Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

«Βρωμά παιδί μου, το χέρι μου;» » Μοσκομυρίζει σεβασμιώτατε, λιβάνι και αλόη.» |Στο ξόδι ενός Αγίου ...

 [Κράτα ένα μαντήλι μαζί σου, πριν το διαβάσεις]

Στα γαλανά νερά του Σαρωνικού ταξίδευε το ιερό λείψανο ενός ανθρώπου του Θεού. 

Ενός κληρικού που δεν καυχήθηκε ποτέ για κάτι δικό του. 

Ενός ιερομόναχου που ευαρέστησε τον άγιο Θρόνο με την υπακοή, το ταπεινό φρόνημα, την υπομονή, την πίστη, την αγάπη. 

Αμέτρητος λαός πλημμύρισε κάτω την παραλία. Όλος σχεδόν ο κλήρος, όλοι oι ιερομόναχοι, όλες oι καλόγρηες από τα ντόπια μοναστήρια. 

Οι γυναίκες έκλαιγαν σιωπηλά, μερικές στέναζαν, μερικές μοιρολογούσαν. 

«Παππούλη μας, προστάτη της φτωχολογιάς, τι θ’ απογίνουμε τώρα που μας άφισες ορφανές και μόνες;» 

Διακόσιοι τόσοι άντρες τσακώθηκαν ποιος θα σηκώσει το φέρετρο. 

Ήταν oι φίλοι του, oι ψαράδες του γυαλού, οι σφουγγαράδες που ταξίδευαν και βουτούσαν πέρα στην Τζιμπεράλτα και στο Τούνεζι κι έφερναν σφουγγάρια της ευλογίας με χαραγμένο στη μέση τον τίμιο σταυρό, εργάτες που δούλεψαν στη μονή κι έφαγαν ψωμί από τα χέρια του, oικοδόμοι, αγρότες αμπελουργοί, επαγγελματίες και πλανόδιοι. 

Ο δήμαρχος με τον αστυνόμο για να τους φέρουν σε λογαριασμό, τους χώρισαν σε τετράδες και υπολόγισαν το δρόμο κάπου δυο ώρες και κάτι, ώσαμε το μοναστήρι. 

Σε λίγο τα πάντα τακτοποιήθηκαν και η πομπή ξεκίνησε. 

Ήταν κάτι το ριγηλό και συγκινητικό. 

Ποτέ η Αίγινα δε θυμόταν ένα τέτοιο ξόδι. 

Αυθόρμητα η λαϊκή ψυχή αγκάλιασε το λείψανο – θησαυρό του διαλεκτού παιδιού της και τόφερνε με σφιχτή ανασεμιά στη θέση Ξάντος. 

Πένθιμη διακόσμηση γυρόφερνε την πόλη και την παραλία. 

Οι καμπάνες στους ναούς σιγοχτυπούσαν όπως τη μεγάλη Παρασκευή. 

Θυμίαμα καιγόταν σ’ όλες τις πόρτες και δροσερά λουλούδια έπεφταν από γρηές και νιες και δροσερές παρθένες. 

Ένα πλήθος νέοι ρασοφόροι Ριζαρείτες ακολουθούσαν σιωπηλοί. 

«Δεν έχει βάρος, δεν έχει βάρος, είναι λαφρύς σαν πούπουλο», φώναζαν κατάπληκτοι κάθε τόσο οι άνδρες από τα σταυροδρόμια και τις λαγκαδιές, καθώς σήκωναν το φέρετρο κι ετοιμάζονταν ν’ αλλάξουν βάρδια. 

Το μοναστήρι γέμισε κόσμο. 

Ατελείωτη μυρμηγκιά, κάθε λογίς άνθρωποι, γνωστοί, άγνωστοι, καταλαχάρηδες του βουνού, του λόγγου, της ακρογυαλιάς. 

Όλοι τους είχαν διάθεση να παρασταθούν, να προσευχηθούν, να ξενυκτίσουν, να κλάψουν. 

Σ’ όλο τούτο το πλήθος και στις καλόγρηες της αδελφότητας που έκλαιγαν σαν μικρές νεαρές κοπέλλες, ξεχώριζε η φυσιογνωμία της ηγουμένης, της οσίας Ξένης, της τυφλής. 

Στάθηκε κάποια στιγμή καταμπροστά στο φέρετρο, πάνω στη γαλήνια κι ευγενική μορφή, που θαρρούσες ότι λαφροκοιμόταν, τη μορφή του πνευματικού πατέρα και οδηγού, του ευεργέτη και προστάτη της και μη μπορώντας με τα τυφλά μάτια να δει, να προσέξει τον ιδρώτα – μύρο που κυλούσε από το μέτωπο, τόνοιωσε σαν όσφρηση, σαν ευωδιά και μένοντας ακίνητη και κάνοντας τρεις φορές το σημείο του σταυρού, είπε: 

«Ο πατέρας μας δεν πέθανε. Ζει, μας βλέπει και προσεύχεται απόψε για μας. Το μοναστήρι μας θα προκόψει δεν θα το αφίσει ο Κύριος. Όταν ζούσε και τον απολαμβάναμε δίπλα μας, κοντά μας, φάρο και οδηγό, αυτό πάντα μας έλεγε. Αυτή την προφητεία: Από δω, μας έλεγε, κόρες μου, απ’ αυτές τις ερημιές, σε μερικά χρόνια θα διαβαίνουν άμαξες, θα περνά πλήθος ο κόσμος με αφιερώματα, χρυσάφια και λαμπάδες. Kαι μεις οι άπραγες στεκόμασταν δίβουλες, ξαφνιασμένες. Μήπως τάχα παραλογίζεται ο σεβασμιώτατος, αναρωτιόμασταν με ανησυχία. Αδελφές μου, μη κλαίτε, αδέλφια μου μη θρηνείτε. Η Αίγινα και η Ελλάδα απόκτησε έναν όσιο, ένα σημερινό ικέτη εμπρός εις τον Εσταυρωμένο». 

Τα λόγια της σκέπαζαν τους κρυφούς λυγμούς της από μια θεϊκή δύναμη και χάρη. 

Τα λόγια της έπεσαν στο πλήθος με τέτοια αρμονία που γλύκαναν ευθύς όλες τις καρδιές και για κάμποσο χρονικό διάστημα της νύχτας απόδιωξαν τις μελαγχολικές σκέψεις του θανάτου. 

Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησε το λαϊκό τούτο προσκύνημα. 

Και το λείψανο αδιάκοπα έσταζε ιδρώτα μύρο και σκορπούσε ολοτρόγυρα ευωδία! 

Mια από τις τρόφιμες της αδελφότητας ανησύχησε. 

«Θα πρέπει να επισπεύσουμε τον ενταφιασμό, πέταξε με σπουδή στην οσία Ξένη. Δεν μπορεί, γερόντισσά μου, σώμα είναι, θα βρωμίσει». 

Το βράδυ που κοιμήθηκε, είδε ολοζώντανο σιμά της τον γέροντα ντυμένο στα αρχιερατικά του άμφια. 

» Σεβασμιώτατε», ανάκραξε. 

Kαι γονάτισε να του ασπασθεί το χέρι. 

«Βρωμά παιδί μου, το χέρι μου;» τη ρώτησε επιτιμητικά. 

» Μοσκομυρίζει σεβασμιώτατε», ψιθύρισε. 

«Τι μυρίζει;» 

«Λιβάνι και αλόη.» 

«Τότε μη φοβείσαι και διά το λείψανον.» 

Ξύπνησε καταφοβισμένη. 

Έτρεξε στο φέρετρο, ασπάσθηκε τρεις φορές τα κρινοδάχτυλα των χεριών. 

Kαι ξαναπρόσεξε που έτρεχε συνέχεια στη μορφή ιδρώτας – μύρο. 

Φυσικά φρόντισαν και για τον ενταφιασμό. 

Θα τον τοποθετούσαν εκεί πλάγια στο ναό, χαμηλά στο πεύκο. 

Στο καταπράσινο και φουντωτό βελονόφυλλο δεντρί που τόσο αυτός καμάρωνε κι αγαπούσε. 

Εκεί, που κάποτε η πρώτη εκείνη γερόντισσα κάτοικος, σαν έσκαβε για να το φυτέψει, τοσοδούλι και μικράκι, άκουσε την παράδοξη φωνή : «άφισε τόπο για ένα τάφο». 

Ναι, τώρα όλα ξεκαθάριζαν. 

Ο καλός Θεός είχε προδιαλέξει τόπο για το σκήνωμα του διαλεκτού παιδιού του. 

Προτού σκεπάσουν το φέρετρο για τον ενταφιασμό, όλες σχεδόν oι μαθήτριες και υποτακτικές έφεραν κι έρριξαν λεμονανθούς από τις λεμονίτσες που είχε φυτέψει ο ίδιος ο γέροντας με το χέρι του, σε διάφορες πρασιές ολόγυρα από το ναό και παράπλευρα έξω.


(Από το βιβλίο του Σώτου Χονδρόπουλου: 

Ο άγιος του αιώνα μας - Ο όσιος Νεκτάριος Κεφαλάς- Αφηγηματική Βιογραφία. 

Έκδοσις Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Αγίας Τριάδος Αιγίνης.)


|πρώτη δημοσίευση 10/9/2021

5 σχόλια: