~ Επιτέλους, μόλις το διάβασα!
Στείλε, σε παρακαλώ, αυτά τα άνωθεν στον μπάρμπα!
"Καλησπέρα μπάρμπα.
Το βιβλίο σου το΄χω πάρει μήνες και έχει έρθει μαζί μου μέχρι και στην Κωνσταντινούπολη, μα δεν είχα βρει τον κατάλληλο χρόνο με τον εαυτό μου για να κάτσω να το διαβάσω.
Σήμερα όμως κάτι μέσα μου έψαξε και το βρήκε.
Το διάβασα όλο μονορούφι
και παρόλο που υπήρχαν οι λέξεις,
γιέ μου και παλήκαρε προς τον Σταύρο,
είχα κολλήσει στην καρέκλα μου
σαν όλα αυτά τa΄λεγες σε μένα,
σαν να τα λέγαμε εμείς,
συζητούσαμε χωρίς να΄σαι εκεί.
Πήγα στην πλατεία με τον πλάτανο στο χωριό σου,
είδα τα αγαπημένα σου εικονίσματα
και την Εκκλησία σου.
Τον αγριεμένο σου φουστανελά καπετάν Μιχάλη!
Θα κρατήσω βαθιά μέσα μου την προτροπή της μάνας σου:
Γίνε ο κος Τίποτας και από την καρδιά μου
σου εύχομαι να’ χεις σαν έρθει η ώρα:
Επίσης όταν κοιτώ την Εύβοια
πλέον θα σε σκέπτομαι και θα κάνω ευχή για σένα.
Μένω απέναντί σου!
Στη φωτογραφία που σου στέλνω,
είμαστε όλοι μαζί.
εσύ, εγώ και το νησί σου απέναντι...
Σ΄ευχαριστώ που μας μιλάς τόσο άμεσα και αυθεντικά!
~ Μαρία Κασαμπαλάκου (περήφανη μητέρα του Αυγερινού - συγγραφέας)
~ επί του πιεστηρίου:
Μιλήσαμε μόλις στο τηλέφωνο με τον μπάρμπα μας και του μεταφέραμε τα λεγόμενα της Μαρίας...
Τα δέχτηκε με χαρά και λίγο ντροπή...
Η "απομαγνητοφώνηση":
"Βρε συ,
πες στην κοπελίτσα πως σκεπάρνια σαν και του λόγου μου,
θα΄πρεπε εκείνοι να διαβάζουνε τα δικά της γραφόμενα,
ως θα΄πρεπε τέτοιων γραμματιζούμενων κι αξίων αθρώπων.
Πως χαίρουμαι ειλικρινά στα λόγια της,
μόνον εντρέπομαι και λίγο.
Γιατί δεν νιώθω πως έκαμα κάτι.
Μ΄αφού στ΄αλήθεια δεν έκαμα κάτι.
Σεις τα ακούσατε, τα πήρατε, τα συμμαζέψατε,
τα χρωματίσατε, τα τυπώσατε και τα παρουσιάσατε κιόλα.
Του λόγου μόνον να χαίρομαι σαν παππούκας για το δικό σας το παιδί.
Και να σας μαλώνω και καμιά βολά
σαν γνήσιος παππούς που σας αγαπά,
έτσι για να συνέρχεσθε.
Να της πεις τα σεβάσματά μου.
Και τα φιλιά μου τα γέρικα στον γιόκα της τον Αυγερινό.
[του΄πα για τα βιβλία σου, Μαρία].
Θα τον χωρέσω στις προσευχές μου...
Μόνιμα.
Κι αυτόν και την μάνα του.
Άιντε, σε φιλώ και σένανε κι όλους τους δικούς.
Καλήν αντάμωσιν!
Ανέστη Χριστός, βρε!
~ ο μπάρμπας σας.-
Κλαίω. Τον αγάπησα αυτόν τον μπάρμπα. Τα γράμματα δεν φτιάχνουν την καρδιά του ανθρώπου. Αλλά μην του το πεις. Να πάμε για τσίπουρο στο χωριό του να τραγουδήσουν κ να γυρισουμε και να του το πω εγώ. Και δεν θέλω να μου πει ιστορίες. Μόνο να κοιταχτούμε στα μάτια μέσα.
ΑπάντησηΔιαγραφή