Τέλος του Μάρτη, κάπου στην Ιταλία.
Μέσα στην εντατική πολλά κρεβάτια με ασθενείς - κρούσματα του covid-19.
Άνθρωποι με λευκές στολές κινούνται βιαστικά.
Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αν είναι άντρες, αν είναι γυναίκες, αν είναι γιατροί, αν είναι νοσηλευτές.
Είναι καλυμμένοι παντού.
Φοβισμένοι, κουρασμένοι, απελπισμένοι.
Τριγύρω η μυρωδιά του θανάτου παραλύει τα νεύρα και καθηλώνει τις ψυχές.
Κι άλλος σήμερα ταξίδεψε...
Όπως χτες και προχτές.
Δεν έχει μείνει δάκρυ για να κλάψεις.
Νομίζεις πως είσαι θεατής σε μια ταινία που πρωταγωνιστείς ... εσύ!
Και το έχεις σχεδόν βέβαιο, πως αύριο, μεθαύριο σε τούτα εδώ τα κρεβάτια κάποιοι συνάδελφοι θα μετρούν το δικό σου σφυγμό και θα αγωνιούν για τα δικά σου επίπεδα οξυγόνου.
Ο Μάσιμο ήταν στο γωνιακό κρεβάτι. Στην αρχή δεν του έδινε κανείς ιδιαίτερη σημασία. Όλοι ήξεραν την προδιαγεγγραμμένη πορεία. Δεν τολμούσε κανείς να το ξεστομίσει μα ούτε και να ισχυριστεί το αντίθετο. Εξάλλου ποιος μπορούσε κουβαλώντας 93 χρόνια στο ασθενικό κορμί να ισχυριστεί πως θα τα έβγαζε πέρα με τον ιό;
Εξακολουθούσαν να τον περιποιούνται, γιατροί και νοσοκόμες, σαν να ήταν ο παππούς τους.
Ένα πρωί ο διευθυντής της μονάδας στην πρωινή αναφορά είπε πως ο παππούς Μάσιμο έδειχνε ανέλπιστα σημάδια βελτίωσης. Αν μπορούσε να διακρίνει καθαρά πίσω από τα προστατευτικά γυαλιά των γιατρών, θα έβλεπε ένα βλέμμα δυσπιστίας στα μάτια όλων.
Ο παππούς Μάσιμο ήταν καλύτερα και την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα, μέχρι που οι γιατροί αποφάσισαν πως ήρθε η ώρα να γυρίσει στο σπιτάκι του.
Το άκουσε με συγκρατημένη χαρά.
"Θα χάσω την παρέα σας" είπε.
Βλέπεις η μοναδική παρέα του παππού Μάσιμο ήταν πλέον δυο γάτες κι ένα γέρικο σκυλί, αφού η όμορφη Ντομένικα, η σύντροφος της ζωής του και της καρδιάς του είχε ταξιδέψει εδώ και χρόνια για την ουράνια πατρίδα.
Παιδιά δεν αξιώθηκε να αποκτήσει, μα τι μ' αυτό, αφού είχε για παιδιά του τα παιδιά όλης της γειτονιάς και ολόκληρης της κωμόπολης.
"Παππού, πρέπει να περάσεις από το γραφείο των ασθενών για τα διαδικαστικά και μετά θα καλέσουν ένα αυτοκίνητο της Πρόνοιας για να σε πάει σπίτι σου" του είπε χτυπώντας τον στην πλάτη η νοσοκόμα με τα πράσινα μάτια και την ελιά στη μύτη (όλο αυτόν τον καιρό αναγνώριζε τις νοσοκόμες μόνο από τα μάτια και κάποιο άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του προσώπου).
Κατέβηκε στο ισόγειο, σφράγισε ο υπάλληλος ένα μάτσο χαρτιά και του 'πε στο τέλος:
"Έχετε και μια οφειλή για χρήση συσκευής αναπνευστήρα μιας μέρας".
Έμεινε ο Μάσιμο σιωπηλός.
"Θα το χρεώσουμε στην ασφαλιστική σας εταιρεία και θα τα δώσετε εκεί" είπε ο υπάλληλος, στην προσπάθειά του να καθησυχάσει το γεροντάκι.
"Μπορώ να πληρώσω το ποσό" αποκρίθηκε ο παππούς Μάσιμο με μια παράξενη γυαλάδα στα μάτια. "Μα ξέρεις γιατί είμαι σκεφτικός; Εσείς με χρεώσατε μερικές εκατοντάδες ευρώ γιατί ανέπνευσα μια μέρα. Ξέρεις πόσα χρωστάω στο Θεό που ανέπνεα 93 χρόνια; Κι όμως! Δεν τον είχα ευχαριστήσει ποτέ γι' αυτό".
(διασκευή)
Στην Αναστασία και σε όλους όσοι εργάζονται νυχθημερόν
για να προσφέρουν οξυγόνο στις ψυχές
των ελαχίστων αδελφών του Κυρίου.
για να προσφέρουν οξυγόνο στις ψυχές
των ελαχίστων αδελφών του Κυρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου