Τ' Αη Δημητριού, έλεγαν παλιά.
Έτσι ή αλλιώς μυροβλύτης, να μυροβλίσει
και λίγο η καθημερινότητά μας,
που την έπνιξαν οι συμβατικότητες,
τα αλλότρια
και η ιδιάζουσα μπόχα του κάθε Εφιάλτη.
Στρώναμε το σπίτι μας παλιά,
Στρώναμε το σπίτι μας παλιά,
παραμονές τέτοιας μέρας,
στρώναμε τα χαλιά, τις καραμελοτές, τις μπατανίες, τις κουρελούδες, τα βελούδινα τραπεζομάντηλα, τα ποικίλα χαλάκια σταυροβελονιάς ανθέων ή τα έχοντα απασχολήσει βελονάκι, σε περιπλοκές χρωμάτων.
"κλείνω έξω από το σπίτι μου το κρύο και τους εχθρούς"
καθώς παράλληλα βγάζαμε και την σημαία στο μπαλκόνι.
φορούσαμε τα καλά μας
και πηγαίναμε επίσκεψη στον θείο τον Δημητράκη.
του λικέρ (για τους άντρες τσίπουρο),
της σοκολατένιας μαργαρίτας,
των καλών μας ενδυμάτων,
των παπουτσιών σε λουστρίνι απόδοση μυσταγωγίας,
των συγγενών και φίλων
-που τώρα πια βλέπουμε μόνο σε κηδείες-,
των χρυσαφικών του αρραβώνα
που τα αξιοποιούσαν οι γυναίκες ως πρώτα και τελευταία τους κοσμήματα
και στο τέλος του στρωμένου τραπεζιού με του Αβραάμ τα καλά,
τα οποία αβραμιαία δεν υπάρχουν πια στα σύγχρονα πιάτα στο χέρι
-κατάντια ακόμη και του λεγομένου μπουφέ-.
Η θειά μου η Αθηνά, σύζυγος Δημητράκη,
με το καλό της φουστάνι
-συνήθως μεταποιημένο "είχα μοδίστρα"-
όμορφη, σχεδόν τέλεια,
να ακουμπά χαμόγελα δίπλα στις κολλαρισμένες πετσέτες,
έχει πεθάνει τώρα και παραμονές του φετεινού Αη Δημητράκη την ξεθάψαμε κιόλας.
Ο θείος Δημητράκης ζει ακόμη να "γιορτάζει" σε κλειστό σπίτι
που όμως βγάζει πάντα την σημαία στο μπαλκόνι
που χρόνια είναι ασκούπιστο,
γεμάτο τα ξεραμένα φύλλα παλιών και πρόσφατων φθινοπώρων.....
Ο μπαμπάς μου, στην γιορτή,
Ο μπαμπάς μου, στην γιορτή,
είχε τον πρώτο λόγο καθώς ήταν ο μορφωμένος...
Σιγουρεμένος στην ομορφιά του,
το κοφτερό μυαλό
και το ατσαλάκωτο κουστούμι του,
μπορούσε να μιλάει για το ορφανό παιδί
που έψαχνε τα σκουπίδια για να φάει,
που μάζευε γαιδουράγκαθα για τη μάνα και την αδελφή του,
ενώ δίπλα περνούσαν οι Γερμανοί,
λες και δεν επρόκειτο για τον ίδιο....
Είχε παλέψει και είχε νικήσει!
Πείνασε,
Είχε παλέψει και είχε νικήσει!
Πείνασε,
ζητιάνεψε,
γονάτισε,
ξενύχτισε,
φοβήθηκε,
τον έδειραν οι Γερμανοί,
τον έστειλαν εξορία οι Ελληνες,
μάθαινε γράμματα τη νύχτα,
δούλεψε για δέκα ζωές (και συνέχιζε)
και τώρα έχοντας την στρουμπουλή γυναίκα του
που ήταν νοικοκυρά
και έβαφε κόκκινο άλικο τα χείλη της στις γιορτές,
τα έξυπνα και περιποιημένα παιδιά του,
δικό του σπίτι με βιβλιοθήκη και νοικοκυριό,
ένιωθε δικαιωμένος...
"Μια γενιά στράφι" λέω τώρα......
Αυτή η γενιά των ηρώων.
Αυτή των πεινασμένων μας πατεράδων.
Αυτή της μάνας που ύφαινε προικιά να στρώνω κι εγώ στους δικούς μου Αη Δημήτρηδες,
"Μια γενιά στράφι" λέω τώρα......
Αυτή η γενιά των ηρώων.
Αυτή των πεινασμένων μας πατεράδων.
Αυτή της μάνας που ύφαινε προικιά να στρώνω κι εγώ στους δικούς μου Αη Δημήτρηδες,
αυτή της θειάς μου που έκανε τα πιο μικρά κεφτεδάκι που έχω δει ποτέ, στη γιορτή του άντρα της, "να μην 'γκώνεται ο κόσμος και να τρώει και απ'τ'άλλα" έλεγε,
αυτή η γενιά των απροσκύνητων μεροκαματιάρηδων που λειτουργούσε καθημερινά, αυτονόητα και αυτοδίκαια σε μυστικούς εσώτερους ναούς Χριστό και Ελλάδα
(τις περισσότερες φορές δίχως να το αντιλαμβάνεται...).
που έχουν ορμήσει και τρώνε τις σάρκες της πατρίδας.
Και πώς να τους πείσω εγώ
ότι εσύ δεν έγινες ποτέ ένα με τους κατακτητές;
Τώρα λένε όλα θα γίνουν ηλεκτρονικά.
και δεν μας άφηνες να την αγγίξουμε....
τώρα μας δίνουν αριθμούς
-θυμάσαι που μας έλεγες πως αριθμό είχαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης;-
Τελευταία, αλμυρίζει το κόλλυβό σου,
ολοένα και περισσότερο, από τα μάτια μου.
αλλά συνεχίζει να βγάζει τη σημαία στο μπαλκόνι!
να είναι η μόνη μας ελπίδα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου