Ο Νικόλας πάγωσε όταν άκουσε την είδηση από τα χείλη της μητέρας του.
«Η κατάσταση της γιαγιάς επιδεινώθηκε. Μπήκε στο Νοσοκομείο».
«Μα γιατί; Η γιαγιά είναι μόλις 65 χρονών. Είναι μια … μικρή γιαγιά! Γίνεται να κινδυνεύει;» σκεφτόταν και το μικρό του μυαλουδάκι δεν μπορούσε να χωρέσει όλα όσα του ανακοίνωσε η μαμά.
Στάθηκε για λίγο σιωπηλός.
«Και τώρα; Τι θα γίνει; Τι θα της κάνουν; Κινδυνεύει;»
Οι ερωτήσεις έπεσαν βροχή, χωρίς να είναι σίγουρος ότι η μαμά είχε απαντήσεις για όλα.
Εκείνη ανασήκωσε τα φρύδια της κι έμεινε σκεφτική.
«Δεν υπάρχει ένα πολύ δυνατό φάρμακο που να νικήσει τον κορωνοϊό; Πες μου!»
Η μάνα συνέχισε να είναι σκεφτική.
«Δεν γίνεται! Κάποιος επιστήμονας πρέπει να το βρει! Δε γίνεται …» συνέχισε να μονολογεί ο Νικόλας.
Η μάνα ούτε που άκουσε τα τελευταία λόγια του. Προσπαθούσε να μαζέψει τις σκέψεις και τα συναισθήματα που είχαν πλημμυρίσει το μυαλό και την καρδιά της.
Το νέο δεν άργησε να διαδοθεί και τα τηλέφωνα, σταθερό και κινητό, δεν σταμάτησαν να χτυπούν. Δεν ήξερε η μάνα ποιο την κούραζε πιο πολύ, η επιδείνωση της υγείας της μητέρας της ή η εξιστόρηση με λεπτομέρειες στον καθένα που επιθυμούσε να μάθει κάτι παραπάνω είτε από ενδιαφέρον είτε από περιέργεια.
Ο Νικόλας όλο το μεσημέρι ήταν κλεισμένος στο δωμάτιό του. Όταν βγήκε είπε αποφασιστικά στη μητέρα του:
«Θέλω να πάω στη γιαγιά!».
Εκείνη τον κοίταξε γλυκά και πονεμένα.
«Νικόλα μου, δεν γίνεται … Απαγορεύεται … Κανείς δεν μπορεί να την επισκεφθεί».
«Ούτε απέξω; Ούτε από το παράθυρο; Εκεί δεν απαγορεύεται!» αποκρίθηκε με την ίδια αποφασιστικότητα ο μικρός.
Η μάνα δεν αντιστάθηκε σχεδόν καθόλου στην έντονη επιθυμία του απιδιού. Μπήκαν στο αυτοκίνητο και σε λίγη ώρα έφτασαν στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου. Πάρκαραν και κατέβηκαν.
«Μια στιγμή!» φώναξε ο Νικόλας καθώς η μαμά πήγε να πατήσει το κουμπί του συναγερμού.
«Μια στιγμή!» επανέλαβε και με γρήγορες κινήσεις έβγαλε μια αρκετά μεγάλη σακκούλα.
Η μάνα δεν αντέδρασε.
«Ποιος ξέρει τι της έφερε…» σκέφτηκε.
«Νομίζει ότι μπορούμε να μπούμε! Όταν θα του το πει η νοσοκόμα, τότε θα καταλάβει».
Ο μικρός όμως, δεν ζήτησε να μπει. Ούτε κατευθύνθηκε προς την είσοδο του κτιρίου. Μόνο την κοίταξε με τα μεγάλα ορθάνοιχτα μάτια του και με λαχτάρα ρώτησε:
«Πού είναι ο θάλαμος που έχουν τη γιαγιά;»
«Να, εδώ μπροστά μας, σε αυτή την πτέρυγα. Μα γιατί ρωτάς;»
Αντί για απόκριση ο Νικόλας έβγαλε από την σακκούλα ένα μεγάλο, ένα τεράστιο για το ύψος του χαρτόνι, το ξετύλιξε και με όση δύναμη είχε στα χεράκια του, το τέντωσε μπροστά στα παράθυρα της πτέρυγας ασθενών covid.
ΓΙΑΓΙΑ, ΓΙΝΕ ΓΡΗΓΟΡΑ ΚΑΛΑ!! Σ’ ΑΓΑΠΑΜΕ
«Από το βράδυ εκείνο η γιαγιά δεν χρειάστηκε περισσότερο οξυγόνο και η κατάσταση είναι σταθερή. Τυχαίο; Ίσως και όχι» έγραψε αργότερα με περισσή συγκίνηση η μάνα στο διαδίκτυο.
Υπ.
ΥΓ. Ήμουν έτοιμη να στείλω το κείμενο στον αγαπητό μας "Αμφοτεροδέξιο", όταν ένα μήνυμα ήρθε στο viber:
«Ο π. Στέφανος νοσηλεύεται στο Ευαγγελισμό, η πρεσβυτέρα και δύο από τα παιδιά του σε άλλο νοσοκομείο»
Θαρρώ πως ήρθε η ώρα να φτιάξουμε ένα μεγάλο, ένα τεράστιο πανό που να γράφει
«Πάτερ, γίνε γρήγορα καλά! Κι εσύ κι όλα τα μέλη της οικογένειάς σου!»
Και να σταθούμε όχι έξω από το νοσοκομείο, αλλά έξω από τα παράθυρα του σπιτιού του Πατέρα όλων μας και γονατιστοί να δεηθούμε «υπέρ υγείας Στεφάνου πρωτοπρεσβυτέρου και των οικείων αυτού»
Γιατί τους αγαπάμε! Και τους έχουμε ανάγκη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου