύρα του Όσίου Σεργίου σαν ξεχωριστή έκδοση.
Το εκδοτικό τμήμα της Λαύρας επικοινώνησε με τον συγγραφέα του βιβλίου, ο οποίος και επαλήθευσε το γεγονός το οποίο, περιγράφεται στο βιβλίο, λέγοντας ταυτόχρονα ότι
ο άνθρωπος, στον οποίο το γεγονός αυτό συνέβη, στην συνέχεια έγινε μοναχός.
Παραθέτουμε εδώ ένα συγκλονιστικό απόσπασμα από τη διήγηση της μεταθανάτιας εμπειρίας του ρώσου που την έζησε στις αρχές του 20/ου αιώνα...
"...Τι λοιπόν, μου συνέβη στη συνέχεια;
Οι γιατροί βγήκαν από το δωμάτιό μου, οι δύο νοσοκόμοι στέκονταν όρθιοι και συζητούσαν για τις λεπτομέρειες της ασθένειας και του θανάτου μου.
Η ηλικιωμένη νοσοκόμα αφού στράφηκε πρός την εικόνα, έκανε το σημείο του σταυρού και είπε μία ευχή πολύ συνηθισμένη σε τέτοιες περιστάσεις...
- "Ας έχει την Βασιλεία των ουρανών και την αιώνια ανάπαυση".
Μόλις το είπε αυτό, αμέσως ήλθαν κοντά μου δύο άγγελοι:
Στον ένα αναγνώρισα τον δικό μου άγγελο φύλακα ενώ ο άλλος μου ήταν άγνωστος.
Αφού με πήραν από το χέρι, με έβγαλαν στο δρόμο περνώντας κατευθείαν μέσα από τον τοίχο του δωματίου.
'Έξω βράδιαζε και λίγο χιόνιζε.
Το έβλεπα άλλά δεν αισθανόμουν κρύο και γενικά δεν αισθανόμουν την διαφορά θερμοκρασίας μέσα και έξω.
Προφανώς κάποια πράγματα έχασαν για το αλλοιωμένο σώμα μου την σημασία τους.
Αρχίσαμε γρήγορα νά ανεβαίνουμε ψηλά.
Όσο πιο ψηλά ανεβαίναμε τόσο μεγαλύτερος χώρος ανοιγόταν μπροστά στα μάτια μου.
Στο τέλος αυτός έλαβε τόσο μεγάλες διαστάσεις πού με κατέλαβε φόβος από την συναίσθηση της μηδαμινότητάς μου μπροστά σ' αυτή την ατελείωτη έρημο.
Εδώ αντιλήφτηκα τις καινούριες ιδιότητες της δράσης μου:
Πρώτα, ενώ γύρω μας υπήρχε απόλυτο σκοτάδι, εγώ όλα τά έβλεπα καθαρά, επομένως μάτια μου είχαν την ικανότητα νά βλέπουν και μέσα στο σκοτάδι.
Δεύτερο, μπορούσα με το βλέμμα μου νά αγκαλιάζω τόσο μεγάλο χώρο πού ποτέ δεν μπορούσα νά το κάνω στην επίγεια ζωή μου.
Αλλά τότε δεν είχα ακόμα καταλάβει πώς έχω αυτές τις ικανότητες.
Αυτό πού τότε κατανοούσα ήταν ότι στην πραγματικότητα ο χώρος είναι πολύ πιο μεγάλος από αυτόν που βλέπω και ότι οι δυνατότητες της όρασής μου ήταν περιορισμένες.
Αυτό το κατανοούσα πολύ καλά και όταν μου ερχόταν αυτή η σκέψη με έπιανε τρόμος.
Ναι, και είναι πολύ φυσικό για έναν άνθρωπο να υπερεκτιμά τον εαυτό του.
Συνειδητοποιούσα την μηδαμινότητά μου, ότι είμαι ένα ασήμαντο άτομο ή εμφάνιση ή η εξαφάνιση του οποίου θα μείνει απαρατήρητη σ' αυτό τον άπειρο κόσμο.
Όμως αντί νά βρίσκω παρηγοριά, μία, κατά κάποιο τρόπο ασφάλεια σ' αυτή τη σκέψη, φοβόμουν...
Ότι θα χαθώ, ότι ο άπειρος αυτός κόσμος θα με καταπιεί σαν ένα ασήμαντο κόκκο σκόνης.
Αυτό το γεγονός, νομίζω είναι μία καλή απάντηση στον ισχυρισμό κάποιων πού κάνουν λόγο για τον καθολικό νόμο της καταστροφής, παράλληλα δέ αποτελεί και αξιοσημείωτο δείγμα της αυτοσυνειδησίας του ανθρώπου πού αισθάνεται τον εαυτό του αθάνατο, αιώνιο και προσωπικό ΩΝ!
Η αντίληψη του χρόνου έσβησε εντελώς στο νου μου.
Δεν ξέρω πόση ώρα ανεβαίναμε ψηλά.
Ξαφνικά ακούστηκε κάποιος θόρυβος και με κραυγές και γέλια άρχισε γρήγορα νά μας πλησιάζει ένα πλήθος κάποιων απαίσιων Όντων.
«Δαίμονες!» σκέφτηκα.
Το κατάλαβα μάλιστα πάρα πολύ γρήγορα και με έπιασε κάτι σαν τρόμος πού μέχρι τότε μου ήταν άγνωστος.
Δαίμονες!
Φαντάζομαι πώς ειρωνευόμουν και γελούσα αν κάποιος, λίγες μέρες, ακόμα και λίγες ώρες, νωρίτερα θα μου έλεγε ότι πιστεύει στην ύπαρξη τους και είδε με τά μάτια του τούς δαίμονες!
Ως μορφωμένος άνθρωπος του τέλους του δεκάτου ενάτου αιώνα, με το όνομα αυτό, θεωρούσα τις κακές συνήθειες και τα πάθη του ανθρώπου.
Γι' αυτό και η λέξη αυτή δεν ήταν για μένα όνομα αλλά ένας όρος πού δηλώνει κάποια αφηρημένη έννοια.
Και ξαφνικά αυτή «η αφηρημένη έννοια» παρουσιάστηκε μπροστά μου σαν ζωντανό πρόσωπο!
Και σήμερα ακόμα δεν μπορώ νά εξηγήσω πώς και γιατί τότε αμέσως χωρίς καμία αμφιβολία αναγνώρισα στο πρόσωπό τους τούς δαίμονες.
Είναι όμως σίγουρο ότι ο χαρακτηρισμός τους σαν δαίμονες ήταν για μένα τότε κάτι το τελείως παράλογο διότι, αν έβλεπα ένα τέτοιο θέαμα κάποια άλλη στιγμή, σίγουρα θα έλεγα ότι αυτό είναι μία μορφοποιημένη φαντασία. με απλά λόγια θα έλεγα οτιδήποτε άλλο εκτός από δαίμονες.
Και δεν θα τους καλούσα μ' αυτό το όνομα, επειδή, όπως είπα, δεν το θεωρούσα όνομα αλλά έναν όρο πού δηλώνει κάτι που ούτε καν μπορούμε να το δούμε.
Τότε όμως τόσο γρήγορα κατάλαβα ότι είναι δαίμονες, και το πράγμα αυτό ήταν για μένα τόσο φανερό, πού δεν υπήρξε λόγος ούτε και νά το σκεφτώ.
Σαν να αντίκρισα κάτι που το ξέρω πολύ καλά από παλιά.
Και επειδή, όπως έλεγα, τότε ο νους μου ενεργούσε πάρα πολύ γρήγορα, γι' αυτό και γρήγορα κατάλαβα ότι αυτή η απαίσια όψη αυτών των όντων δεν ήταν ο πραγματικός τους εαυτός, αλλά ένα τρομερό προσωπείο πού το φορούσαν πιθανώς με σκοπό νά με τρομοκρατήσουν περισσότερο.
Τότε ξύπνησε η υπερηφάνειά μου.
Αισθάνθηκα ντροπή και για τον εαυτό μου και για τον άνθρωπο γενικά, που αυτά τά πλάσματα για να τον φοβερίσουν αυτόν που τόσο μεγάλη ιδέα έχει για τον εαυτό του, χρησιμοποιούν τέτοιους τρόπους που εμείς τους χρησιμοποιούμε μόνο για τα μικρά παιδιά.
Αφού μας περικύκλωσαν από όλες τις πλευρές οι δαίμονες φώναζαν και απαιτούσαν από τους αγγέλους να με παραδώσουν σ' αυτούς.
Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο νά με αρπάξουν από τά χέρια τους, αλλά δεν τολμούσαν να το κάνουν.
Από τις αισχρές κραυγές και τά ουρλιάσματα που έβγαζαν ξεχώριζα κάποιες λέξεις και μερικές φορές και ολόκληρες τις φράσεις.
- Είναι δικός μας, αρνήθηκε τον Θεό,
ξαφνικά φώναξαν όλοι με μία φωνή και ταυτόχρονα όρμησαν πάνω μου.
Το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου.
«Είναι ψέμα! αυτό δεν είναι αλήθεια!», ήθελα να τους απαντήσω.
Όταν ξαναβρήκα τον εαυτό μου, και όμως η μνήμη μου έδεσε την γλώσσα.
Με έναν τρόπο ακατανόητο θυμήθηκα ξαφνικά ένα ασήμαντο περιστατικό πού συνέβη τόσο παλιά, την εποχή που ήμουν νέος, και πού το ξέχασα σχεδόν εντελώς.
Θυμήθηκα πώς τον καιρό που ακόμα πήγαινα στο σχολείο, μία μέρα μαζευτήκαμε στο σπίτι ενός φίλου μας και κουβεντιάζοντας για τα διάφορα σχολικά μας προβλήματα, περάσαμε στη συζήτηση για θέματα υψηλής φύσεως.
Κάναμε συχνά τέτοιου είδους συζητήσεις μεταξύ μας.
- Γενικά δεν μου αρέσουν οι αφηρημένες ιδέες, είπε ένας φίλος μου, και ιδιαίτερα σ' αύτή την περίπτωση.
Μπορώ νά πιστέψω σε κάποια δύναμη πού δεν είναι ακόμα γνωστή στην επιστήμη.
Δηλαδή μπορώ νά παραδεχθώ την ύπαρξη της ακόμη και στην περίπτωση πού δεν βλέπω συγκεκριμένες εκδηλώσεις της, επειδή η δύναμη αυτή μπορεί να είναι πολύ λεπτή ή να ενεργεί μαζί με κάποιες άλλες δυνάμεις και γι' αυτό δύσκολα να γίνεται αντιληπτή.
Αλλά για νά πιστεύω στον Θεό ως ένα προσωπικό Όν, ενώ πουθενά δεν βλέπω τις εκδηλώσεις Του, αυτό για μένα είναι ανοησία.
Μου λένε: πίστευε.
Άλλά γιατί πρέπει νά πιστέψω στον Θεό αν χωρίς καμία διαφορά μπορώ να πιστεύω ότι ο Θεός δεν υπάρχει;
Σωστά το λέω;
Μήπως λοιπόν αυτός δεν υπάρχει, εσύ τι λες; - με ρώτησε ευθέως. – Μπορεί και να μην υπάρχει, - είπα εγώ.
Αυτή η απάντησή μου κυριολεκτικά ήταν «αργών ρήμα».
Δεν μπορούσε αυτή η βαττολογία του φίλου μου να μου δημιουργήσει αμφιβολίες στην ύπαρξη του Θεού.
Άλλωστε χωρίς πολλή προσοχή παρακολουθούσα αυτά που έλεγε.
Και όμως όπως φάνηκε τώρα, ο αργός αυτός λόγος δεν ξεχάστηκε.Έπρεπε τώρα νά δικαιολογηθώ και να ανατρέψω αυτή την κατηγορία.
Έτσι πραγματοποιήθηκε ο λόγος του Ευαγγελίου «ότι παν ρήμα αργόν ο εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ήμέρα κρίσεως» (Μτ. 12, 36).
Θα δώσουμε λόγο για κάθε ανώφελο λόγο που το λέμε παρακινούμενοι από τον εχθρό της σωτηρίας μας.
Η κατηγορία αυτή ήταν το πιο δυνατό επιχείρημα που πρόβαλαν οι δαίμονες, ζητώντας να παραδοθώ στα χέρια τους.
Η κατηγορία αυτή τους έδωσε καινούρια δύναμη και θάρρος και βγάζοντας άγριες κραυγές άρχισαν νά περιστρέφονται γύρω μας, εμποδίζοντάς μας να συνεχίσουμε το δρόμο μας.
Τότε σκέφτηκα την προσευχή και άρχισα να προσεύχομαι, ζητώντας την βοήθεια όσων αγίων γνώριζα και τα ονόματα των οποίων μου ήλθαν στο νου την στιγμή εκείνη.
Αυτό όμως δεν φόβισε καθόλου τούς εχθρούς μου.
Εγώ ο ελεεινός, που μόνο κατ' όνομα ήμουν χριστιανός, μόνο τότε, ίσως πρώτη φορά στη ζωή μου, θυμήθηκα εκείνη πού ονομάζεται Προστάτιδα του γένους των χριστιανών.
Ήταν πολύ τρομαγμένη ή ψυχή μου και γι' αυτό και πολύ θερμή βγήκε η προσευχή μου πρός την Παναγία.
Μόλις είπα το όνομα της αμέσως μάς σκέπασε μία λευκή ομίχλη η όποία άρχισε γρήγορα να περικυκλώνει την απαίσια αυτή στρατιά των δαιμόνων και σε λίγο την έκρυψε ολοτελώς από τα μάτια μου.
Πολύ ώρα όμως άκουγα τις κραυγές και τα ουρλιάσματά τους. Επειδή όμως οι φωνές γίνονταν όλο και πιο αδύναμες κατάλαβα ότι οι δαίμονες έμειναν πίσω.
'Ήμουν κυριευμένος από φόβο και δεν ξέρω αν συνεχίζαμε ή όχι την πορεία μας πρός τα πάνω όλο αυτό τον καιρό από την στιγμή που μας πλησίασαν οί δαίμονες και μέχρι τότε που μας άφησαν.
Μόνο τότε κατάλαβα πώς συνεχίζουμε νά ανεβαίνουμε ψηλά όταν ξανά μπροστά μου απλώθηκε ο άπειρος εναέριος χώρος.
Σε λίγο είδα πάνω ένα δυνατό φως:
Ήταν, όπως μου φάνηκε, σαν το δικό μας ηλιακό φως αλλά πολύ πιο δυνατό.
Ήταν το βασίλειο του φωτός.
«Ναι, είναι πραγματικά ένα βασίλειο με απόλυτη κυριαρχία του φωτός, επειδή το φως αυτό δεν δημιουργεί σκιά» - σκεφτόμουν, ή καλύτερα νά πούμε αισθανόμουν με έναν ανεξήγητο τρόπο αυτό πού ποτέ δεν είχα ξαναδεί.
«Αλλά πως μπορεί να υπάρχει φως χωρίς σκιά;» - παρουσιάστηκε αμέσως στη σκέψη μου η απορία φανερώνοντας πως σκέφτομαι ακόμα με τα κατηγορήματα του γήινου κόσμου.
Ξαφνικά εισήλθαμε με μεγάλη ταχύτητα σ' αυτήν την περιοχή του Φώτος που κυριολεκτικά με θάμπωσε.
'Έκλεισα τά μάτια μου, έβαλα και τά χέρια μου πάνω σ' αυτά.
Όμως αυτό δεν με βοήθησε καθόλου επειδή το φως περνούσε και μέσα από τά χέρια μου.
Άλλωστε τι νόημα είχε εδώ μία τέτοια προσπάθεια;
«"Αχ, Θεέ μου, τι είναι αυτό το φως; αυτό με τυφλώνει. δεν βλέπω τίποτα, σαν στο σκοτάδι, δεν βλέπω τίποτα», - έβγαλα μία κραυγή, ξεχνώντας ότι τώρα έχω την δυνατότητα νά βλέπω και μέσα στο σκοτάδι.
Αφού σκοτίστηκαν τά μάτια μου, μου δημιουργήθηκε περισσότερος φόβος.
Ήταν φυσικό βέβαια να φοβάμαι επειδή βρισκόμουν σ' ένα άγνωστο κόσμο.
«Τι με περιμένει; - σκέφτηκα, - πότε θα βγούμε απ' αυτό το φως;
«Υπάρχει πουθενά τέλος;».
Όμως συνέβη κάτι πού δεν το περίμενα.
Μία φωνή μεγαλοπρεπής και αγέρωχη ακούστηκε από πάνω. με ακλόνητη σταθερότητα και χωρίς θυμό αυτή η φωνή είπε:
«Δεν είναι έτοιμος!».
Και μετά... μετά αμέσως σταμάτησε η πορεία μας πρός τά πάνω - και αρχίσαμε γρήγορα νά κατεβαίνουμε.
Πριν όμως βγούμε από αυτές τις σφαίρες μου δόθηκε νά γνωρίσω και ένα άλλο θαυμαστό φαινόμενο.
Μόλις ακούστηκε ο παραπάνω λόγος, αμέσως όλο το σύμπαν, κάθε πλάσμα μέσα σ' αυτό αποκρίθηκαν με συμφωνία σ' αυτήν την απόφαση.
Σαν μία ηχώ εκατομμυρίων φωνών αντήχησε στον αέρα και επανέλαβε τον λόγο σε μία γλώσσα πού δεν την ξεχωρίζει το αυτί αλλά την καταλαβαίνει η καρδιά και ο νους του ανθρώπου, εκφράζοντας πλήρη συμφωνία με την απόφαση.
Υπήρχε τέτοια αρμονία σ' αυτήν την ενότητα της βουλήσεως και στην αρμονία αυτή υπήρχε μια ανέκφραστη και θαυμαστή χαρά που οι δικές μας γήινες χαρές δεν είναι τίποτα απέναντι της.
Σαν μια απαράμιλλη συγχορδία αντήχησε αυτή η ηχώ και η ψυχή ανταποκρινόμενη σ` αυτήν την συγχορδία με μια φλογερή έξαρση χαράς ήθελε να ενωθεί μ` αυτήν την θαυμαστή καθολική αρμονία.
Δεν κατάλαβα το πραγματικό νόημα του λόγου, ότι δηλαδή πρέπει πάλι να επιστρέψω στη γη και να ζήσω όπως ζούσα προηγουμένως.
Νόμιζα ότι θα με πάνε σε κάποια άλλα μέρη.
Μία δειλή αίσθηση διαμαρτυρίας ξύπνησε μέσα μου όταν μπροστά μου άρχισαν νά εμφανίζονται, στην αρχή σε αμυδρές γραμμές, σαν νά ήταν τυλιγμένα με ομίχλη, και μετά πολύ καθαρά, η πόλη και οι γνωστοί δρόμοι.
Νά, και το κτίριο του νοσοκομείου πού το θυμόμουν τόσο καλά.
'Όπως και προηγουμένως, μέσα από τούς τοίχους και τις κλειδωμένες πόρτες, με έφεραν σε ένα δωμάτιο πού μου ήταν τελείως άγνωστο. στο δωμάτιο αυτό βρίσκονταν μερικά τραπέζια βαμμένα με ένα σκούρο χρώμα. σε ένα από αυτά τα τραπέζια είδα τον εαυτό μου, δηλαδή το άψυχο σώμα μου, σκεπασμένο με ένα λευκό σεντόνι.
Δίπλα καθόταν ένας ασπρομάλλης γέρος με καφέ σακάκι πού κρατούσε στο χέρι του ένα κερί και διάβαζε το Ψαλτήρι.
Στην άλλη πλευρά του δωματίου σ' έναν μαύρο πάγκο, δίπλα στον τοίχο, καθόταν η αδελφή μου πού προφανώς την είχαν ειδοποιήσει για το θάνατό μου και ήδη είχε έλθει.
Δίπλα της βρισκόταν ο άνδρας της πού κάτι της ψιθύριζε στο αυτί.
- Άκουσες ποιο είναι το θέλημα του Θεού; - μου είπε ο άγγελος φύλακας, ο όποίος μέχρι εκείνη την στιγμή παρέμενε σιωπηλός. με έφερε κοντά στο τραπέζι και, αφού έδειξε με το χέρι του το νεκρό μου σώμα, μού είπε:
«Είσελθε και προετοιμάσου».
Αμέσως μετά οι δύο άγγελοι έγιναν αόρατοι..."
Μετάφραση από τά ρωσικά Αντώνιος Ντανίλι
~ Γεώργιος Μπέλεσης :
Ολόκληρο το θαυμαστό αυτό γεγονός μπορείτε να το διαβάσετε εδώ
Το ιστορικό αυτό γεγονός δημοσιεύτηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα στο περιοδικό «Μοσκόβοσκιε Βέντομοστι» (Τα χρονικά της Μόσχας).
Αργότερα κυκλοφόρησε από την Λαύρα του Όσίου Σεργίου σαν ξεχωριστή έκδοση.
Το εκδοτικό τμήμα της Λαύρας επικοινώνησε με τον συγγραφέα του βιβλίου, ο οποίος και επαλήθευσε το γεγονός το οποίο, περιγράφεται στο βιβλίο, λέγοντας ταυτόχρονα ότι
ο άνθρωπος, στον οποίο το γεγονός αυτό συνέβη, στην συνέχεια έγινε μοναχός.
Παραθέτουμε εδώ ένα συγκλονιστικό απόσπασμα από τη διήγηση της μεταθανάτιας εμπειρίας του ρώσου που την έζησε στις αρχές του 20/ου αιώνα...
"...Τι λοιπόν, μου συνέβη στη συνέχεια;
Οι γιατροί βγήκαν από το δωμάτιό μου, οι δύο νοσοκόμοι στέκονταν όρθιοι και συζητούσαν για τις λεπτομέρειες της ασθένειας και του θανάτου μου.
Η ηλικιωμένη νοσοκόμα αφού στράφηκε πρός την εικόνα, έκανε το σημείο του σταυρού και είπε μία ευχή πολύ συνηθισμένη σε τέτοιες περιστάσεις...
- "Ας έχει την Βασιλεία των ουρανών και την αιώνια ανάπαυση".
Μόλις το είπε αυτό, αμέσως ήλθαν κοντά μου δύο άγγελοι:
Στον ένα αναγνώρισα τον δικό μου άγγελο φύλακα ενώ ο άλλος μου ήταν άγνωστος.
Αφού με πήραν από το χέρι, με έβγαλαν στο δρόμο περνώντας κατευθείαν μέσα από τον τοίχο του δωματίου.
'Έξω βράδιαζε και λίγο χιόνιζε.
Το έβλεπα άλλά δεν αισθανόμουν κρύο και γενικά δεν αισθανόμουν την διαφορά θερμοκρασίας μέσα και έξω.
Προφανώς κάποια πράγματα έχασαν για το αλλοιωμένο σώμα μου την σημασία τους.
Αρχίσαμε γρήγορα νά ανεβαίνουμε ψηλά.
Όσο πιο ψηλά ανεβαίναμε τόσο μεγαλύτερος χώρος ανοιγόταν μπροστά στα μάτια μου.
Στο τέλος αυτός έλαβε τόσο μεγάλες διαστάσεις πού με κατέλαβε φόβος από την συναίσθηση της μηδαμινότητάς μου μπροστά σ' αυτή την ατελείωτη έρημο.
Εδώ αντιλήφτηκα τις καινούριες ιδιότητες της δράσης μου:
Πρώτα, ενώ γύρω μας υπήρχε απόλυτο σκοτάδι, εγώ όλα τά έβλεπα καθαρά, επομένως μάτια μου είχαν την ικανότητα νά βλέπουν και μέσα στο σκοτάδι.
Δεύτερο, μπορούσα με το βλέμμα μου νά αγκαλιάζω τόσο μεγάλο χώρο πού ποτέ δεν μπορούσα νά το κάνω στην επίγεια ζωή μου.
Αλλά τότε δεν είχα ακόμα καταλάβει πώς έχω αυτές τις ικανότητες.
Αυτό πού τότε κατανοούσα ήταν ότι στην πραγματικότητα ο χώρος είναι πολύ πιο μεγάλος από αυτόν που βλέπω και ότι οι δυνατότητες της όρασής μου ήταν περιορισμένες.
Αυτό το κατανοούσα πολύ καλά και όταν μου ερχόταν αυτή η σκέψη με έπιανε τρόμος.
Ναι, και είναι πολύ φυσικό για έναν άνθρωπο να υπερεκτιμά τον εαυτό του.
Συνειδητοποιούσα την μηδαμινότητά μου, ότι είμαι ένα ασήμαντο άτομο ή εμφάνιση ή η εξαφάνιση του οποίου θα μείνει απαρατήρητη σ' αυτό τον άπειρο κόσμο.
Όμως αντί νά βρίσκω παρηγοριά, μία, κατά κάποιο τρόπο ασφάλεια σ' αυτή τη σκέψη, φοβόμουν...
Ότι θα χαθώ, ότι ο άπειρος αυτός κόσμος θα με καταπιεί σαν ένα ασήμαντο κόκκο σκόνης.
Αυτό το γεγονός, νομίζω είναι μία καλή απάντηση στον ισχυρισμό κάποιων πού κάνουν λόγο για τον καθολικό νόμο της καταστροφής, παράλληλα δέ αποτελεί και αξιοσημείωτο δείγμα της αυτοσυνειδησίας του ανθρώπου πού αισθάνεται τον εαυτό του αθάνατο, αιώνιο και προσωπικό ΩΝ!
Η αντίληψη του χρόνου έσβησε εντελώς στο νου μου.
Δεν ξέρω πόση ώρα ανεβαίναμε ψηλά.
Ξαφνικά ακούστηκε κάποιος θόρυβος και με κραυγές και γέλια άρχισε γρήγορα νά μας πλησιάζει ένα πλήθος κάποιων απαίσιων Όντων.
«Δαίμονες!» σκέφτηκα.
Το κατάλαβα μάλιστα πάρα πολύ γρήγορα και με έπιασε κάτι σαν τρόμος πού μέχρι τότε μου ήταν άγνωστος.
Δαίμονες!
Φαντάζομαι πώς ειρωνευόμουν και γελούσα αν κάποιος, λίγες μέρες, ακόμα και λίγες ώρες, νωρίτερα θα μου έλεγε ότι πιστεύει στην ύπαρξη τους και είδε με τά μάτια του τούς δαίμονες!
Ως μορφωμένος άνθρωπος του τέλους του δεκάτου ενάτου αιώνα, με το όνομα αυτό, θεωρούσα τις κακές συνήθειες και τα πάθη του ανθρώπου.
Γι' αυτό και η λέξη αυτή δεν ήταν για μένα όνομα αλλά ένας όρος πού δηλώνει κάποια αφηρημένη έννοια.
Και ξαφνικά αυτή «η αφηρημένη έννοια» παρουσιάστηκε μπροστά μου σαν ζωντανό πρόσωπο!
Και σήμερα ακόμα δεν μπορώ νά εξηγήσω πώς και γιατί τότε αμέσως χωρίς καμία αμφιβολία αναγνώρισα στο πρόσωπό τους τούς δαίμονες.
Είναι όμως σίγουρο ότι ο χαρακτηρισμός τους σαν δαίμονες ήταν για μένα τότε κάτι το τελείως παράλογο διότι, αν έβλεπα ένα τέτοιο θέαμα κάποια άλλη στιγμή, σίγουρα θα έλεγα ότι αυτό είναι μία μορφοποιημένη φαντασία. με απλά λόγια θα έλεγα οτιδήποτε άλλο εκτός από δαίμονες.
Και δεν θα τους καλούσα μ' αυτό το όνομα, επειδή, όπως είπα, δεν το θεωρούσα όνομα αλλά έναν όρο πού δηλώνει κάτι που ούτε καν μπορούμε να το δούμε.
Τότε όμως τόσο γρήγορα κατάλαβα ότι είναι δαίμονες, και το πράγμα αυτό ήταν για μένα τόσο φανερό, πού δεν υπήρξε λόγος ούτε και νά το σκεφτώ.
Σαν να αντίκρισα κάτι που το ξέρω πολύ καλά από παλιά.
Και επειδή, όπως έλεγα, τότε ο νους μου ενεργούσε πάρα πολύ γρήγορα, γι' αυτό και γρήγορα κατάλαβα ότι αυτή η απαίσια όψη αυτών των όντων δεν ήταν ο πραγματικός τους εαυτός, αλλά ένα τρομερό προσωπείο πού το φορούσαν πιθανώς με σκοπό νά με τρομοκρατήσουν περισσότερο.
Τότε ξύπνησε η υπερηφάνειά μου.
Αισθάνθηκα ντροπή και για τον εαυτό μου και για τον άνθρωπο γενικά, που αυτά τά πλάσματα για να τον φοβερίσουν αυτόν που τόσο μεγάλη ιδέα έχει για τον εαυτό του, χρησιμοποιούν τέτοιους τρόπους που εμείς τους χρησιμοποιούμε μόνο για τα μικρά παιδιά.
Αφού μας περικύκλωσαν από όλες τις πλευρές οι δαίμονες φώναζαν και απαιτούσαν από τους αγγέλους να με παραδώσουν σ' αυτούς.
Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο νά με αρπάξουν από τά χέρια τους, αλλά δεν τολμούσαν να το κάνουν.
Από τις αισχρές κραυγές και τά ουρλιάσματα που έβγαζαν ξεχώριζα κάποιες λέξεις και μερικές φορές και ολόκληρες τις φράσεις.
- Είναι δικός μας, αρνήθηκε τον Θεό,
ξαφνικά φώναξαν όλοι με μία φωνή και ταυτόχρονα όρμησαν πάνω μου.
Το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου.
«Είναι ψέμα! αυτό δεν είναι αλήθεια!», ήθελα να τους απαντήσω.
Όταν ξαναβρήκα τον εαυτό μου, και όμως η μνήμη μου έδεσε την γλώσσα.
Με έναν τρόπο ακατανόητο θυμήθηκα ξαφνικά ένα ασήμαντο περιστατικό πού συνέβη τόσο παλιά, την εποχή που ήμουν νέος, και πού το ξέχασα σχεδόν εντελώς.
Θυμήθηκα πώς τον καιρό που ακόμα πήγαινα στο σχολείο, μία μέρα μαζευτήκαμε στο σπίτι ενός φίλου μας και κουβεντιάζοντας για τα διάφορα σχολικά μας προβλήματα, περάσαμε στη συζήτηση για θέματα υψηλής φύσεως.
Κάναμε συχνά τέτοιου είδους συζητήσεις μεταξύ μας.
- Γενικά δεν μου αρέσουν οι αφηρημένες ιδέες, είπε ένας φίλος μου, και ιδιαίτερα σ' αύτή την περίπτωση.
Μπορώ νά πιστέψω σε κάποια δύναμη πού δεν είναι ακόμα γνωστή στην επιστήμη.
Δηλαδή μπορώ νά παραδεχθώ την ύπαρξη της ακόμη και στην περίπτωση πού δεν βλέπω συγκεκριμένες εκδηλώσεις της, επειδή η δύναμη αυτή μπορεί να είναι πολύ λεπτή ή να ενεργεί μαζί με κάποιες άλλες δυνάμεις και γι' αυτό δύσκολα να γίνεται αντιληπτή.
Αλλά για νά πιστεύω στον Θεό ως ένα προσωπικό Όν, ενώ πουθενά δεν βλέπω τις εκδηλώσεις Του, αυτό για μένα είναι ανοησία.
Μου λένε: πίστευε.
Άλλά γιατί πρέπει νά πιστέψω στον Θεό αν χωρίς καμία διαφορά μπορώ να πιστεύω ότι ο Θεός δεν υπάρχει;
Σωστά το λέω;
Μήπως λοιπόν αυτός δεν υπάρχει, εσύ τι λες; - με ρώτησε ευθέως. – Μπορεί και να μην υπάρχει, - είπα εγώ.
Αυτή η απάντησή μου κυριολεκτικά ήταν «αργών ρήμα».
Δεν μπορούσε αυτή η βαττολογία του φίλου μου να μου δημιουργήσει αμφιβολίες στην ύπαρξη του Θεού.
Άλλωστε χωρίς πολλή προσοχή παρακολουθούσα αυτά που έλεγε.
Και όμως όπως φάνηκε τώρα, ο αργός αυτός λόγος δεν ξεχάστηκε.Έπρεπε τώρα νά δικαιολογηθώ και να ανατρέψω αυτή την κατηγορία.
Έτσι πραγματοποιήθηκε ο λόγος του Ευαγγελίου «ότι παν ρήμα αργόν ο εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσι περί αυτού λόγον εν ήμέρα κρίσεως» (Μτ. 12, 36).
Θα δώσουμε λόγο για κάθε ανώφελο λόγο που το λέμε παρακινούμενοι από τον εχθρό της σωτηρίας μας.
Η κατηγορία αυτή ήταν το πιο δυνατό επιχείρημα που πρόβαλαν οι δαίμονες, ζητώντας να παραδοθώ στα χέρια τους.
Η κατηγορία αυτή τους έδωσε καινούρια δύναμη και θάρρος και βγάζοντας άγριες κραυγές άρχισαν νά περιστρέφονται γύρω μας, εμποδίζοντάς μας να συνεχίσουμε το δρόμο μας.
Τότε σκέφτηκα την προσευχή και άρχισα να προσεύχομαι, ζητώντας την βοήθεια όσων αγίων γνώριζα και τα ονόματα των οποίων μου ήλθαν στο νου την στιγμή εκείνη.
Αυτό όμως δεν φόβισε καθόλου τούς εχθρούς μου.
Εγώ ο ελεεινός, που μόνο κατ' όνομα ήμουν χριστιανός, μόνο τότε, ίσως πρώτη φορά στη ζωή μου, θυμήθηκα εκείνη πού ονομάζεται Προστάτιδα του γένους των χριστιανών.
Ήταν πολύ τρομαγμένη ή ψυχή μου και γι' αυτό και πολύ θερμή βγήκε η προσευχή μου πρός την Παναγία.
Μόλις είπα το όνομα της αμέσως μάς σκέπασε μία λευκή ομίχλη η όποία άρχισε γρήγορα να περικυκλώνει την απαίσια αυτή στρατιά των δαιμόνων και σε λίγο την έκρυψε ολοτελώς από τα μάτια μου.
Πολύ ώρα όμως άκουγα τις κραυγές και τα ουρλιάσματά τους. Επειδή όμως οι φωνές γίνονταν όλο και πιο αδύναμες κατάλαβα ότι οι δαίμονες έμειναν πίσω.
'Ήμουν κυριευμένος από φόβο και δεν ξέρω αν συνεχίζαμε ή όχι την πορεία μας πρός τα πάνω όλο αυτό τον καιρό από την στιγμή που μας πλησίασαν οί δαίμονες και μέχρι τότε που μας άφησαν.
Μόνο τότε κατάλαβα πώς συνεχίζουμε νά ανεβαίνουμε ψηλά όταν ξανά μπροστά μου απλώθηκε ο άπειρος εναέριος χώρος.
Σε λίγο είδα πάνω ένα δυνατό φως:
Ήταν, όπως μου φάνηκε, σαν το δικό μας ηλιακό φως αλλά πολύ πιο δυνατό.
Ήταν το βασίλειο του φωτός.
«Ναι, είναι πραγματικά ένα βασίλειο με απόλυτη κυριαρχία του φωτός, επειδή το φως αυτό δεν δημιουργεί σκιά» - σκεφτόμουν, ή καλύτερα νά πούμε αισθανόμουν με έναν ανεξήγητο τρόπο αυτό πού ποτέ δεν είχα ξαναδεί.
«Αλλά πως μπορεί να υπάρχει φως χωρίς σκιά;» - παρουσιάστηκε αμέσως στη σκέψη μου η απορία φανερώνοντας πως σκέφτομαι ακόμα με τα κατηγορήματα του γήινου κόσμου.
Ξαφνικά εισήλθαμε με μεγάλη ταχύτητα σ' αυτήν την περιοχή του Φώτος που κυριολεκτικά με θάμπωσε.
'Έκλεισα τά μάτια μου, έβαλα και τά χέρια μου πάνω σ' αυτά.
Όμως αυτό δεν με βοήθησε καθόλου επειδή το φως περνούσε και μέσα από τά χέρια μου.
Άλλωστε τι νόημα είχε εδώ μία τέτοια προσπάθεια;
«"Αχ, Θεέ μου, τι είναι αυτό το φως; αυτό με τυφλώνει. δεν βλέπω τίποτα, σαν στο σκοτάδι, δεν βλέπω τίποτα», - έβγαλα μία κραυγή, ξεχνώντας ότι τώρα έχω την δυνατότητα νά βλέπω και μέσα στο σκοτάδι.
Αφού σκοτίστηκαν τά μάτια μου, μου δημιουργήθηκε περισσότερος φόβος.
Ήταν φυσικό βέβαια να φοβάμαι επειδή βρισκόμουν σ' ένα άγνωστο κόσμο.
«Τι με περιμένει; - σκέφτηκα, - πότε θα βγούμε απ' αυτό το φως;
«Υπάρχει πουθενά τέλος;».
Όμως συνέβη κάτι πού δεν το περίμενα.
Μία φωνή μεγαλοπρεπής και αγέρωχη ακούστηκε από πάνω. με ακλόνητη σταθερότητα και χωρίς θυμό αυτή η φωνή είπε:
«Δεν είναι έτοιμος!».
Και μετά... μετά αμέσως σταμάτησε η πορεία μας πρός τά πάνω - και αρχίσαμε γρήγορα νά κατεβαίνουμε.
Πριν όμως βγούμε από αυτές τις σφαίρες μου δόθηκε νά γνωρίσω και ένα άλλο θαυμαστό φαινόμενο.
Μόλις ακούστηκε ο παραπάνω λόγος, αμέσως όλο το σύμπαν, κάθε πλάσμα μέσα σ' αυτό αποκρίθηκαν με συμφωνία σ' αυτήν την απόφαση.
Σαν μία ηχώ εκατομμυρίων φωνών αντήχησε στον αέρα και επανέλαβε τον λόγο σε μία γλώσσα πού δεν την ξεχωρίζει το αυτί αλλά την καταλαβαίνει η καρδιά και ο νους του ανθρώπου, εκφράζοντας πλήρη συμφωνία με την απόφαση.
Υπήρχε τέτοια αρμονία σ' αυτήν την ενότητα της βουλήσεως και στην αρμονία αυτή υπήρχε μια ανέκφραστη και θαυμαστή χαρά που οι δικές μας γήινες χαρές δεν είναι τίποτα απέναντι της.
Σαν μια απαράμιλλη συγχορδία αντήχησε αυτή η ηχώ και η ψυχή ανταποκρινόμενη σ` αυτήν την συγχορδία με μια φλογερή έξαρση χαράς ήθελε να ενωθεί μ` αυτήν την θαυμαστή καθολική αρμονία.
Δεν κατάλαβα το πραγματικό νόημα του λόγου, ότι δηλαδή πρέπει πάλι να επιστρέψω στη γη και να ζήσω όπως ζούσα προηγουμένως.
Νόμιζα ότι θα με πάνε σε κάποια άλλα μέρη.
Μία δειλή αίσθηση διαμαρτυρίας ξύπνησε μέσα μου όταν μπροστά μου άρχισαν νά εμφανίζονται, στην αρχή σε αμυδρές γραμμές, σαν νά ήταν τυλιγμένα με ομίχλη, και μετά πολύ καθαρά, η πόλη και οι γνωστοί δρόμοι.
Νά, και το κτίριο του νοσοκομείου πού το θυμόμουν τόσο καλά.
'Όπως και προηγουμένως, μέσα από τούς τοίχους και τις κλειδωμένες πόρτες, με έφεραν σε ένα δωμάτιο πού μου ήταν τελείως άγνωστο. στο δωμάτιο αυτό βρίσκονταν μερικά τραπέζια βαμμένα με ένα σκούρο χρώμα. σε ένα από αυτά τα τραπέζια είδα τον εαυτό μου, δηλαδή το άψυχο σώμα μου, σκεπασμένο με ένα λευκό σεντόνι.
Δίπλα καθόταν ένας ασπρομάλλης γέρος με καφέ σακάκι πού κρατούσε στο χέρι του ένα κερί και διάβαζε το Ψαλτήρι.
Στην άλλη πλευρά του δωματίου σ' έναν μαύρο πάγκο, δίπλα στον τοίχο, καθόταν η αδελφή μου πού προφανώς την είχαν ειδοποιήσει για το θάνατό μου και ήδη είχε έλθει.
Δίπλα της βρισκόταν ο άνδρας της πού κάτι της ψιθύριζε στο αυτί.
- Άκουσες ποιο είναι το θέλημα του Θεού; - μου είπε ο άγγελος φύλακας, ο όποίος μέχρι εκείνη την στιγμή παρέμενε σιωπηλός. με έφερε κοντά στο τραπέζι και, αφού έδειξε με το χέρι του το νεκρό μου σώμα, μού είπε:
«Είσελθε και προετοιμάσου».
Αμέσως μετά οι δύο άγγελοι έγιναν αόρατοι..."
Μετάφραση από τά ρωσικά Αντώνιος Ντανίλι
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ.
ΑΓΓΛΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ. K. UEKSELL, (UNBELIEVABLE FOR MANY BUT ACTUALLY A TRUE OCCURRENCE) ORTHODOX LIFE, ΙΟΥΛΙΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1976.
Πρόλογος τής Ρωσικής εκδόσεως
~ Γεώργιος Μπέλεσης :
Ολόκληρο το θαυμαστό αυτό γεγονός μπορείτε να το διαβάσετε εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου