Τράβηξε την κουρτίνα να καληνυχτίσει την γειτονιά, πριν ξαπλώσει, να σταυρώσει τα σπίτια των γειτόνων που τους ήξερε από τα παιδικά της χρόνια και να αναπολήσει αυτούς που πήγαν στον Παράδεισο και όλα ήταν λευκά ..., χιόνιζε!
Στις στέγες των σπιτιών (ναι, στην γειτονιά της υπήρχαν ακόμη στέγες...) το είχε στρώσει, στα αυτοκίνητα, στον κήπο, στα κάγκελα της αυλής, παντού σιωπή, αθωότητα, λίγο όνειρο και όλα τα ανεκπλήρωτα να χιονίζουν την νύχτα...
Τράβηξε την κουρτίνα και κοίταζε: Τον πρίγκηπα που δεν ερχόταν, τα τραγούδια που σκεπάστηκαν μαζί με τα τελευταία μαρουλάκια στον μικρό της λαχανόκηπο, τις νυχτερινές ιστορίες που έλεγαν τηλεφωνικά με την Ζήνα σαν παραμύθια και ξημερώνονταν να θυμούνται κάθε κυρ Θανάση του παρελθόντος, κάθε Φανούλα, κάθε μυημένο στην ομορφιά μιας σόμπας μασίνας, ενός μεγάλου μαντεμένιου τηγανιού για λαχταριστές πατάτες και στην απλωσιά της καρδιάς που αντάμωνε τις καρδιές των άλλων ωσάν σε... αναπόφευκτο καλό!
Χιόνιζε σαν να έπεφταν διαμάντια από ένα άλλο μακρινό βασίλειο, σαν να έγνεφαν οι άγιοι ή σαν να επέστρεφαν ως ευλογία στους πιστούς, τους μικρούς κόμπους λιβανιού που περίσσευαν στον ουρανό.
Χιόνιζε αργά σαν την φυσική αβίαστη ροή των πραγμάτων, σαν να ακύρωνε τους υποτιθέμενους ισχυρούς ο Θεός και σφράγιζε τον κόσμο Του, το κόσμημά Του με την δική Του σφραγίδα του ωραίου και του αληθούς.
Χιόνιζε σαν από χιλιάδων αθέατων ασκητών τα στόματα να κύκλωνε τον κόσμο η ευχή "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με", όσες νιφάδες τόσες ευχές.
Xιόνιζε ευλογίες που στέκονταν στις στέγες, στις καρδιές και στις ευθείες γραμμές των οδών που είχε λειάνει το μαρτύριο των 40 μαρτύρων που την προηγούμενη γιόρταζαν...
Λες και από την δική τους παγωμένη λίμνη ήρθε ο χιονιάς, σκέφτηκε και χαμογέλασε για το πόση χάρη θα είχε αυτό.
Ναι, ονειρεύονταν...αλλά μήπως γι' αυτό δεν έπεφτε το χιόνι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου