Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2025

✨ ...Ήτανε από τους βάρβαρους κατακρεουργημένη, μα Αναστημένη στέκεται με δόξα στολισμένη. Το σώμα αναλλοίωτο έμεινε μες στα χρόνια, με δέρμα κι ευωδιαστό, δείχνει πως ζούμε αιώνια. Κι η προσευχή που έκανε τον κόσμο πριν αφήσει, ήτανε να γιατρεύεται όποιος της το ζητήσει...

 




|Δεν καταΦέραμε να μην συμπεριλάβουμε 

στο α(μ)Φιέρωμά μας 

στη χάρη της αγαπημένης μας Μεγαλομάρτυρος 

Αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας

αυτό που γράΦει η (γνωστή ύποπτη) Ελένη Ζεάκη.

Δες και πιστεύουμε πως θα καταλάβεις το γιατί... |






                                            Στη Ρώμη ήρθε στη ζωή

ενός αγγέλου ταίρι

που είχε φύση ανθρώπινη

και παραδείσου αγέρι

 



Μειλίχια και πάνσεμνη

με κάλλη που θαμπώναν,

που τη φροντίζαν άγγελοι

και τηνε καμαρώναν

 



Οι δυό γονείς απέθαναν

κι έμεινε μες στα πλούτη,

μα όλα τα απαρνήθηκε

στη δροσερή της νιότη

 



Ήτανε δεκαεννιά χρονών

κι απόφαση είχε πάρει

στον Κύριο ν' αφιερωθεί

και μοναχή εκάρη

 



Κι είχε αυτοπεποίθηση

στην άσκηση ανδρεία,

βρήκε μητέρα ασκήτρια

τη μοναχή Σοφία

 



Κι εκείνη την καμάρωνε

και την καθοδηγούσε,

με υπακοή και προσευχή

νύχτα και μέρα ζούσε

 



Σαν στρατηγός υπέρμαχος

ήτανε αυτή γενναία

κι ακούστηκε η Ανάσταση

απ'τη μικρή Ρωμαία

 



Τον τρίτο αιώνα έζησε

στην αυτοκρατορία,

Δέκιος, Διοκλητιανός

κρατούσαν τα ηνία

 



Ήτανε διώκτες και οι δυό

μεγάλοι Χριστομάχοι

κι όποιος πιστεύει στο Χριστό

άσχημο τέλος θα 'χει

 



Στα αυτιά τους φτάνει η μικρή

π' έχει μεγάλη δράση,

κηρύττει κι αντιτάσσεται

κι αυτό θα τους πειράξει

 



Κι είχανε μένος στην καρδιά

ζητούν να τη συλλάβουν,

την πόρτα ρίχνουν καταγής

και στα σκαλιά της φτάνουν



 

Σκούζουν απ' έξω απ' τη Μονή

και τα πουλιά τρομάξαν,

μα εκείνη είναι γελαστή

που Ανάσταση φωνάξαν

 



"Ήρθε η ώρα η καλή

νύμφη Χριστού θα γίνεις

του μαρτυρίου στέφανα

θα λάβεις να υπομείνεις..."



 

Της λέει η γερόντισσα

πριν να την παραδώσει

"...με προσευχή θα σου μιλώ "

ασφάλεια να νιώσει

 



Και ξεπροβάλει λαμπερή

σα να πηγαίνει νύφη,

μονάχη παραδίνεται

στου τυράννου το δίχτυ



 

Τί βλέπουν τα ματάκια του!

Ο Πρόβος τη θαυμάζει!

Κι έτσι με λόγια κόλακα

της δείχνει πως τον νοιάζει

 



"Τί θες και τί ονειρεύεσαι

Τί λαχταρά η καρδιά σου";

 



"Πλούτη και δόξα και τιμές

τα κάνω χάρισμα σου"!

 



"Με κοίμιζε η μάνα μου

σ' ολόχρυσο ντιβάνι

και διαμαντένιοι κρύσταλλοι

στόλιζαν το ταβάνι...

 



Και ξέρω πόσο κίβδηλα

ο πλούτος σε κοιμίζει

και μοναχά Του Αληθινού

Θεού η πίστη αξίζει "



 

Και φτερουγίσαν μονομιάς

χιλιάδες περιστέρια,

μα εκείνου μπήξαν στην καρδιά

τόσα πολλά μαχαίρια

 



Και τη χτυπάει δυνατά

στο Άγιο της στόμα

κι έτρεξε το αίμα δροσερό

κι αυτή χαίρεται ακόμα



 

Και διατάζει να δεθεί

σε τέσσερα σημεία

και τηνε βάζουν σε φωτιά

για άλλη τιμωρία



 

Μα απάνω όπως κρέμεται

και καίγεται η πλευρά της,

καθόλου δεν παρακαλεί

μα χαίρεται η καρδιά της

 



Και τόσο εξαγριώνεται,

ο ηγεμόνας φρίττει,

την ξεγυμνώνουν να ντραπεί

για αυτή την προσβολή της

 



Μα δεν αλλάζει τίποτα

ανδρεία έχει στάση

και διατάζει τους μαστούς

να κόψουν για να κλάψει

 



Ούτε ενα δάκρυ δεν θα βγει,

μα ένα λόγο βγάνει

και στο Θεό της προσευχή

μπροστά σε όλους κάνει

 



Τη δένουνε σ' ένα τροχό

τα κόκαλα της σπάει

και την πετούν σαράβαλη,

μα αυτή γεννιέται πάλι

 



Ακούγεται ο Κύριος

και τηνε ενδυναμώνει,

ο πλανεμένος τύραννος

τώρα πολύ πεισμώνει

 



Της αφαιρεί ο βάρβαρος

τα νύχια ένα ένα

και προχωρά στα χείλη της

τα καθαγιασμένα

 



Τα όμορφα δοντάκια της

της τα αφαιρούν με βία,

να μην μπορέσει στο εξής

να έχει ομιλία

 



Μα συνεχίζει να μιλά

και προσευχή να κάνει

και δίνει κι άλλη διαταγή

τη γλώσσα να της βγάλει

 



Μέσα στην κακοπάθεια

λίγο νερό ζητάει

και σπλαχνικά χριστιανός

τρέχει να της το πάει

 



Κι ήτανε καθαρή ψυχή

σαν κείνο το νεράκι

και στου τυράννου την οργή

κι αυτός μερίδα θα 'χει

 



Άμεσα αποκεφαλισμό

για εκείνον διατάζει

και γίνεται ο Κύριλλος

μάρτυρας και γιορτάζει



 

Πήρε σειρά τώρα κι αυτή,

μαχαίρι δεν αλλάξαν,

την κεφαλή της έκοψαν

και κάτω την πετάξαν

 



Κι έμεινε μέρες άταφη

εκεί που την αφήσαν,

άμωμη και ανέγγιχτη,

όρνια δεν την αγγίξαν



 

Φρόντισε κι έστειλε ο Χριστός

Άγγελο στη Μονή της,

πληροφορεί τη μάνα της

για τη στεφάνωση της

 



Πέφτει η Σοφία προσκυνά

στον τόπο εκείνο φτάνει,

ευχαριστίες Στο Θεό

για το παιδί της κάνει

 



Παίρνει το Άγιο σώμα της

και το ενταφιάζει,

μέσα στη Ρώμη θαύματα

πολλώ λογιώ μοιράζει

 



Ήτανε από τους βάρβαρους

κατακρεουργημένη,

μα Αναστημένη στέκεται

με δόξα στολισμένη

 



Το σώμα αναλλοίωτο

έμεινε μες στα χρόνια,

με δέρμα κι ευωδιαστό,

δείχνει πως ζούμε αιώνια

 



Κι η προσευχή που έκανε

τον κόσμο πριν αφήσει,

ήτανε να γιατρεύεται

όποιος της το ζητήσει...

 


 

Στου Αγίου Όρους το άβατο

λίγες έχουνε θέση,

του Γρηγορίου η Μονή

προστάτιδα την έχει...

 


2 σχόλια:

  1. Υπέροχο ποίημα. Με λίγα και απλά λογάκια κάνει γνωστό το βίο της σε όλους. Μπράβο και στην ποιήτρια και σε σας για την δημοσίευση. Ευχαριστούμε

    ΑπάντησηΔιαγραφή