|γράφει η Έλενα
(δες τι καρδιακό κείμενο...)
Τους λογαριάζω δώρο του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου.
Ελευθερία, Σωκράτης, Μαρία,
τα ονόματά τους.
Θυμηθείτε
τους την προσευχή σας, παρακαλώ.
Ούτε δεκαπέντε μέρες δεν είναι
που κατηφορίσαμε στην Εύβοια
για να προσκυνήσουμε τους Φίλους μας:
Τον Όσιο Δαβίδ τον Γέροντα,
τον Όσιο Ιάκωβο Τσαλίκη
και τον Όσιο Ιωάννη τον Ρώσο.
Αρχή του καύσωνα ήταν, η μέρα καερή
-όπως θα λέγαμε στην Πόλη-
αλλά καθόλου δεν μας ένοιαζε.
Έπειτα ήταν και το λεωφορείο που είχε καλόν κλιματισμό,
είπαμε.
Στην ουσία όμως ήταν
η προσμονή για το αντάμωμα με τους Αγίους.
Χρόνια τώρα πηγαινοερχόμαστε,
χρόνια τώρα παρακαλούμε
και
χρόνια....λαμβάνουμε.
Αυτή η χαρά να κάθεσαι στο μνήμα του Οσίου Ιακώβου
και να του λες,
να του λες δίχως σταματημό
και να σε κοιτάζει από την φωτογραφία του,
όχι με την αταραξία του νεκρού
αλλά με την γαλήνη του Αγίου που σε πονάει,
σε αγαπάει και "σ' έχει καλόν"
όπως λέγαμε όταν ήμαστε μικρά
(Μαμά μ' έχεις καλόν τώρα; - δηλαδή "μ'αγαπάς;".
Μετά από ζαβολιά το ρωτούσαμε αυτό,
για να δούμε μήπως γίναμε έκπτωτοι της αγάπης της).
Και πάντα ο Άγιος... μας έχει καλούς,
παρά τις ζαβολιές μας.
Και συ να ακουμπάς το μάρμαρό του
και μέσα σου να αναδεύονται τα χαμόγελά του,
και τα βλέμματα που του "κλέβεις" κάθε φορά
και τα΄χεις πια γιορντάνι αθέατο στον λαιμό σου,
φυλαχτό και ασφάλεια μέχρι την επόμενη φορά.
Αυτό το μοναστήρι είναι από κείνα τα μέρη
όπου θέλεις να πάρεις μικρά καρφάκια,
από κείνα που καρφώνουμε για τα καδράκια
και να στερεώσεις τον χρόνο όπου βρείς,
σε τοίχους,
σε ράσα,
σε μανουάλια
ώστε να είναι πάντα ο χρόνος που αφίχθης,
να μην φεύγουν τα λεωφορεία,
να μην κινείται ο ήλιος
και συ να είσαι για πάντα εκεί στο μάρμαρο του Φίλου,
μετρώντας τους διαμαντένιους κόκκους
που φτιάχνουν οι ηλιαχτίδες πάνω του...
Είναι δυο, τρεις τόποι που με κάνουν να νιώθω έτσι...
Ο έτερος είναι το σκήνωμα του Οσίου Ιωάννη του Ρώσου.
Να γίνεις, λέει,
μια μικρούλα σκόνη
απ' αυτές που δεν τις πιάνει
η ευλαβής φροντίδα των καθαριστών που πηγαινοέρχονται,
και να κουρνιάσεις σε μια γωνίτσα της λάρνακας...
Και τίποτε άλλο.
Αυτό.
Απλά να υπάρχεις εκεί.
Για πάντα.
(Φιλοδοξία η δικιά σου ε; ).
Μπήκαμε και ξαναμπήκαμε στην σειρά των προσκυνητών.
Του μιλήσαμε,
του είπαμε χαιρετίσματα,
του ζητήσαμε,
τον ασπαστήκαμε πάλιν και πολλάκις,
του χαμογελάσαμε,
τον ευχαριστήσαμε και πάλι από την αρχή...
Πώς να φύγεις από το ... σπίτι σου;
Κάποτε, ξεκολλήσαμε.
Κοιτάζοντας πίσω είναι η αλήθεια
και θέλοντας να επιστρέψουμε.
Και επιστρέψαμε.
Λίγο αργότερα.
Για να τον αποχαιρετήσουμε, είπαμε.
Για ένα τελευταίο φιλί
και για να γράψουμε κάποια ονόματα που είχαμε
ξεχάσει.
Ο ναός ήταν άδειος.
Έξω έκαιγε το μεσημέρι και πήγα κατευθείαν στην λάρνακα.
Όμορφος όπως πάντα,
με την ωραιότητα που δίνει η χάρις του Κυρίου
όταν επικάθηται στους εκλεκτούς Του...
Απόκοσμη ομορφιά που την κοιτάζεις
και φτιάχνεις μέσα σου παλάτια,
λουλούδια,
αλέες,
τόπους να κρυφτείς
μην σε βρουν οι
άγγελοι και σε διώξουν ως προπέτη.
"Θα περιμένουν στο λεωφορείο"
σκέφτηκα και έκανα να πάω βιαστικά να γράψω τα ονόματα.
Η Μαρία ήταν εκεί και έγραφε ονόματα κλαίγοντας.
Άρχισε να μου λέει για τις ευεργεσίες του Αγίου.
" Ήμουν ορφανή και φτωχή" είπε
"και μου έδωσε πλούτη.
Δεν έκανα παιδιά και μου έδωσε δύο.
Τώρα του ζητάω την μαμά μου και τον αδελφό μου.
Θα μου τους δώσει.
Έτσι δεν είναι;"
-Ναι,
της είπα ασυναίσθητα και αυτή έπεσε στην αγκαλιά μου.
Μου έλεγε για την Ελευθερία, την μητέρα της,
που είναι διασωληνωμένη, λόγω εγκεφαλικού
και για τον Σωκράτη τον αδελφό της
που
περιμένει κάποιες σημαντικές ιατρικές εξετάσεις.
Πρέπει να κλαίγαμε πολύ ώρα
γιατί δεν πρόλαβα να γράψω ονόματα.
Δεν πειράζει.
Ξέρει ο Άγιος.
Βιαστικά ανταλλάξαμε τηλέφωνα
και έτρεξα στο λεωφορείο
που περίμενε εμένα για να ξεκινήσει.
Ευτυχώς που ήταν ακριβώς στην πόρτα του
ναού....
Υ.Γ.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΣΩΚΡΑΤΗΣ, ΜΑΡΙΑ είπαμε.
Μια προσευχούλα, σας παρακαλώ.
Μην ξεχάσετε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου