«Πάτερ, πρέπει να παραγγείλουμε μαρμελάδα».
Λέω, μαρμελάδα στη Σκήτη;
Μα ξέρεις που είμαστε;
Δεν είμαστε στις Καρυές, δεν είμαστε Θεσσαλονίκη.
Είμαστε στην έρημο!
Ο Γέροντας ποτέ δεν μας επέτρεψε να παραγγείλουμε μαρμελάδα
αλλά δεν είχαμε και χρήματα.
Πού να πεις τέτοιο πράγμα.
Να πεις του Γέροντα να
αγοράσουμε μαρμελάδα;
Ήταν δηλαδή ανέκδοτο, αστείο.
Αφού να σκεφτείτε μία φορά
ένα γεροντάκι ήπιε κακάο
και πήγε να εξομολογηθεί μετά δακρύων
και λέει,
«συγνώμη πνευματικέ, ήπια κακάο. Συγνώμη!».
Θεώρησε τόσο μεγάλη πολυτέλεια ότι ήπιε ένα κακάο.
Τέλος πάντων λέω,
Πάτερ, δεν αγοράζουμε μαρμελάδες στη Σκήτη.
Λέει, μα ξέρεις, όλη μέρα πάνω-κάτω πάνω-κάτω
θα αρρωστήσουν οι Πατέρες.
Και αλάδωτο!
Η μαρμελάδα έχει ζάχαρη μέσα…
Του λέω, κάτσε ευλογημένε, μη στεναχωριέσαι.
Αυτός είχε και τα ιατρικά του φρέσκα
και τον έπιασε η μανία να φάνε,
να μη μένουν νηστικοί οι Πατέρες.
Του λέω, κοίταξε, η Παναγία βλέπει.
Εάν έχουμε ανάγκη από μαρμελάδα,
θα μας στείλει η Παναγία μαρμελάδα.
Μην ανησυχείς.
Απάντηση:
Σιγά τώρα που θα μας στείλει μαρμελάδα!
Ασχολείται με τις μαρμελάδες η Παναγία;
Του λέω, μη λες τέτοια
γιατί πολλές φορές
εμείς
είδαμε την πρόνοια της Παναγίας εδώ.
Σας ομολογώ, εν πάση ειλικρίνεια,
την ίδια ώρα, μόλις μιλούσαμε
-ήμασταν έξω στην απλωταριά και μιλούσαμε-
χτυπάει το τηλέφωνο.
Εκεί στη Σκήτη κάποιος ερασιτέχνης μοναχός
έκανε κάποια τηλέφωνα με τη μανέλα
και επικοινωνούσαν μεταξύ τους τα σπίτια.
Χτυπάει το τηλέφωνο,
λέω, απάντησε Πάτερ να δούμε ποιος είναι.
Σηκώνει, ένα γεροντάκι, ο Γέρο Τρύφων,
πιο κάτω από μας.
Και λέει:
«Πατέρες,
μου έστειλαν δύο τενεκέδες μαρμελάδα από το χωριό μου
και εγώ δεν τρώγω μαρμελάδα.
Ελάτε να τις πάρετε.
Εσείς είστε νέοι να τη φάτε,
εγώ
τι να την κάνω;»
Έμεινε, κιτρίνισε ο Πάτερ.
Λέω να πας να τη φορτωθείς στον ώμο να τη φέρεις πάνω
να μάθεις άλλη φορά
να μη λες ότι η Παναγία δεν φροντίζει...
|από την εκ των "συν αυτώ", Μαρία Παλαμούτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου